Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΥΡΙΟ #Ελπίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΥΡΙΟ #Ελπίδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΕΞΕΙΣ


Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.   Ρ.Γ.



Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΩΤΟ

 


 

Κάθε χρόνο, παραμονή του Ευαγγελισμού, το παγωτατζίδικο Special απέναντι από το Lesvos market, είχε την τιμητική του. Ήταν, βλέπεις, το παιδικό μας έθιμο, μετά την παρέλαση να περνάμε από εκεί για να κεραστούμε με τις δυο δραχμές μας, ένα παγωτό από κείνα τα αφράτα, τα στριφογυριστά, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα. Κρατούσε το χωνάκι κάτω από την «βρύση» του μηχανήματος, ο παγωτατζής, κι εκείνο έτρεχε παχύρευστο και νόστιμο πάνω στην κωνική βάφλα, που εκείνος κουνούσε επιδέξια και το γέμιζε με το πολυπόθητο γλυκό. Μετά την παρέλαση το μικροσκοπικό μαγαζάκι του γέμιζε με «ευζωνάκια» και «Αμαλίες» που στριμώχνονταν χαριτωμένα για να φάνε συνήθως στα κρυφά από τις μανάδες, το παγωτό. Ήταν το πρώτο παγωτό της χρονιάς και ο διαγωνισμός ανάμεσα σ’ όλους εμάς, την «παπαλίνα» ξεκινούσε από την 25η Μαρτίου μέχρι το πρώτο κουδούνι του Σεπτέμβρη, όταν, έχοντας μετρήσει κάθε παγωτό δηλώναμε ευτυχισμένοι τον αριθμό που είχαμε κατακτήσει καταναλώνοντας λογής παγωτά στην διάρκεια του καλοκαιριού.  Νικητής πάντα ήταν ο  Αποστόλης, που  έβγαζε ένα τεράστιο τριψήφιο νούμερο κοντά στο πεντακοσάρι.

Ήταν εκείνη η μέρα, η συνήθως ηλιόλουστη, που σήμαινε την αρχή σχεδόν της υπέροχης αναμονής για το κλείσιμο του σχολείου και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Από εκεί και μετά ο χρόνος άρχιζε να μετρά αντίστροφα και οι διακοπές και τα παιχνίδια στα «Τσαμάκια» και στ’ «Απελή» όλο και πλησίαζαν. Μαζί με εμάς που ξαμολιόμασταν ανέμελοι στα στενά της Μυτιλήνης ακόμα ντυμένοι με τις φορεσιές μας και χαχανίζοντας δυνατά και μιλώντας με τις κελαρυστές φωνές μας γεμάτοι σχέδια και φαντασία για νέα παιχνίδια και διασκέδαση σε αλάνες και οικόπεδα άχτιστα τότε ακόμα, ήταν και τα χελιδόνια, άρτι αφιχθέντα από τις ακτές της Αφρικής και γεμάτα ευτυχία, σαν εμάς ακριβώς, για την καινούρια χρονιά που ξεκινούσε. Πετούσαν ανέμελα σε χαμηλές πτήσεις μετέχοντας κι αυτά στο αυτοσχέδιο γλέντι μας.

Γιατί, ναι, του Ευαγγελισμού ήταν για τα παιδιά και τα χελιδόνια, μια Πρωτοχρονιά μέσα στην μέση της χρονιάς που είχε ξεκινήσει τον Γενάρη. Μα πάνω απ’ όλα γιόρταζε η Πατρίδα τον ξεσηκωμό της και την Ελευθερία. Πιο συμβολικό και μεγαλύτερη ταύτιση δεν μπορούσες να βρεις. Όλα άρχιζαν εκείνη την ημέρα. Όλοι κι όλα απελευθερώνονταν. Οι Έλληνες από τους Τούρκους. Η φύση από τον χειμώνα. Τα παιδιά από τα διαβάσματα. Και τα χελιδόνια. Κυρίως αυτά, από το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Όλα έφταναν στον προορισμό τους. Όλες οι δυσκολίες, οι θυσίες κι οι αγώνες έμοιαζαν εκείνη την ημέρα, απόλυτα δικαιωμένα. Κι αυτή η  γεύση του παγωτού βανίλια, ερχόταν να δώσει  γλύκα στην όλη διαδικασία. Σαν επιστέγασμα κι επιβράβευση για τα όσα κατακτήθηκαν με δυσκολία. Θαρρώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, μπορούσα να δω του ήρωες του ’21, όπως τους έδειχναν τα κάδρα στις σχολικές μας αίθουσες, να χαμογελάνε ικανοποιημένοι. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές είχαν θυσιαστεί και εκείνοι. Να μπορούμε εμείς οι πιτσιρικάδες απόγονοι, να τρέχουμε ξέγνοιαστοι στα στενά της «Κουμιδιάς» και να γευόμαστε την γεύση της Ελευθερίας στο πρώτο  παγωτό.  Ρ,Γ.



Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

ΓΕΝΝΗΘΕΊΣΑ ΤΟ 1970



Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς.
Υποχρεώσεις πολλές
και δικαιώματα κερδισμένα.
Εμείς μεγαλώσαμε κάπως φοβισμένοι.
Χωρίς αυτοπεποίθηση.
Κι αυτήν την διεκδικήσαμε.
Δεν μας τάισε κανείς εγωισμό
ούτε αδιαφορία.
Εκτιμούσαμε τους κόπους των άλλων
και υποχρεωτικά σεβόμασταν τον γεροντότερο.
Καμιά φορά δεν άξιζε ο γεροντότερος
παρ' όλ' αυτά τον σεβόμασταν.
Δεν μπορούσες να μιλήσεις στον οικοδόμο με απαξίωση
ας μην ήξερε τριγωνομετρία.
Ούτε καν στον διακονιάρη δεν μιλούσες άσχημα.
Ακόμα κρατάμε μια δυσκολία στην απόρριψη των άλλων
ακόμα απορούμε με την υποκρισία
ακόμα δεν μπορούμε να εξαπατήσουμε κανέναν
κι ακόμα δεν μιλάμε όταν μας προσβάλει ο κάθε "δήθεν".
Καταπιέσαμε την αυτοπεποίθηση
εξορίσαμε την αξία μας
δώσαμε την θέση μας στο τρόλεϊ σε κάποιον άλλο
κι ας είμαστε εμείς κουρασμένοι.
Υπακούσαμε σε οδηγίες και κατευθύνσεις.
Ευτυχισμένοι δεν ξέρω αν γίναμε,
από συνέπειες ποτέ δεν γλυτώσαμε
ίσως πληρώσαμε και των εκάστοτε υπαιτίων το τίμημα.
Είμαστε μια γενιά με φτερά κομμένα
μια γενιά που όλοι προσπέρασαν.
Όσοι επέζησαν από ναρκωτικά κι ατυχήματα
ζούμε με απορία σ' ένα κόσμο χωρίς καμιά αξία
που δεν τηρεί τίποτα απ αυτά που διδάσκει
σ' ένα κόσμο που λατρεύει το χάος
κι ευδοκιμεί στην υπερφίαλη δόξα του πρόσκαιρου.
Μα είμαστε νικητές γιατί κρατήσαμε την ψυχή μας ατόφια.
Μείναμε πιστοί στο όνειρο μας
και το κυνηγήσαμε.
Είμαστε οι τελευταίοι αληθινά ονειροπόλοι.
Αυτοί που ζουν με ελπίδα στο όνειρο.
Και στα παιδιά μας, σας ορκίζομαι,
όσο ζω και υπάρχω
θα παλεύω ν' αφήσω έναν κόσμο πιο δίκαιο.Ρ.Γ



Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.


Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Όταν φτάνεις να κλείνεις τα πενήντα χρόνια ζωής, νιώθεις πως έφτασες σε ένα αρκετά σημαντικό σημείο. 
Πρώτα απ' όλα τα κατάφερες να φτάσεις ως εδώ. Πράγμα που από μόνο του είναι μια επιτυχία. Διότι σε τούτη την πορεία του μισού αιώνα (φαντάζει πιο τρομακτικό όταν το γράφεις) είδες και έζησες πάρα πολλά. 
Έπειτα, έμαθες αλήθειες και διέκρινες ψέματα και ψευδαισθήσεις. Ξεχώρισες ανθρώπους και κατάλαβες κίνητρα και ουσία. 
Ανακάλυψες πόσο υπέροχη αλλά και πόσο άδικη κι άσχημη μπορεί να είναι η ζωή. 
Ονειρεύτηκες και προσπάθησες να κάνεις πράξη τα όνειρα. Επαναστάτησες και θέλησες να αλλάξεις τα άσχημα ή απλά τα αποδέχθηκες. Όλα ανάλογα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες σου. 
Μα όντας θηλυκό, δυσανασχέτησες με τα σημάδια του χρόνου στο κορμί σου. Η ψυχή βγήκε νικήτρια. Το σώμα όμως δεινοπάθησε. 
Κι ευτυχώς είχες την δυνατότητα να τα αντιληφθείς όλα αυτά στα πρώτα πενήντα χρόνια. Μα και πάλι το πεπερασμένο της ύπαρξης σου σε σημαδεύει και σε υποδουλώνει. 
Ας είναι όμως. Ψύχραιμα και ειλικρινά, αυτό που θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία είναι η πρώτη μου τούρτα . Μια κατάλευκη, ολοστρόγγυλη τούρτα αμυγδάλου με ένα τεράστιο ζαχαρωτό λευκό, επίσης, τριαντάφυλλο στην πάνω αριστερή μεριά. Το πρώτο πάρτι. Τότε που η μάνα ζούσε κι όλο χαρά κερνούσε  τους συμμαθητές, μεγάλα κομμάτια γλυκού και χυμούς και τυροπιτάκια. Κι εγώ στη μέση της σάλας με τα καλά, τα Κυριακάτικα ρούχα μου να γελώ ολόχαρη με το τραγούδι: "Να ζήσεις και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά.." Έπιασε η ευχή παιδιά. έχω πλέον πολλά άσπρα μαλλιά..
Μα απ' όλες τις χαρές εκείνα τα πρώτα γενέθλια ήταν θαρρώ η πιο αξέχαστη.
~Ρ. Γέρου~ (Η χαρούμενη εορτάζουσα )

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυλιόμενες Σκάλες
Οι μέρες μας,
μοιάζουν σκαλιά από σκάλες κυλιόμενες.
Η μια την άλλη διαρκώς καταπίνουν
και χάνονται.
Μια μάταιη ανάβαση
μέχρι ένα τυχαίο σημείο.
Σκαλιά νέα, το ένα το άλλο διαδέχονται
ευπροσήγορα, ελπιδοφόρα.
Διαρκώς διαψεύδονται στις κορυφές σαν αγγίζουν.
Και πάνω τους τόσοι οι τυχαίοι
περαστικοί
νωχελικά και ανέξοδα ακουμπάνε
ν' ανέβουν στον όροφο.
Ούτε καν τα κοιτάνε.
Σκοπός το "κάπου" που έφτασαν
αγχωμένοι την συναλλαγή να επιτελέσουν.
Σπέρμα κι ιδρώτα αντί για χρήμα
συναλλάσσονται' αλόγιστα.
Κι οι σκάλες διαρκώς ν' ανεβαίνουν.
Αδηφάγες. Σαν να μην σταματούν
πουθενά δεν πηγαίνουν.
Κι εγώ
πεζή, πασχίζω
ν' ανέβω και
το κορμί καταπονώ. Αμετανόητη συνεχίζω.
Οι μέρες σαν σκάλες κυλιόμενες
για όλους θα χαθούν εκεί κάπου στο τέλος.
Με αίμα κι ίδρωτα τις πλήρωσα και σήμερα.
~Ρένα Γέρου~ 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Με μια χάρτινη βαρκούλα

Τα ταξίδια με χάρτινες βαρκούλες στους ωκεανούς, είναι συναρπαστικά όσο κι επικίνδυνα.
Θέλει σθένος, τόλμη και μπόλικη τρέλα μιας και το χαρτί σαν υλικό δεν τα πάει καλά με το νερό.
Μα εδώ σε θέλω καπετάνιο μου. Να έχεις, λέει, την ναυτοσύνη να διανύεις μίλια ολάκερα, θαλασσινά με την χάρτινη βαρκούλα σου. Να σε κοιτάζουν τα σιδερένια και τα ξύλινα σκαριά και να γελάνε στην αρχή. Έπειτα, όμως, να απορούν με εσένα και την προσπάθεια σου.

Το χαρτί. Αυτό το τιποτένιο χαρτί, να αναδεικνύεται πιο ικανό απ' όλα τα άλλα υλικά. Και το σκαρί από το ροζ επιστολόχαρτο, να βγαίνει στις Ιθάκες των ωκεανών και να τις προσπερνά. Γιατί τι είναι δα, οι Ιθάκες παρά απλές στεριές. Κι εμάς εδώ δεν μας μέλλουν οι στεριές παρά τα ταξίδια. Εμείς εδώ, δεν θέλουμε να αράξουμε, ούτε να ξεμπαρκάρουμε σ' αλαργινά λιμάνια. Αλίμονο, τα έχουμε δει όλα. Ως και την ίδια μυρωδιά έχουν. Μα η θάλασσα. Αχ, αυτή η πλανεύτρα, έχει πάντα μια φρεσκάδα. Μια μοσκοβολιά. Κι ας κουράζεσαι. Κι ας λες να αράξω τώρα, να λασκάρω λιγάκι. Μα μόλις φτάνεις γίνονται όλα μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Και πάλι πίσω να γυρνάς στην αγκαλιά της να κουρνιάσεις. Να σε κανακέψει. Μα και να σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Και δος του πάλι αγώνας για επιβίωση. Και ξανά προσπάθεια κι ανάκαρα ν' αντέξεις μη σε φάνε τα θεριά. 

Τότε ακριβώς είναι που έρχεται κι ο γλάρος στο κατάστρωμα. Σε κοιτά έτσι δα λίγο περιπαιχτικά, λίγο παραξενεμένος. Μόλις κάνεις να τον ακουμπήσεις, ανοίγει τα φτερά του και πετά. όπου θέλει αυτός. Όπου του αρέσει. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα βουνά, τα νερά, τα σκαριά όλα, πατρίδα τα έχει. "Κι εγώ; " λες. "Κι εγώ. Κι ας μην έχω φτερά. Μονάχα αυτή εδώ την χάρτινη βάρκα". 'Τα πάντα πατρίδα".

Θέλει, όμως κουράγιο. Κι εκεί που χάνεις την πίστη, να την ξαναβρίσκεις. Κι εκεί που νικιέσαι, να νικάς. Κι ακόμα. Κι ακόμα. Ως την φθορά την αναπόφευκτη. Ως το τέλος. Αυτό το ίδιο τέλος που είναι για όλους. Και για τα σίδερα και για τα ξύλα και για τα χαρτιά. Κι αφού είναι να έρθει, καλοδεχούμενο. Μα στο μεταξύ, κάνε το ταξίδι σου ζηλεμένο.
Έτσι για την αλητεία.
Έτσι για να το ευχαριστηθείς.
Γιατί το θέμα ήταν πάντα το ταξίδι κι όχι οι λογιών λογιών στεριές.
Και στο τέλος γυρνάς πίσω εκεί που ήταν πάντα η πατρίδα σου. Αυτό στο δίνει η θάλασσα για δώρο. Επειδή την σεβάστηκες και την αγάπησες τόσο βαθιά.
Αυτό είναι το δώρο για τους ξεχωριστούς ταξιδευτές. Μήτε για τους συνηθισμένους, μήτε τους ξιπασμένους και τους πολύξερους. Μα για τους διαλεχτούς. Αυτούς που μπόρεσαν να σεβαστούν τα "εν σοφία εποίησας". Κι αφουγκράστηκαν τον παλμό τους. Και γίναν ένα μαζί τους.
Τα παιδιά της φύσης.
Τα παιδιά του Θεού. 
Τα παιδιά που θέλησαν να πορευτούν πάνω στις χάρτινες βαρκούλες.

~Ρένα Γέρου~

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΕΛΠΙΔΑ

Στις ρωγμές της σιωπής
εκεί κοιμάται ένας θάνατος.
Σκεπασμένος με γέλια παιδικά
κι όνειρα φευγαλέα.
Εκεί λιμνάζει μια ελπίδα δειλή
που κρατιέται στη ζωή
από ανάσες νιογέννητων.
Κάθε στιγμή λέει να κλείσει τα μάτια
να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει.
Μα αμέσως μετά μετανιώνει 
και ξανά περιμένει.

Εκεί στις ρωγμές της σιωπής 
παλεύει σαν αμαζόνα 
η ελπίδα να ζήσει.
Κανείς αρωγός της δεν γίνεται.
Μόνη της χάνεται 
και μόνη της βρίσκει τον δρόμο.
Σε κάθε στιγμή ηττημένης αδράνειας
μάχεται άκοπα να επιβιώσει.
Απελπισμένη, κρατά το κεφάλι της
πάνω απ' τη στάθμη του βούρκου της.
Πόσο ακόμη ν' αντέξει;

Στις ρωγμές της σιωπής
ο χρόνος πια χάνεται
κι η ελπίδα μοναχή αργοσβήνει.
Θλιμμένοι οι θνητοί 
μαζί της οργίζονται
αντί να την πάρουν αγκαλιά 
να την βγάλουν πιο έξω.
Εναντίον της στρέφονται
και πέτρες και λάσπη της ρίχνουν.
Σε μια κόλαση αδράνειας
χάνονται και μετράνε τις ήττες τους.
Και ποιος νοιάζεται
αν η ελπίδα πια πέθανε;
Και ποιος σκέφτεται τι βρίσκεται 
πέρα από το είδωλο 
που διαρκώς προσκυνά
στον γυαλιστερό εκείνον καθρέφτη;

~Ρένα Γέρου~