Του λευκού
την αγωνία , δεν γνωρίζω.
Μονάχες τους οι λέξεις μου χορεύουν στο χαρτί.
Φτερουγίζουν σαν στίφη
βάρβαρα
κι η πένα σε σειρά τις βάζει.
Τις τιθασεύει η γραφίδα
σε μια παρέλαση που ακάθεκτη ορμά.
Χρωματιστή και πλουμιστή,
να διασκεδάσει ήρθε
και να σκορπίσει
ανεμελιά!
Η Πολύμνια κι η Ερατώ, μπροστά
σαν από πάντα!
Κι η Τερψιχόρη ηγείται σθεναρά!
Μα είν' η Σαπφώ που φως σκορπά τριγύρω,
μια θνητή-αθάνατη που τις ψυχές μας κυβερνά.
Νιώθεις αυτήν τη
μυρωδιά;
Του Έρωτα ανάσα.
Πνοή, ζεστή, που
ζωντανεύει την ψυχή.
Αυτή η φλόγα κάνει εμένα την φτωχή να συνεχίζω.
Ένα καθήκον στου σωστού την ηθική.
Μια που σωστό και ηθικό είν' από πάντα,
της καρδιάς η προσταγή!
Τις άφησα τις λέξεις μου ανέμελες να τρέξουν
δεν έσβησα ούτε μισή.
Σαν η ψυχή ξεχύνεται πάνω σε λευκό χαρτί,
αυτός που την χαλιναγωγεί
είναι ανήθικος. Και σκόπιμα το κάνει.
Να δείξει κάτι που δεν είναι κι επαίνους ν' απολάβει.
Ελεύθερες , ακάθεκτες
γέλια σκορπούν στους δρόμους,
χαρά, αρώματα, ομορφιά και παιδική ανεμελιά!
Γιατί
αυτό είναι Τέχνη:
Μονάχα της Ζωής η Ομορφιά!
{Ρ. Γέρου}