Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΓΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΓΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 


Αυλακωμένα μούτρα απ' τις ρυτίδες
κι αχτένιστα, λευκά μαλλιά
θολά τα βλέμματα μετράνε
την ευτυχία που κάθε τόσο προσπερνά.

Λίγο απ' τον ήλιο,κέρασε με φέτος
και δυο γουλιές μεθυστικό κρασί
να δώσει ο Θεός να νιώσουν ευλογία
όλοι όσοι ζούνε μοναχοί.

Μ' ελπίδα στα τρεμάμενα τα χέρια
σπόρια σκορπάνε και ταΐζουν τα πουλιά
περαστικά και φοβισμένα περιστέρια
και κάτι βρώμικα κι αδύνατα παιδιά.

Κάνε Χριστέ μου η γέννηση σου φέτος
τέλος να δώσει σ' αδικία και λιμό
Δείξε ξανά στον κόσμο την αγάπη
να κάνουμε τ' αδύνατο να γίνει δυνατό. (Ρένα Γεροντάρα) 
Εικόνα από το διαδίκτυο )


Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΕΞΕΙΣ


Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.   Ρ.Γ.



Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ

 

Μόνο ταξίδευε. Στις αποσκευές κουβαλούσε ελάχιστα, αλλά πάντα ένα μολύβι. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Ήταν εκεί, ριγμένο βιαστικά στην θήκη του σακιδίου, κάτω από το παλιό, ριγέ τετράδιο των σχολικών του χρόνων. Πότε είχαν επιβιβαστεί στα πράγματα του αυτά τα δύο αντικείμενα, ούτε και θυμόταν. Ίσως τα είχε πετάξει βιαστικά όταν ξεκίνησε. Κι απόμειναν.

Η πορεία του δεν είχε λιμάνια και όρια. Οι μόνες στάσεις γινόταν από την καρδιά του πάντα. Στις διαδρομές απλά άφηνε την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του σαν ταινία. Έτσι αντιλαμβανόταν την αλλαγή και τελικά την μεταμόρφωση. Το κέρδος της πορείας δεν ήταν ποτέ ένας προορισμός. Έμενε πιστός στα όνειρα της νιότης. Εκείνα τα αληθινά, τα έρημα από αλλοτρίωση και συμβιβασμούς. Οι θάλασσες και οι στεριές ήταν πάντα το ίδιο για εκείνον. Με δρασκελιές απρόσεκτες κι απόκοτες καμιά φορά – τις περισσότερες φορές – τολμούσε και συνέχιζε. Ρουφούσε με ματιές κοφτές κάθε εμπειρία. Τον συνάρπαζε τούτο το απροειδοποίητο, το τολμηρό, το ανεξερεύνητο.

Μια μέρα το όνειρα γινήκαν βιαστικά. Δεν το κατάλαβε πότε ακριβώς συνέβη. Ήταν μια διαδικασία απαλή αυτή η μετάβαση στην εμπειρία από την ανεμελιά της νιότης. Σαν να έριχνες σ’ ένα ποτήρι κόκκους άμμου. Κι αυτοί έπεφταν γλυκά ένας-ένας χωρίς να συνωστίζονται στο στόμιο του μπουκαλιού. Έτσι, δεν το κατάλαβε πότε τα όνειρα άρχισαν να βιάζονται. Όσο κι αν τα τραβούσε πιο πίσω αυτά ήθελαν να ταξιδέψουν όλο και πιο γρήγορα. Τα χαρακτήριζε αυτή η οξυδέρκεια. Αντιλαμβάνονταν πρώτα από εκείνον, πως η άμμος σύντομα θα τελείωνε στο μπουκάλι  και δεν υπήρχε η δυνατότητα της επαναφοράς.

Μοναχικά και σχεδόν αυτιστικά, είχε περάσει κι ο ίδιος προς την έξοδο. Αυτή ήταν η Τέχνη του. Η δημιουργία και η παρακαταθήκη του στο σύμπαν : οι αναμνήσεις. Πήρε σιωπηλά το μολύβι να της καταγράψει. Έτσι για να ξαναθυμηθεί. Να ξαναζήσει το όνειρο. Να μην πάει χαμένο. Να έχει λόγο ο χρόνος. Εκεί προς το τέλος, πρέπει να υπάρχει λόγος, δικαιολογία και σκοπός.

Μα άφησε κάτω το μολύβι. Δεν ήταν για κείνον αυτά. Μ’ ένα μολύβι σχεδιάζεις όρια, χρησιμοποιείς κανόνες γραμματικής και τα ταξίδια αποκτούν σκοπό και δικαιολογίες, ορθή σύνταξη και ποιητικά αίτια. Δεν ήταν για κείνον τα μέρη του λόγου, οι γραμμές, τα σχέδια. Δεν χωρούσαν σε σελίδες όσα είχε δει και κάνει. Κι η μοναξιά του δεν μπορούσε να γίνει ανάγνωσμα για ένα φιλοθεάμον κοινό. Το έσπασε το μολύβι κι έμεινε στην πολυθρόνα να κοιτά από το παράθυρο.Ρ.Γ.



Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

 

Ο δόκτωρ Νικόλαος Αργυρός, διευθυντής του Παγκόσμιου Φόρουμ Υγείας, σηκώθηκε αργά εκείνο το πρωί από το κρεβάτι του. Ήταν τα γενέθλια του και η σύζυγος του είχε οργανώσει, όπως κάθε χρόνο, το ετήσιο πάρτι προς τιμήν του. Φέτος θα έκλεινε τα 127. Ήταν πολύ ικανοποιημένος με τα επιτεύγματα του. Είχε γεννηθεί έναν και κάτι αιώνα πριν. Στην ζωή του είχε γίνει μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεγονότων και αλλαγών. Σε πολλά από αυτά είχε ο ίδιος πρωταγωνιστήσει. Συνεπώς είχε κάθε λόγο να γιορτάζει αφού ακόμα ζούσε και διέπρεπε στον τομέα που είχε σπουδάσει κι εξελίξει.

Ο δόκτωρ Αργυρός, δεν ήταν απλά ένα μεγάλο στέλεχος του Φόρουμ Υγείας, του μεγαλύτερου κυβερνητικού οργανισμού στον κόσμο. Ήταν ο ιδρυτής και ο ιθύνων νους πίσω από την επιστήμη της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους. Οι μελέτες του στρέφονταν γύρω από την επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής αλλά και της αναπαραγωγής  σε προχωρημένη ηλικία. Ο κόσμος γύρω του είχε αλλάξει ριζικά και κύριος υπεύθυνος ήταν εκείνος και οι συνεργάτες του. Βέβαια, η ποιότητα ζωής είχε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που είχαν προκύψει μετά από την μεγάλη Πανδημία του κορονωιού, που είχε ξεσπάσει το 2019. Τότε ακριβώς, ήταν που είχε αρχίσει να καταρρέει με γρήγορους ρυθμούς και το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη, ύστερα από την ασύστολη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

Ήταν οι μελέτες και η έρευνα του δόκτορος, που είχαν φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της Πανδημίας και της ασφαλούς διατήρησης του ανθρώπινου είδους. Όλοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι του πλανήτη είχαν σωθεί χάρις στο εμβόλιο του. Δυστυχώς οι νεώτεροι δεν ανταποκρίθηκαν θετικά στην ανακάλυψη του με αποτέλεσμα να έχουν όλοι εξαφανισθεί. Την ημέρα των γενεθλίων του, στις 11 Ιανουαρίου 2137 ο παγκόσμιος πληθυσμός της Γης, αριθμούσε γύρω στα 80 εκατομμύρια υπερήλικες, οι οποίοι ζούσαν συγκεντρωμένοι   σε ότι είχε απομείνει από τις πάλαι ποτέ πέντε ηπείρους, στον υδάτινο πλέον πλανήτη. Μετά τις αλυσιδωτές εκρήξεις των ηφαιστείων της Νισύρου, της Σαντορίνης, της Αίτνας, του όρους της Αγίας Ελένης και όλων των μεγάλων ηφαιστείων του Ειρηνικού Ωκεανού, οι κατοικημένες και κατοικήσιμες εκτάσεις του πλανήτη είχαν συρρικνωθεί σημαντικά. Το ανθρώπινο είδος είχε δώσει μια σημαντική μάχη αλλά δεν τα κατάφερε. 

Οι επιβιώσαντες ζούσαν συγκεντρωμένοι, σε 7 τεράστιες πόλεις-θερμοκήπια στα υψηλότερα σημεία του εδάφους κι έτσι επιβίωναν. Η τεχνολογία για την διατήρηση της ζωής, είχε βασιστεί στις έρευνες του κορυφαίου Έλληνα γενετιστή, επιδημιολόγου και ανθρωπολόγου, δόκτορος Αργυρού. Όλοι στο πρόσωπο του αναγνώριζαν τον σωτήρα τους. Δυστυχώς είχαν χάσει τα παιδιά τους και η ζωή, όσο κι αν είχε επιμηκυνθεί, κάποια στιγμή θα έπαυε. Όδευαν αργά αλλά σταθερά προς την εξαφάνιση. Οι έρευνες τώρα επικεντρώνονταν στην αναπαραγωγή του είδους με τρόπους τεχνητούς. Ακόμα δεν είχαν όμως καταφέρει να κάμψουν την αντίσταση της φύσης. Τα πειράματα αποτύγχαναν το ένα μετά το άλλο. Ως ώρας είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν κλώνους που ενισχυμένοι με τεχνητή νοημοσύνη και επίσης τεχνητά μέλη του σώματος, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με ανθρώπους. Τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες, στρατιώτες ή υπηρέτες, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Οι τεράστιες πόλεις-θερμοκήπια με μεγαλύτερη το Παρίσι, είχαν όλες σημαιοστολιστεί για τον εορτασμό των γενεθλίων του ιδρυτή και σωτήρα τους. Τα μεγάφωνα δονούνταν από τις μελωδίες των επιτυχιών του 1970, 1980 και 1990, τότε που οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν περάσει την εφηβεία και τα νεανικά τους χρόνια. Αν κάποιος κοιτούσε γύρω του προσεκτικά θα έμοιαζε πως ο χρόνος είχε παγώσει στο τότε. Ακόμα και η μόδα στα ρούχα και στα κοσμήματα αλλά και στα χτενίσματα, ήταν επηρεασμένη από αυτές τις δεκαετίες. Οι υπερήλικες ζούσαν με τους ρυθμούς αυτούς κι αν και όλοι ήταν πάνω από 100 ετών, η εμφάνιση τους σε τίποτα δεν μαρτυρούσε την αληθινή ηλικία τους. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος στην επιδερμίδα τους. Εξωτερικά η ηλικία τους ήταν απλά ακαθόριστη. Με δέρμα τεντωμένο και λαμπερό χωρίς ρυτίδες ή κηλίδες θύμιζαν πλαστικές κούκλες παρά ανθρώπινα όντα. Η όραση και τα άλλα όργανα, λειτουργούσαν υποβοηθούμενα με σωστή φαρμακευτική αγωγή και πολλά χημικά σκευάσματα. Γενετικά η γήρανση είχε σταματήσει και ζούσαν διατηρώντας την ύπαρξη και βελτιώνοντας την εμφάνιση τους με πλαστικές επεμβάσεις.

Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ζωής, ήταν επόμενο να υπάρχει τεράστια αυστηρότητα. Τα απαιτούμενα μέτρα συντήρησης της ζωής, ήταν σκληρά και δεν άφηναν περιθώριο για πολλές ελευθερίες. Ο αέρας έξω από την πόλη ήταν τοξικός και όποιος προσπαθούσε να βγει, κατάφερνε να φτάσει μόνο μέχρι την τάφρο που περιτριγύριζε τις πόλεις, προτού πνιγεί από τα αέρια. Είχε θεωρηθεί απαραίτητη η κήρυξη της νέας μοναρχικής δημοκρατίας. Αυτή η νέα τάξη πολιτικής ελίτ, είχε επιβάλει την παρουσία της και κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέσα από το Παγκόσμιο Φόρουμ Υγείας. Οι ιθύνοντες ήταν επιστήμονες και η αρχηγική ηγετική μορφή ήταν ο ίδιος ο Δόκτωρ Αργυρός. Σε κάθε πόλη-θερμοκήπιο, είχε οριστεί ένα επιστημονικό συμβούλιο που καθόριζε τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα. Πέρα από τους κλώνους, κανείς δεν υπήρχε να καλλιεργήσει την γη και κυρίως τρέφονταν με χημικά τρόφιμα. Λόγω έλλειψης νέων ανθρώπων καινοτομία και πρωτοπορία δεν υπήρχε. Είχαν όλα στεγνώσει. Το μοντέλο διαβίωσης δεν ήταν συντηρητικό παρ’ όλα αυτά. Αστυνομία δεν υπήρχε καθώς δεν υπήρχε έγκλημα. Ο νέος κόσμος ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα όσων είχαν επιβιώσει.

Υπήρχαν, όμως, άσχημες φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πιο νέους από τους επιζήσαντες. Ψιθύριζαν πως ο δόκτορας και η ομάδα του είχαν βίαια εξαλείψει τις φωνές διαμαρτυρίας των νεότερων. Η απειθαρχία τους είχε παταχθεί εξαρχής. Χαμηλόφωνα διέδιδαν πως ενώ είχε βρεθεί θεραπεία για τον ιό στους νεώτερους, είχε μείνει κρυφή η έρευνα και τελικά καταστράφηκε, όταν οι νέοι είχαν αντισταθεί στην δημιουργία της νέας τάξης πραγμάτων. Πολλοί μιλούσαν για αιματηρά επεισόδια και αιματηρές τιμωρίες για όσους δεν συμφωνούσαν. Κάθε αντίσταση και κάθε επαναστατική κραυγή είχε καταπνιγεί. Οι γηραιοί δεν δέχονταν με τίποτα να χάσουν τα ηνία. Φήμες που όλο κι ελαττώνονταν, έκαναν λόγο για ένα στρατό κλώνων που είχε εξολοθρεύσει κάθε νεανικό θύλακα αντίστασης μέσα στις πόλεις – θερμοκήπια. Καθώς ο χρόνος περνούσε και κάθε απόδειξη διαγραφόταν από την συλλογική μνήμη των ανθρώπων, οι γηραιοί εδραίωναν την εξουσία τους. Έτσι, σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου του σωτήριου έτους 2137, στα γενέθλια του ηγέτη και σωτήρα τους, όλοι είχαν ένα λόγο να γιορτάζουν, έχοντας διαγράψει εντελώς από την μνήμη τους τις απώλειες παιδιών και συγγενών κι έχοντας κρατήσει την πολύτιμη επιβίωση τους στην πλαστική συσκευασία της συντήρησης όπου και διαβίωναν.

 

Εκείνη την Κυριακή ο Κώστας ξύπνησε από την έντονη ακτινοβολία του ήλιου. Ζούσε σε μια μικρή παραγκούπολη κρυμμένη στην παχιά βλάστηση του Παρνασσού. Μαζί του υπήρχαν και είκοσι περίπου οικογένειες Ελλήνων που είχαν μείνει εκτός των πόλεων-θερμοκηπίων και ζούσαν σαν αγρίμια, κρυμμένοι στις σπηλιές του όρους, εκεί που στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής του 1940, οι κάτοικοι της Αράχοβας έκρυβαν τα μικρά παιδιά για να μην τα βρουν οι Γερμανοί και τα σκοτώσουν.

Ο Κώστας σηκώθηκε από το πρόχειρο κρεβάτι του και τεντώθηκε νωχελικά. Το μάτι του έπεσε, όπως κάθε πρωί στην σκουριασμένη και μισοκατεστραμμένη διαφημιστική πινακίδα, απέναντι από το στρογγυλό παράθυρο του. Χρόνια πολλά πριν, από εκεί περνούσε ο αυτοκινητόδρομος που οδηγούσε στους Δελφούς. Τώρα δεν είχε μείνει παρά πυκνή βλάστηση και τα κατεστραμμένα ίχνη της ανθρώπινης παρέμβασης. Ότι ανθρώπινο είχε καταστραφεί και η θάλασσα έφτανε μέχρι το μαντείο των Δελφών  έχοντας πνίξει τα πάντα. 

Η πινακίδα διαφήμιζε το τελευταίο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα της δεκαετίας του 2020, Κλωντ Μορρίς. Ότι είχε απομείνει από τον τίτλο του βιβλίου έγραφε: «Ζήσε την στιγμή» και παρότρυνε τους περαστικούς αλλά και τον Κώστα με τους γείτονες του να επιμένουν. Βέβαια οι στιγμές του Μορρίς και οι στιγμές του Κώστα είχαν μεγάλη διαφορά. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια όμορφη συμβουλή.

Γενικά οι λιγοστοί Έλληνες που κατοικούσαν στις σπηλιές και στις παράγκες του Παρνασσού, είχαν διατηρήσει τις κτηνοτροφικές συνήθειες των προγόνων τους. Στα εναπομείναντα όρη της Ελλάδας, ο χρόνος είχε μείνει στάσιμος. Από την κλασσική αρχαιότητα του Περικλή μέχρι το σκοτεινά μοναχικό 2137 όλα γίνονταν με τον ίδιο τρόπο. Οι τρομερές πόλεις θερμοκήπια είχαν φτάσει στ’ αυτιά των κατοίκων. Παλιότερα μια ομάδα είχε ξεκινήσει να πάει σε μια από αυτές. Συγκεκριμένα είχαν αποπειραθεί να φτάσουν στο Παρίσι που τώρα πια βρισκόταν κοντά στην οροσειρά των Άλπεων καθότι όλα τριγύρω είχαν πλημυρίσει. Είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο άντρο των ηλικιωμένων, πιστεύοντας πως θα γίνονταν δεκτοί με χαρά από τον διάσημο συμπατριώτη τους γιατρό που είχε σώσει την ανθρωπότητα.

Αρχικά όλα έδειχναν θετικά. Αφού τους έβαλαν σε σαρανταήμερη καραντίνα, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τους τακτοποίησαν σε μια άκρη της πόλης τους. Θα περίμενε κανείς πως οι λιγοστοί πιονιέροι τριαντάρηδες που είχαν καταφέρει να έρθουν στο Παρίσι θα γίνονταν θέμα συζήτησης κι όλοι θα ήθελαν να βγουν να ψάξουν και για άλλους νέους. Γρήγορα η ελπίδα διαψεύστηκε. Το συμβούλιο τους έκρυψε καλά σε έναν σκοτεινό συνοικισμό και γρήγορα κανείς δεν μιλούσε για αυτούς. Δεν μπορούσαν να βγούνε στους δρόμους με τους άλλους κατοίκους. Ούτε τους επιτρεπόταν να εγκαταλείψουν τα όρια της γειτονιάς τους. Όποιος είχε τολμήσει να βγει είχε πέσει σε θανατηφόρα παγίδα. Εγκλωβισμένοι εκεί έγιναν αντικείμενα πειραμάτων και δοκιμών. Γρήγορα κατάλαβαν πως δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτοι και θέλησαν να απελευθερωθούν. Ο στρατός των κλώνων έπαιξε τον ρόλο του ως άρμοζε σε στρατό και αφού τους έκλεισαν σε εργαστήρια για να τους γονιμοποιήσουν και να σώσουν το είδος τους άρχισαν τα πειράματα. Τα παιδιά που δημιουργήθηκαν είχαν γενετικές ανωμαλίες και πέθαιναν νωρίς. Σε λίγο καιρό δεν έμεινε κανένας από την αρχική ομάδα που είχε φτάσει στο Παρίσι και θέλησε να ζήσει εκεί.

Νιώθοντας να απειλείται η θέση και η κατάσταση ζωής που είχε δημιουργήσει ο δόκτωρ Νικόλαος Αργυρός αποφάσισε πως η παλιά ρήση «τόπο στα νιάτα» ήταν απαράδεκτη. Με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε να συλλάβει και να θανατώσει όσους ζούσαν εκτός των τειχών και είχαν καταφέρει αν επιβιώσουν χωρίς την αρωγή του.  Στρατοί από κλώνους ξεχύθηκαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, προσπαθώντας να ξετρυπώσουν τους επιζώντες. Τα νέα έφταναν αργά στους οικισμούς που ζούσαν χωρίς ηλεκτρισμό και τεχνολογία. Μα έφταναν με την μορφή προφορικού λόγου και εξιστορήσεων των τραγικών συμβάντων. Πολλοί θύλακες είχαν ανακαλυφθεί και οι κάτοικοι τους είχαν θανατωθεί βίαια από τους κλώνους. Σε πολλά μέρη η θάλασσα είχε βαφτεί κόκκινη από το αίμα των νεκρών νέων. Ο Παρνασσός είχε μείνει κρυφός προς το παρόν.Ο Κώστας και οι συμπατριώτες του κατάφερναν να ξεγελάνε τους κλώνους τόσο καιρό τώρα.

Εκείνη την Κυριακή του 2137, μπήκε απότομα μέσα στο δωμάτιο του ο φύλακας Λάιος μεταφέροντας μήνυμα από τον οικισμό του Σουλίου. Οι νέοι που ζούσαν στο παλιό μοναστήρι στην ρίζα του ιστορικού βράχου είχαν πάρει μια απόφαση. Αντίσταση οργανωνόταν από Έλληνες και Βαλκάνιους επιζώντες. Είχαν μαζέψει έναν μικρό στρατό που αποφάσισε επιτεθεί στο αποστειρωμένο κατεστημένο των ηλικιωμένων. Νέοι επαναστάτες από τα Ουράλια, τον Καύκασο και το Αραράτ ξεκινούσαν από τα όρη τους να καταλάβουν τις πόλεις. Δεν θα επέτρεπαν άλλο στους κλώνους να επιτίθενται και να τους αποδεκατίζουν. Είχε φτάσει η ώρα να αντισταθούν. Η σπίθα της ζωής και της δημιουργίας έπρεπε να επιζήσει. Τα σαθρά, πολυκαιρισμένα απομεινάρια έπρεπε να εκλείψουν πια. Η ανθρωπότητα ζητούσε να επιβιώσει. Ο αποκλεισμός και η καταπίεση και η απαξίωση και ο όλεθρος που σκορπούσε το κατεστημένο των ηλικιωμένων, έπρεπε να εξαφανιστούν. Η ώρα της Επανάστασης είχε φτάσει. Σήμερα ήταν η μέρα να οργανωθεί και να εκτελεστεί η δολοφονία του δικτάτορα ηγέτη των κλώνων. Πρώτα θα τον σκότωναν κι έπειτα θα έπαιρναν πίσω την ζωή που τους στέρησε. Την τεχνογνωσία και την ευημερία που δικαιωματικά τους ανήκαν.

Γιατί οι νέοι ήταν η ελπίδα της γης. Η διαιώνιση του είδους και η νίκη εναντίον του παρελθόντος. Με τα αρχαία όπλα τους και την σπίθα της ζωής αλλά και την εξυπνάδα και την ικανότητα να επιβιώνουν και να παλεύουν με αντιξοότητες ξεκίνησαν να επιτεθούν στις πόλεις-θερμοκήπια. Εκεί που κάποτε διατηρήθηκε η στρεβλή νοοτροπία πως ο άνθρωπος είναι το κυρίαρχο ον του πλανήτη κι αν ήθελε του επιτρεπόταν να τον καταστρέψει μαζί με τα ίδια τα παιδιά του, προκειμένου να ζήσει εκείνος όπως κι αν ήταν. Η ανθρωπότητα άξιζε μια καλύτερη τύχη. Η νέοι είχαν την απόφαση και ξεκίνησαν να διεκδικήσουν την ζωή τους πίσω.

 

Η ομάδα του Παρνασσού και του Σουλίου ενώθηκαν λίγο έξω από τα παλιά σύνορα της Ιταλίας με την Αυστρία. Είχαν σχεδόν φτάσει έξω από τα όρια του θερμοκηπίου. Μέσα στον θόλο μπορούσαν να διακρίνουν λουλούδια και χρώματα απίστευτα. Μοντέρνα, λαμπερά και γυάλινα κτίρια και δρόμοι πολλών λωρίδων χωρίς οχήματα να τους διασχίζουν, φαίνονταν από όπου κι αν κοίταζες. Η ευημερία και η ξεγνοιασιά ήταν έκδηλα στοιχεία της ζωής των κατοίκων του θερμοκηπίου. Ο Κώστας ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ένιωσε απίστευτα αδικημένος και λεηλατημένος από όσα του αναλογούσαν στην ζωή. Θυμόταν την μητέρα και τον πατέρα του που τον μεγάλωναν με τα στοιχειώδη, χωρίς ανέσεις κι ευκολίες. Αναλογιζόταν όλες τις στιγμές που οι γονείς του καταβεβλημένοι από τον καθημερινό κάματο της επιβίωσης δάκρυζαν νικημένοι λίγο πριν την «Καληνύχτα» και το γλυκό φιλί στα δυο τους παιδιά. Αυτό τον θύμωνε και τον πείσμωνε περισσότερο. Εκείνοι είχαν στερηθεί τα πάντα και ζούσαν σαν αγρίμια, κυνηγημένοι ενώ βλέποντας την ευμάρεια που επικρατούσε μέσα στην πόλη θερμοκήπιο, ο Κώστας καταλάβαινε πως υπήρχε άπλετος χώρος και για όλους όσους ζούσαν εκτός των τειχών. Αν υπήρχε καλή θέληση όλοι χωρούσαν να συμβιώσουν. Η ζωή έξω από τα θερμοκήπια ήταν δύσκολη αλλά υπήρχε. Οι κάτοικοι των πόλεων αγνοούσαν την ύπαρξη των νέων εκτός των τειχών.  Μόνο ο ηγέτης τους γνώριζε. Με εγκληματική δράση εναντίον του μέλλοντος της ανθρωπότητας, ο «σωτήρας» της είχε αποφασίσει να υπερασπιστεί το έργο του και να θανατώσει την φυσική εξέλιξη του είδους του.

Ο Κώστας στεκόταν έξω από την τάφρο. Η βασική δυσκολία του εγχειρήματος των νέων ήταν να περάσουν από τα τοξικά αέρια που ψέκαζαν κάθε εισβολέα. Οι κλώνοι στέκονταν παρατεταγμένοι σε τρεις σειρές ακριβώς έξω από την μεγάλη τάφρο. Αν κατάφερνες να περάσεις μέσα από την δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της τάφρου σε περίμεναν πάνοπλοι, μηχανικοί στρατιώτες με τα δάχτυλα στην σκανδάλη. Τα όπλα των νέων ήταν πρωτόγονα μπροστά στα εξελιγμένα τεχνολογικά αυτόματα όπλα των κλώνων. Ο Κώστας σκεφτόταν έντονα κρυμμένος πίσω από τις συστάδες της πυκνής βλάστησης που περιτριγύριζε την πόλη. Εδώ χρειαζόταν ένας καινούριος «Δούρειος Ίππος» να αποπροσανατολίσει τους κλώνους και την προσοχή τους, ώστε να μπουν οι νέοι στην πόλη. Η τύχη του χαμογέλασε στο πρόσωπο του πρεσβευτή του Τόκιο που έφτανε εκείνη την ώρα με την πολυπληθή  συνοδεία του, επίσημος προσκεκλημένος του δόκτορος Αργυρού για τον εορτασμό των γενεθλίων του. Με τόλμη κι αποφασιστικότητα οι νέοι του Παρνασσού και του Σουλίου κατέλαβαν τα οχήματα της συνοδείας και κρύφτηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους του πρεσβευτή. Έτσι πέρασαν την δηλητηριώδη τάφρο και μπήκαν στην πόλη.

Οι εορτασμοί είχαν ξεκινήσει και οι νέοι επαναστάτες κοιτούσαν τριγύρω με δέος για την ομορφιά και την υπεροχή της αναπτυγμένης πόλης. Η πολυτέλεια και τα τεχνολογικά επιτεύγματα φάνταζαν απίστευτα στα μάτια των νέων. Στο βάθος του δρόμου εκεί που άνοιγε σε μια καταπράσινη πλατεία είχε στηθεί η εξέδρα με τα μπαλόνια και τα σημαιάκια για την μεγάλη γιορτή. Κι εκεί πάνω στο τεράστιο βάθρο στεκόταν ο ίδιος ο Δόκτορας Νικόλαος Αργυρός, υπέρλαμπρος και καλοντυμένος, έτοιμος να σβήσει τα κεριά της τριώροφης τούρτας του.  Ακριβώς εκείνη την στιγμή που τα μεγάφωνα έπαιζαν δυνατά την επιτυχία “I will survive” οι νέοι πέταξαν από πάνω τους τα χρυσά ρούχα των Ιαπώνων κι εμφανίστηκαν στην μέση της πλατείας οπλισμένοι με λίγες σφεντόνες και δόρατα ντυμένοι όπως οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοι. Με δυνατή φωνή όλοι μαζί κραύγασαν: «Παρνασσός». Οι συνδαιτυμόνες και όλοι οι καλεσμένοι απομακρύνθηκαν και σταμάτησαν να μιλάνε και να γελούν. Τους κοιτούσαν με περιέργεια και απορία. Δεν είχαν ξαναδεί νέους ανθρώπους πιο πριν. Ο δικτάτορας γούρλωσε τα μάτια του χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε μπροστά του. Έκανε να καλέσει τους κλώνους αλλά δεν μπορούσε. Θα έπρεπε να πυροβολήσει και τους υπόλοιπους συνομηλίκους του.

Ο κόσμος περιτριγύρισε τους νέους και λαμπερά χαμόγελα φώτισαν τα πρόσωπα τους. Η ελπίδα  για την νέα ζωή ζωγραφίστηκε στα μάτια τους. Ο καθένας τους έβλεπε τα παιδιά που είχε χάσει στα πρόσωπα των νέων τούτων ανθρώπων. Οι γυναίκες έτρεξαν να τους αγκαλιάσουν. Δάκρυα χαράς κι ευτυχίας πλημύρισαν τα γέρικα στήθη. Ο δόκτωρ Αργυρός δεν μπορούσε πια να κρύψει την αλήθεια από τον λαό του. Οι στενοί συνεργάτες του που γνώριζαν την αλήθεια έσπευσαν να κρυφτούν. Τώρα στεκόταν απόλυτα μόνος του απέναντι από τους «επαναστάτες». Η φρουρά των κλώνων έκανε τις απαραίτητες κινήσεις και κύκλωσε τον θύλακα των νέων. Μα η ίδια η σύζυγος του Αργυρού με δάκρυα στα μάτια κατέβηκε από το βάθρο και αγκάλιασε τον Κώστα. Στο πρόσωπο του έβλεπε τον αδικοχαμένο γιο της και τρέμοντας από θυμό και απογοήτευση, στάθηκε απέναντι από τον κραταιό σύζυγο της και του είπε: «Γνώριζες λοιπόν; Και τι έκανες τόσο καιρό για τα παιδιά τούτα;» Ο Αργυρός έμοιαζε κέρινος τώρα. Η έκφραση του προσώπου της γυναίκας του ήταν ότι χειρότερο για εκείνον. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και σωριάστηκε στο έδαφος. Κανείς δεν έτρεξε κοντά του. Οι νέοι είχαν νικήσει χωρίς καν να χρειαστεί να χυθεί σταγόνα αίμα. Η αλήθεια είχε βρει τον δρόμο να λάμψει. Μια καινούρια ζωή άρχισε να δείχνει πως ήταν δυνατό να δημιουργηθεί. Με δικαιοσύνη και ισονομία και με σεβασμό στον Άνθρωπο και στην Φύση. Η καινούρια μέρα για την ανθρωπότητα είχε ανατείλει στις 11 Ιανουαρίου 2137 την ημέρα των γενεθλίων του σωτήρα αλλά και δυνάστη του ανθρώπινου είδους.Ρ.Γ.




Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΓΕΝΝΗΘΕΊΣΑ ΤΟ 1970



Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς.
Υποχρεώσεις πολλές
και δικαιώματα κερδισμένα.
Εμείς μεγαλώσαμε κάπως φοβισμένοι.
Χωρίς αυτοπεποίθηση.
Κι αυτήν την διεκδικήσαμε.
Δεν μας τάισε κανείς εγωισμό
ούτε αδιαφορία.
Εκτιμούσαμε τους κόπους των άλλων
και υποχρεωτικά σεβόμασταν τον γεροντότερο.
Καμιά φορά δεν άξιζε ο γεροντότερος
παρ' όλ' αυτά τον σεβόμασταν.
Δεν μπορούσες να μιλήσεις στον οικοδόμο με απαξίωση
ας μην ήξερε τριγωνομετρία.
Ούτε καν στον διακονιάρη δεν μιλούσες άσχημα.
Ακόμα κρατάμε μια δυσκολία στην απόρριψη των άλλων
ακόμα απορούμε με την υποκρισία
ακόμα δεν μπορούμε να εξαπατήσουμε κανέναν
κι ακόμα δεν μιλάμε όταν μας προσβάλει ο κάθε "δήθεν".
Καταπιέσαμε την αυτοπεποίθηση
εξορίσαμε την αξία μας
δώσαμε την θέση μας στο τρόλεϊ σε κάποιον άλλο
κι ας είμαστε εμείς κουρασμένοι.
Υπακούσαμε σε οδηγίες και κατευθύνσεις.
Ευτυχισμένοι δεν ξέρω αν γίναμε,
από συνέπειες ποτέ δεν γλυτώσαμε
ίσως πληρώσαμε και των εκάστοτε υπαιτίων το τίμημα.
Είμαστε μια γενιά με φτερά κομμένα
μια γενιά που όλοι προσπέρασαν.
Όσοι επέζησαν από ναρκωτικά κι ατυχήματα
ζούμε με απορία σ' ένα κόσμο χωρίς καμιά αξία
που δεν τηρεί τίποτα απ αυτά που διδάσκει
σ' ένα κόσμο που λατρεύει το χάος
κι ευδοκιμεί στην υπερφίαλη δόξα του πρόσκαιρου.
Μα είμαστε νικητές γιατί κρατήσαμε την ψυχή μας ατόφια.
Μείναμε πιστοί στο όνειρο μας
και το κυνηγήσαμε.
Είμαστε οι τελευταίοι αληθινά ονειροπόλοι.
Αυτοί που ζουν με ελπίδα στο όνειρο.
Και στα παιδιά μας, σας ορκίζομαι,
όσο ζω και υπάρχω
θα παλεύω ν' αφήσω έναν κόσμο πιο δίκαιο.Ρ.Γ



Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.


Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΗ

 

Έγραφε ποιήματα με υλικά ταπεινά
άναρχες λέξεις
απροσάρμοστες έννοιες
τυπογραφικά λάθη
και χωρίς ορθογραφικό έλεγχο.
Τα στόλιζε με συναίσθημα
με αλήθεια
με εντιμότητα.
Τα έγραφε σε χαρτιά λευκά
και κίτρινα
με γραμμές ή σκέτα.
Κι έπειτα τα έστελνε σε φίλους.
Κάποτε της είπαν να τα πουλήσει
μα δεν μπορούσε να βάλει
μια σωστή τιμή στην ψυχή της.
Έμειναν αδιάθετα
Απούλητα
"Ασύμφορο το χόμπι σου"
της φώναξαν
Μα εκείνη δεν άκουσε
Είχε αυτιά μόνο σ' ότι της ψιθύριζε
η καρδιά της. Ρ.Γ.


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ (ΑΛΛΑΓΕΣ)

 
Το αγαπημένο μου κραγιόν είναι το νούμερο εξήντα, της Σανέλ. Περιμένω κάθε χρόνο την Άνοιξη να το φορέσω. Φέτος δεν ήρθε. Άδικα περίμενα όλη τη χρονιά. Η Άνοιξη απαρνήθηκε τους ανθρώπους. Για την υπόλοιπη φύση όλα βαίνουν κανονικά. Προγραμματισμένα. Προβλέψιμα.

Τα έλλογα όντα, μόνο, αναστείλαμε προς το παρών  την έλευση της εποχής,  στις κοινωνίες μας. Ήρθε  η πανδημία. Ντυθήκαμε όλοι με μάσκες και γάντια μιας χρήσης. Λουζόμαστε στο απολυμαντικό και δεν τολμάμε να μιλήσουμε σε άνθρωπο μην και κολλήσουμε τον ιό. Από πού να τρυπώσει η Άνοιξη στη ζωή μας;

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Ρίχνω πάνω μου μια ρόμπα και γυροφέρνω στα σαράντα τετραγωνικά του σπιτιού μου, σέρνοντας τις πάνινες παντόφλες μου. Έχω απολυμάνει και την παραμικρή του γωνία. Μυρίζει σαν νοσοκομείο.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Κοιτάω τηλεόραση. Περιμένω την μεγάλη είδηση για το φάρμακο και δεν έρχεται. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Χαιρετώ την κυρία Μυρτώ απέναντι. Παράξενο. Δεν μου φαίνεται πια ξινή και απόμακρη. Η ηλικιωμένη και ατημέλητη γειτόνισσα μου, σε τίποτα δεν θυμίζει την πρύτανη της Φιλοσοφικής από την προηγούμενη καθημερινότητα. Άρχισα να την συμπαθώ τις τελευταίες εβδομάδες. Ίσως που η κοινή μας μοίρα απάλυνε τις γωνίες της επηρμένης εγωπάθειας που ροκάνιζε τις σχέσεις μας στην προ πανδημίας εποχή.

Με ενοχλεί αυτή η ησυχία. Τόσες ώρες χαμένες από τη ζωή μου. Αναπολώ το παρελθόν μέσα από τις φωτογραφίες. Τις οργάνωσα όλες από την αρχή. Πενήντα χρόνια ζωής χώρεσαν σε δέκα άλμπουμ. Ακριβώς δέκα.

Μετράω την θερμοκρασία μου διαρκώς. Ανακαλύπτω ολοένα πως έχω κάποια συμπτώματα.  Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Δεν έχει καμιά σημασία. Κατάθλιψη; Όχι. Δεν έχω.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και βάφομαι με ανοιξιάτικα   χρώματα. Νιώθω καλύτερα σήμερα. Ζωή σε παύση. Αδημονώ να πατήσω πάλι το “play”. Ποιος θα μου επιστρέψει τον χρόνο μου πίσω;

Μόνη. Δούλευα δώδεκα ώρες τη μέρα. Τα βράδια πάντα έπαιρνα τηλέφωνο την Νίτσα από το λογιστήριο να κουτσομπολέψουμε. Έχω να της μιλήσω από τότε που άρχισε η καραντίνα. Τι να πούμε;

Όλα απομακρύνθηκαν. Σαν να είμαι μια άλλη. Με έχασα ξαφνικά. Αλάργεψε ο προηγούμενος μήνας. Η ζωή μου όλη. Κοιτώ τις στιγμές απ’ τα άλμπουμ. Δεν τις καλοθυμάμαι.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Προσπαθώ να επιβιώσω χωρίς να μπορώ να ζήσω. Νιώθω ανέτοιμη να νικηθώ από ένα μονοκύτταρο οργανισμό. Είναι πολλά που θέλω να κάνω ακόμα. Φορές ακούω μόνο τις ανάσες μου. Και χαμογελώ από ευτυχία. Απορώ με εμένα που χαίρομαι με κάτι που πριν το θεωρούσα απλά  δεδομένο.  Ανάσες.

Κοιμάμαι. Και φορές, θαρρώ, δεν ξυπνάω. Ρ.Γ.


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ




Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.
~Ρ. Γέρου~ Φωτογραφία : ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Η Κατάληψη


Εμένα τα νεοκλασικά σπίτια, μου θυμίζουν βαρετές επισκέψεις και παιχνίδια στις αυλές τους. Με έπαιρνε μαζί της η μάνα να πάμε για τσάι στης κυρίας Καραφύλη. Ήταν μια αρχαία κυρία με κατάλευκα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο της βαθιές κι ανελέητες. Τα ρούχα της προσεγμένα και μουντά και φορούσε πάντα μια λαμπερή καρφίτσα στο στήθος. 
Φοράγαμε τα καλά μας να πάμε στην επίσκεψη. Μου άρεσε το σπίτι. Ήταν μεγάλο και προσφερόταν για ατέλειωτες εξερευνήσεις. Τα ταβάνια είχαν ζωγραφιές. Και τα πόμολα στις τεράστιες πόρτες ήταν σκαλιστά σαν λουλούδια. Μύριζε ανθόνερο όλο το σαλόνι. Τα πατώματα ήταν παλιά και τρίζαν. Δεν μπορούσα καθόλου να τρέξω γιατί τα μεγάλα σανίδια έκαναν θόρυβο. 
Μου άρεσε να τρώω τα μπατόν σαλέ και τα λογής σοκολατάκια από την λουλουδάτη πιατέλα. Είχε και κέηκ πάντα και μπισκότα με πολλές γεύσεις. 
Η κυρία Καραφύλη δεν είχε παιδιά. Έπρεπε να κάνω ησυχία. 
Όταν εκείνη πέθανε το αρχοντικό της το πήραν κάτι ανήψια της. Δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν και άρχισε να καταρρέει.  Περνούσα απ' έξω βιαστική για τη δουλειά, το κοιτούσα και βούρκωνα. Σκεφτόμουν πόσο υπέροχο θα ήταν να το μετέτρεπε κάποιος σε γκαλερί ή σε βιβλιοθήκη ή ένα χώρο για συγγραφείς και ποιητές να μαζεύονται και να πίνουν τσάι ή καφέ και να μιλάνε. 
Μια μέρα είδα ένα πανό να κρέμεται από την μπροστινή βεράντα. Έγραφε "ΚΑΤΑΛΗΨΗ". Λεπτοί νέοι άνθρωποι με μακριά μαλλιά μπαινόβγαιναν στη σάλα της κυρίας Καραφύλη ανενόχλητοι. Ευτυχώς δεν ζούσε να τους δει. Θα πάθαινε συγκοπή. 
Έμεινε έτσι για χρόνια. Κλειδωμένο. Ρημαγμένο. Έρημο. Έρμαιο των επαναστατημένων νεαρών που το έτρωγαν σοβά τον σοβά και ζωγράφιζαν ακατάληπτα συνθήματα στους τοίχους του. Μύριζει μούχλα το σαλόνι πια και ούρα ανθρώπινα. Περιττώματα ποντικιών και σύριγγες ναρκομανών σκόρπιες στα παλιά σανίδια, κάνουν ένα φοβερό θόρυβο με την σιωπή τους. Οι βαριές κουρτίνες που είχε φέρει ο προπάππους της κυρίας Καραφύλη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έχουν ξεφτίσει και κρέμονται σε τσόλια.  
Μια μέρα ήρθε μια ομάδα αστυνόμων. Έδιωξαν τους επαναστάτες. Ίσως να έφυγαν και μόνοι τους. Είχαν μεγαλώσει άλλωστε πολύ. Μερικοί φορούσαν πουκάμισα λευκά και οδηγούσαν ακριβά αμάξια. Η Κατάληψη είχε λήξει. 
Το παλιό αρχοντικό, χάσκει ξεχαρβαλωμένο πια στην άκρη του δρόμου. Μόνο το πανό που γράφει "ΚΑΤΑΛΗΨΗ"  έχει μείνει μισοκρεμασμένο. Το δέρνουν οι άνεμοι και η βροχή. Τα παράθυρα σφαλισμένα με τάβλες καρφωμένες απ' έξω. 
Μα εκείνο το περίτεχνο ακροκέραμο στην κορυφή της όμορφης στέγης, στέκει αγέρωχο με στραμμένο το βλέμμα στον δρόμο του κάστρου. Περιμένει λες κάτι, κάποιον να γυρίσει να το δει. Να ζηλέψει την ομορφιά του και να σκεφτεί πως τόση αξιοσύνη ξόδεψε ο παλιός ο μάστορας για τούτο το ταπεινό ακροκέραμο. Ίσως είναι ώρα να αγκαλιάσει κάποιος και το υπόλοιπο σπίτι. Να το κάνει καταφύγιο της Τέχνης . Σχολείο και ναό της εκπαίδευσης . Να το αξιοποιήσει αντί να το γκρεμίσει. 
Πόσο ακόμα θα περιμένει; 
~Ρένα Γέρου~ Φωτογραφία :από τον Dionysis Anninos στο 
 · Explore Dionysis Anninos' photos on Flickr