Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αποξένωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αποξένωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 


Αυλακωμένα μούτρα απ' τις ρυτίδες
κι αχτένιστα, λευκά μαλλιά
θολά τα βλέμματα μετράνε
την ευτυχία που κάθε τόσο προσπερνά.

Λίγο απ' τον ήλιο,κέρασε με φέτος
και δυο γουλιές μεθυστικό κρασί
να δώσει ο Θεός να νιώσουν ευλογία
όλοι όσοι ζούνε μοναχοί.

Μ' ελπίδα στα τρεμάμενα τα χέρια
σπόρια σκορπάνε και ταΐζουν τα πουλιά
περαστικά και φοβισμένα περιστέρια
και κάτι βρώμικα κι αδύνατα παιδιά.

Κάνε Χριστέ μου η γέννηση σου φέτος
τέλος να δώσει σ' αδικία και λιμό
Δείξε ξανά στον κόσμο την αγάπη
να κάνουμε τ' αδύνατο να γίνει δυνατό. (Ρένα Γεροντάρα) 
Εικόνα από το διαδίκτυο )


Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ΜΗΔΕΙΑ


Πως να αντέξεις
Της προδοσίας το ποτό;
Κι ας είσαι μάγισσα, θεά
Του Ήλιου εγγονή
Της Κίρκης της ίδιας ανιψιά..
Αθάνατη , ξεχωριστή...
Σαν ερωτεύεσαι όλα μάταια.
Ανεπαρκή!
Να είναι της μοίρας το γραφτό;
Οι Ήρωες στο ύψος τους ελάχιστες φορές να στέκονται;
Πως να μην εξοργιστείς;
Να δράσεις; Ν' αντιδράσεις;
Πως ακόμα
κι εναντίον του ίδιου σου του εαυτού
να μην στραφείς για να τον τιμωρήσεις;
Βάρβαρη εκδίκηση να ζητήσεις και να λάβεις;
Χορτασμένη από "πολιτισμό", υπεκφυγές, υποχωρήσεις
και κατά κράτος ήττες τις αξιοπρέπειας.
Θα γίνω, λες, για μια φορά αυτή η φρίκη που καθείς φοβάται.
Κι εκείνος,
φονιάς της παλιάς του αγάπης
Αλώβητος να περάσει ήθελε μέσα απ' το στίβο του έρωτα;
Ο υβριστής.
Ποιος νόμιζε πως είναι;
{Ρ. Γέρου}


Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ (ΑΛΛΑΓΕΣ)

 
Το αγαπημένο μου κραγιόν είναι το νούμερο εξήντα, της Σανέλ. Περιμένω κάθε χρόνο την Άνοιξη να το φορέσω. Φέτος δεν ήρθε. Άδικα περίμενα όλη τη χρονιά. Η Άνοιξη απαρνήθηκε τους ανθρώπους. Για την υπόλοιπη φύση όλα βαίνουν κανονικά. Προγραμματισμένα. Προβλέψιμα.

Τα έλλογα όντα, μόνο, αναστείλαμε προς το παρών  την έλευση της εποχής,  στις κοινωνίες μας. Ήρθε  η πανδημία. Ντυθήκαμε όλοι με μάσκες και γάντια μιας χρήσης. Λουζόμαστε στο απολυμαντικό και δεν τολμάμε να μιλήσουμε σε άνθρωπο μην και κολλήσουμε τον ιό. Από πού να τρυπώσει η Άνοιξη στη ζωή μας;

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Ρίχνω πάνω μου μια ρόμπα και γυροφέρνω στα σαράντα τετραγωνικά του σπιτιού μου, σέρνοντας τις πάνινες παντόφλες μου. Έχω απολυμάνει και την παραμικρή του γωνία. Μυρίζει σαν νοσοκομείο.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Κοιτάω τηλεόραση. Περιμένω την μεγάλη είδηση για το φάρμακο και δεν έρχεται. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Χαιρετώ την κυρία Μυρτώ απέναντι. Παράξενο. Δεν μου φαίνεται πια ξινή και απόμακρη. Η ηλικιωμένη και ατημέλητη γειτόνισσα μου, σε τίποτα δεν θυμίζει την πρύτανη της Φιλοσοφικής από την προηγούμενη καθημερινότητα. Άρχισα να την συμπαθώ τις τελευταίες εβδομάδες. Ίσως που η κοινή μας μοίρα απάλυνε τις γωνίες της επηρμένης εγωπάθειας που ροκάνιζε τις σχέσεις μας στην προ πανδημίας εποχή.

Με ενοχλεί αυτή η ησυχία. Τόσες ώρες χαμένες από τη ζωή μου. Αναπολώ το παρελθόν μέσα από τις φωτογραφίες. Τις οργάνωσα όλες από την αρχή. Πενήντα χρόνια ζωής χώρεσαν σε δέκα άλμπουμ. Ακριβώς δέκα.

Μετράω την θερμοκρασία μου διαρκώς. Ανακαλύπτω ολοένα πως έχω κάποια συμπτώματα.  Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Δεν έχει καμιά σημασία. Κατάθλιψη; Όχι. Δεν έχω.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και βάφομαι με ανοιξιάτικα   χρώματα. Νιώθω καλύτερα σήμερα. Ζωή σε παύση. Αδημονώ να πατήσω πάλι το “play”. Ποιος θα μου επιστρέψει τον χρόνο μου πίσω;

Μόνη. Δούλευα δώδεκα ώρες τη μέρα. Τα βράδια πάντα έπαιρνα τηλέφωνο την Νίτσα από το λογιστήριο να κουτσομπολέψουμε. Έχω να της μιλήσω από τότε που άρχισε η καραντίνα. Τι να πούμε;

Όλα απομακρύνθηκαν. Σαν να είμαι μια άλλη. Με έχασα ξαφνικά. Αλάργεψε ο προηγούμενος μήνας. Η ζωή μου όλη. Κοιτώ τις στιγμές απ’ τα άλμπουμ. Δεν τις καλοθυμάμαι.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Προσπαθώ να επιβιώσω χωρίς να μπορώ να ζήσω. Νιώθω ανέτοιμη να νικηθώ από ένα μονοκύτταρο οργανισμό. Είναι πολλά που θέλω να κάνω ακόμα. Φορές ακούω μόνο τις ανάσες μου. Και χαμογελώ από ευτυχία. Απορώ με εμένα που χαίρομαι με κάτι που πριν το θεωρούσα απλά  δεδομένο.  Ανάσες.

Κοιμάμαι. Και φορές, θαρρώ, δεν ξυπνάω. Ρ.Γ.


Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


 Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.  Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.

Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια" συλλογιζόταν και δούλευε.

Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;» αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.

Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.

Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα ‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.

Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή , καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.

……………………………………………………………………………

Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.

Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.

Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.

Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε μπλέξει σ’ ένα πάρτι  με τον διευθυντή και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.




 

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου