Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΜΥΤΙΛΗΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΜΥΤΙΛΗΝΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 Η αγορά της Μυτιλήνης είναι η καρδιά και η ψυχή της πόλης ολόκληρης. Ένα μέρος μαγικό και δονούμενο από ιστορία και ζωντάνια. Εκεί αναπνέει όλη η "χώρα" και ζει και κινείται, αναπαράγεται και πάλλεται ένας οργανισμός αρχαίος και σύγχρονος ταυτόχρονα. Εκεί ακούς την κελαρυστή ντοπιολαλιά, απόγονο της ομιλίας του Ομήρου. μυρίζεις τις μεθυστικές, ανατολίτικες μυρωδιές του παστουρμά και των ντόπιων λουκάνικων που όμοια τους δεν φτιάχνονται πουθενά στην Ελλάδα. Αριστερά και δεξιά λογής- λογής μαγαζιά εκθέτουν την πραμάτεια τους σ' ένα σκηνικό που μοσκοβολά ρίγανη και βότανα και σαπούνι λευκό φτιαγμένο από το αγνό το λάδι μας και λίγο πιο πέρα τα λαδοτύρια και τα ντόπια τυράκια μας. Ξεσηκώνεσαι με τον φρέσκο αλεσμένο καφέ από το καφεκοπτείο του "Διαμαντή" που σου ξυπνά μνήμες από Κυριακάτικα πρωινά και γλυκά κουταλιού και δροσερό νερό κερασμένα στον ασημένιο δίσκο μετά την απόλυση της εκκλησίας.

Εκεί συναντάς τον γείτονα και τον συχωριανό και μαθαίνεις τα νέα της πόλης και του νησιού ολόκληρου.
Για μένα η αγορά είναι μέρος μαγικό και ιερό αντάμα. Είναι ο ναός της ζωής όπως την έμαθα με τις πρώτες ανάσες που πήρα, Είναι ευτυχία και ξεγνοιασιά. Είναι οι λεπτές, καλλίγραμμες γάμπες των γυναικών που στηρίζονται στα σικάτα παπούτσια τους και με το όμορφο εβαζέ φουστάνι τους , το πολύχρωμο και καλοραμμένο, περιδιαβαίνουν τις βιτρίνες και ψωνίζουν τα αναγκαία της μέρας. Γιατί μη σας πει κανείς κάτι διαφορετικό, οι βέρες Μυτιληνιές είναι πάντα καλοντυμένες και περιποιημένες. Με το μαλλί τους καλοχτενισμένο και τα σωστά αξεσουάρ προχωράνε αγέρωχες και με αυτοπεποίθηση αξιοπρεπείς και δυναμικές, πάνω στην οδό Ερμού. Φτάνουν στην Μητρόπολη κι ανάβουν ένα κερί στον Άη Θόδωρα και μετά συνεχίζουν την μέρα τους.
Μα και τα απογεύματα που η αγορά είναι ανοιχτή γεμίζει κόσμο και μανάδες με παιδιά που ψωνίζουν τα κυριακάτικα παπούτσια και τα ρούχα για τα Χριστούγεννα και τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Μικρά παιδιά (σαν εμένα) με ποδηλατάκια τρέχουν ανάμεσα στον κόσμο βιαστικά να φτάσουν κάπου κι άλλοτε ενοχλούν με την βιασύνη τους ή απλά προκαλούν το γέλιο και την χαρά στα ξεδοντιάρικα πρόσωπα παππούδων που κάθονται στις ψάθινες καρέκλες έξω από μικρά καφενεία και συζητάνε παλιές και νέες ιστορίες και πίνουν το ουζάκι τους κι ευλογάν τον Θεό που τους αξίωσε να ζήσουν εδώ στον τόπο μας τον παραδεισένιο. Και σκουπίζουν βιαστικά ένα δάκρυ για όλους που έχασαν και για όλους που μετά από κείνους θα έρχονται και θα απολαμβάνουν το ρακί τους εκεί στην αγορά. "Μάσαλα, μάσαλα τι ομορφιά και τι απόλαυση είν' αυτή!"
Η αγορά της Μυτιλήνης το μαγικότερο απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Η γαλήνη μέσα στην πολυκοσμία και στην οχλοβοή. Η ηρεμία μέσα στην φασαρία των πραματευτάδων. Η ζωή η ίδια μέσα στην κοινότητα της γης των Λεσβίων. Των γιων του Αιόλου και του Μάκαρος. Μια συνεχής κι αδιάκοπη ροή ανθρώπων από τα προϊστορικά χρόνια ως τα σήμερα. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι στους Αιώνες. (κείμενο: Ρένα Γεροντάρα φωτογραφία από Αναγνωστήριο Αγιάσου)


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΗ ΘΟΔΩΡΑ

 

Σαν σήμερα ντυνόμασταν με τα ρούχα της παρέλασης και μαζεύαμε κρίνους άσπρους από τις αυλές των μεγάλων αρχοντικών. Άντε να βρεις κρίνους τέτοια εποχή. Μα τι να γίνει; Έτσι προστάζει το έθιμο στην Μυτιλήνη.
Γινόμασταν αλυσίδες παιδιών και στην ένωση κρατούσαμε τους κρίνους. Το βήμα αργό, συρτό, τελετουργικό.
Μπροστά πήγαινε ο Δεσπότης και κρατούσε το τίμιο κεφάλι του Άι Θόδωρα από την μητρόπολη. Πιο πίσω ήταν το κουβούκλιο με τα λείψανα του και η εικόνα του. Μερικές μαθήτριες ντυμένες με τα παραδοσιακά μας "σαλβάρια' και μαθητές με τις βράκες τους. Άλλες ντυμένες "Αμαλίες" κι εύζωνοι. Όλες οι φορεσιές οι παραδοσιακές να έχουν την θέση τους. Ακόμα πιο πίσω εμείς οι αλυσίδες με τα κρίνα. Να γίνει η Λιτανεία εις ανάμνηση εκείνης της μιας που είχε σώσει το νησί μας από την πανώλη. Και περιφέραμε τα τίμια οστά απ' την διαδρομή του Επιτάφιου.
Ψέλναν οι ιερείς και όλοι οι άνθρωποι τα τροπάρια. Έραινε τον κόσμο με αγίασμα που μοσχοβολούσε ο διάκος.
Μεγάλη γιορτή για εμάς η σημερινή μέρα.
Χρόνια Πολλά σε όλους του Μυτιληνιούς και Μυτιληνιές και μακάρι και φέτος να κάνει το θαύμα του ο Άγιος μας. Ρ.Γ


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΓΙΑΠΡΑΚΕΛΙΑ

 Τα γιαπρακέλια τα έφτιαχνε η Ρηνιώ η γιαγιά μου στο πετρογκάζ. Με δυόσμο μυρωμένα και μαϊντανό. Μικρούτσικα και καλοτυλιγμένα βαλμένα πλάι-πλάι, προσεκτικά. Ολόισιες πράσινες σειρές μέσα στην κατσαρόλα με λίγο λεμονοχυμό ραντισμένα να μοσχοβολά όλη η κουζίνα. Και τέλος σου έφτιαχνε και κρέμα αυγολέμονο με τα ολόφρεσκα αυγά της Αρετούλας από τις παχουλές κοτούλες της που βοσκάγανε  στην απέναντι αυλή. Γιατί τότε όλα ήταν μοίρασμα και οι γεύσεις πιο έντονες μιας που η αγάπη κι η απλότητα κάνανε τα φαγητά πεντανόστιμα. "Να παίρνεις μυρουδιά να γλιθμάς" και δώστου κι έβγαζε μικρές, πράσινες "μυρουδιές" μέσα στο πιάτο η Ρηνιώ και γέλαγε ολάκερη. Όλη η γειτονιά έτρωγε απ' τα γιαπρακέλια μας. Κι ας ήταν λιγοστά. Πάντα φτάναν και χορταίναμε όλοι.  Καλέ τι χορταίναμε; Σκάγαμε από το φαΐ.  

"Έλα Ρηνέλι μ να φας" φώναζε η γιαγιούλα μου κι εγώ ίσα με δυο-τρία γιαπρακέλια φούσκωνα από την χαρά και δεν μπορούσα να φάω άλλο. Είναι, βλέπεις η αγάπη και το νοιάξιμο που σε γεμίζει. Και σαν γυρνούσα από το σκολειό σκασμένη που δεν ήξερα να πω σωστά τις αριθμητικές και βουρκωμένη έφτανα στο σπίτι, αρκούσε κείνη η μυρωδιά του δυόσμου και του αμπελόφυλλου που σε ξεσήκωνε και σε παρηγορούσε. Και μια αγκαλιά ζεστή απ' τη γιαγιά που είχε πάντα μες την τσέπη της ποδιάς της κείνο το μυστηριώδες "αληκότις" που δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η συνωμοτική λέξη ανάμεσα στην μάνα και την γιαγιά πως κάτι δεν πήγαινε καλά κι έπρεπε να με παρηγορήσει εκείνη κρατώντας με στην κουζίνα ώσπου η μάνα  να ετοιμάσει το τραπέζι και τις λιχουδιές να ξεχαστώ. 

Αχ τι ονειρεμένες μέρες. Τι γεύσεις μεστές και δυνατές. Και τι γέλια τρανταχτά ήταν εκείνα. Τότε που το πρόβλημα ήταν που δεν ήξερα 7+8 ίσον δεκαπέντε και η κυρα Αγγέλα-θεός σχωρέστην- μ' έβαζε να το γράψω πολλές φορές να το μάθω καλά. Τότε που φτάναν τέσσερα γιαπράκια να πνίξω το πόνο μου για τις δυσκολίες της ζωής. Τότε που όλες οι γειτόνισσες κερνάγανε η μια στην άλλη ένα πιατάκι με φαγητό να πάρει μυρουδιά κι ο γείτονας. Κι όλο γεμίζαμε τα πιάτα και τα πήγαινα εγώ από πόρτα σε πόρτα καθώς έπαιρνα με την σειρά μου πίσω τα δικά μας τα χτεσινά γεμάτα με ότι είχε φτιάξει κείνη τη μέρα η κάθε γειτόνισσα.

Η Ρηνιώ μου σίγουρα, ακόμα μαγειρεύει γιαπρακέλια αβέρτα και  μοσκοβολάει όλη η παράδεισος με μυρουδιές Μυτιληνιές . Σίγουρα τους έχει ξεσηκώσει και δωστου τα πιάτα με τους μεζέδες της θα πηγαινοέρχονται και θα γλιθμάν απ' την λαχτάρα όλοι εκεί πάνω.Ρ.Γ.


Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΤΑ ΚΑΨΑΛΑ

 


Του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν η μεγάλη γιορτή του Ιούνη στην Μυτιλήνη. Αποβραδίς είχε τον εσπερινό στο εκκλησάκι εκεί στο λόφο απέναντι από τη θάλασσα πηγαίνοντας προς τη Βαριά. Στολισμένο κι ολόχαρο , μας υποδεχόταν με την κατάλευκη απλότητα του. Κι ήμασταν κόσμος πολύς, που στεκόμασταν εκεί μέσα στην ξεραΐλα αφού μόνο ο παπάς χωρούσε στον μικροσκοπικό ναό.  

Η παπαλίνα χαιρόταν λες κι είχαμε πάει εκδρομή. Δεν ξέρω τι είχε αυτό το εκκλησάκι που σ’ έκανε να γεμίζεις ξεγνοιασιά. Αυτή η γιορτή πάντα στο τέλος της σχολικής χρονιάς,  έκανε όλους εμάς τους πιτσιρίκους να τρελαινόμαστε από χαρά καθώς πλησίαζε η χάρη Του. Είχε έρθει ο καιρός για τα Κάψαλα.

Τα Κάψαλα , οι μεγάλες οι φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν γιορτή υπέροχη για όλον τον κόσμο στο νησί. Μια γιορτή χριστιανική και παγανιστική συνάμα, όπως όλες οι παραδόσεις του μυρωδάτου τόπου μου. Στην Λέσβο, βλέπετε, ζει ακόμα ο Όμηρος και η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Και κάθε μέρα στήνουν χορό με τους «γατελούζους» που πέρασαν από τον τόπο μας, και τους Οθωμανούς που μας κρατήσαν σκλάβους αλλά και με όλους εμάς τους Χριστιανούς ορθόδοξους που μέσα από αιώνες και αιώνες σκλαβιάς και βίας και ξενικής επιρροής, εμείς μείναμε πιστοί στα ομηρικά μας έθιμα και τα κρατήσαμε και τα προσαρμόσαμε σε κάθε τι καινούριο. Ακόμα κι η ντοπιολαλιά μας έχει τις ρίζες της στη γλώσσα του Ομήρου και τα έπη του.

Έτσι στις 23 Ιούνη ξυπνούσε η παπαλίνα από νωρίς. Ήταν η μέρα της γιορτής κι είχαμε δουλειές πολλές να κάνουμε. Συνεννοημένοι όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς να μαζέψουμε ξύλα και κλαδιά από τις αλάνες τριγύρω για να βγει η γειτονιά μας πρώτη. Η μεγαλύτερη φωτιά κέρδιζε πάντα. Μ’ αλαλαγμούς και γέλια τρανταχτά βάζαμε τα λάφυρα στην αυλή της κυρά-Πόπης που είχε δυο εγγονάκια στην Αθήνα και κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα έστελνε η κόρη της να ξεκαλοκαιριάσουν στης γιαγιάς τους. Χαρά εμείς που θα ξαναβρισκόμασταν με τον Αποστόλη και τον Παναγιώτη, «τους Αθηναίους». Χαρές και γέλια κι αποφασιστικότητα να βγάλουμε την γειτονιά μας πρώτη.

Στο σταυροδρόμι κοντά στον φοίνικα, στήναμε τα ξύλα μας σε τρεις εστίες διαδοχικές μ’ απόσταση σωστή να δρασκελίζουν   πάνω απ’ τις φωτιές οι πιο γενναίοι. Εμείς τα πιτσιρίκια αρχίζαμε πρώτοι καθώς ήταν χαμηλές οι φωτιές. Παίρναμε φόρα και προσέχαμε να πηδήξουμε από την μέση της φωτιές κι όχι από την άκρη . Έπρεπε να υπάρχει κίνδυνος για να γίνει σωστό το έθιμο. Μα το καλύτερο ήταν σαν βράδιαζε πια. Τότε οι φωτιές μεγάλωναν και οι μεγαλύτεροι μας, οι έφηβοι και οι κοπελιές στήναν χορό ερωτικό γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Ερχόντουσαν και οι μανάδες κι οι πατεράδες μας και οι γέροι οι παππούδες όλοι. Και να τα γέλια και τα ξεφαντώματα. Και να τα στιχάκια τα σόκιν τα παγανιστικά , που υμνούσαν τις ερωτικές επιδόσεις. Τα «ξεδιάντροπα». Κι αυτή ήταν η εκτόνωση από την καθημερινότητα. Η διασκέδαση και το ξεφάντωμα και το ξέδομα από το άγχος και την πίεση για τους μεγάλους και η ερωτική εκπαίδευση για τους μικρούς. Έπεφταν οι μάσκες της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού κι όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, μορφωμένοι κι αγράμματοι γίνονταν ένα. Ο θεός Διόνυσος ερχόταν και γλεντούσε με αφορμή τούτη την ορθόδοξη γιορτή και κανείς δεν προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Τον συμπεριλαμβάναμε κι αυτόν  αφού υπήρχε από πριν και τον δεχόμασταν.

Τα ανύπαντρα κορίτσια  είχαν για κείνη την ημέρα τα δικά τους έθιμα που θα φανέρωναν ποιον θα παντρευτούν. Κι όλο κρυφογελούσαν και πονηρεύονταν. Κι εμείς οι μικρότεροι, νιώθαμε έτοιμοι να πάρουμε τα σκήπτρα από τους προηγούμενους. Απλά και μόνο γιατί συμμετείχαμε σε τούτο το πατροπαράδοτο έθιμο. Κι οι φωτιές καθάριζαν όλου του χρόνου την κακία και την έγνοια και τον προβληματισμό. Γέλαγε λίγο το χειλάκι του πατέρα που σχολούσε φουρκισμένος κάθε μέρα από το γραφείο. Τρανταζόταν απ’ τα γέλια η γιαγιά από τα σόκιν δίστιχα που σκάρωνε με τις γειτόνισσες και ακόμα και η μάνα χαλάρωνε τα φρύδια και χαμογελούσε.

Κι όλη η γειτονιά είχε να το συζητά για μέρες. Τι μεγάλες είχαν γίνει και φέτος οι φωτιές μας και τι ανεμελιά και πανηγύρι ήταν αυτό και γλέντι αξέχαστο στα Κάψαλα.   Ρ.Γ.

Εικόνα από Ιγνάτης Τσικνής από emprosnet.gr



Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΩΤΟ

 


 

Κάθε χρόνο, παραμονή του Ευαγγελισμού, το παγωτατζίδικο Special απέναντι από το Lesvos market, είχε την τιμητική του. Ήταν, βλέπεις, το παιδικό μας έθιμο, μετά την παρέλαση να περνάμε από εκεί για να κεραστούμε με τις δυο δραχμές μας, ένα παγωτό από κείνα τα αφράτα, τα στριφογυριστά, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα. Κρατούσε το χωνάκι κάτω από την «βρύση» του μηχανήματος, ο παγωτατζής, κι εκείνο έτρεχε παχύρευστο και νόστιμο πάνω στην κωνική βάφλα, που εκείνος κουνούσε επιδέξια και το γέμιζε με το πολυπόθητο γλυκό. Μετά την παρέλαση το μικροσκοπικό μαγαζάκι του γέμιζε με «ευζωνάκια» και «Αμαλίες» που στριμώχνονταν χαριτωμένα για να φάνε συνήθως στα κρυφά από τις μανάδες, το παγωτό. Ήταν το πρώτο παγωτό της χρονιάς και ο διαγωνισμός ανάμεσα σ’ όλους εμάς, την «παπαλίνα» ξεκινούσε από την 25η Μαρτίου μέχρι το πρώτο κουδούνι του Σεπτέμβρη, όταν, έχοντας μετρήσει κάθε παγωτό δηλώναμε ευτυχισμένοι τον αριθμό που είχαμε κατακτήσει καταναλώνοντας λογής παγωτά στην διάρκεια του καλοκαιριού.  Νικητής πάντα ήταν ο  Αποστόλης, που  έβγαζε ένα τεράστιο τριψήφιο νούμερο κοντά στο πεντακοσάρι.

Ήταν εκείνη η μέρα, η συνήθως ηλιόλουστη, που σήμαινε την αρχή σχεδόν της υπέροχης αναμονής για το κλείσιμο του σχολείου και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Από εκεί και μετά ο χρόνος άρχιζε να μετρά αντίστροφα και οι διακοπές και τα παιχνίδια στα «Τσαμάκια» και στ’ «Απελή» όλο και πλησίαζαν. Μαζί με εμάς που ξαμολιόμασταν ανέμελοι στα στενά της Μυτιλήνης ακόμα ντυμένοι με τις φορεσιές μας και χαχανίζοντας δυνατά και μιλώντας με τις κελαρυστές φωνές μας γεμάτοι σχέδια και φαντασία για νέα παιχνίδια και διασκέδαση σε αλάνες και οικόπεδα άχτιστα τότε ακόμα, ήταν και τα χελιδόνια, άρτι αφιχθέντα από τις ακτές της Αφρικής και γεμάτα ευτυχία, σαν εμάς ακριβώς, για την καινούρια χρονιά που ξεκινούσε. Πετούσαν ανέμελα σε χαμηλές πτήσεις μετέχοντας κι αυτά στο αυτοσχέδιο γλέντι μας.

Γιατί, ναι, του Ευαγγελισμού ήταν για τα παιδιά και τα χελιδόνια, μια Πρωτοχρονιά μέσα στην μέση της χρονιάς που είχε ξεκινήσει τον Γενάρη. Μα πάνω απ’ όλα γιόρταζε η Πατρίδα τον ξεσηκωμό της και την Ελευθερία. Πιο συμβολικό και μεγαλύτερη ταύτιση δεν μπορούσες να βρεις. Όλα άρχιζαν εκείνη την ημέρα. Όλοι κι όλα απελευθερώνονταν. Οι Έλληνες από τους Τούρκους. Η φύση από τον χειμώνα. Τα παιδιά από τα διαβάσματα. Και τα χελιδόνια. Κυρίως αυτά, από το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Όλα έφταναν στον προορισμό τους. Όλες οι δυσκολίες, οι θυσίες κι οι αγώνες έμοιαζαν εκείνη την ημέρα, απόλυτα δικαιωμένα. Κι αυτή η  γεύση του παγωτού βανίλια, ερχόταν να δώσει  γλύκα στην όλη διαδικασία. Σαν επιστέγασμα κι επιβράβευση για τα όσα κατακτήθηκαν με δυσκολία. Θαρρώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, μπορούσα να δω του ήρωες του ’21, όπως τους έδειχναν τα κάδρα στις σχολικές μας αίθουσες, να χαμογελάνε ικανοποιημένοι. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές είχαν θυσιαστεί και εκείνοι. Να μπορούμε εμείς οι πιτσιρικάδες απόγονοι, να τρέχουμε ξέγνοιαστοι στα στενά της «Κουμιδιάς» και να γευόμαστε την γεύση της Ελευθερίας στο πρώτο  παγωτό.  Ρ,Γ.



Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Η ΚΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ




Απ' όλα τα πράγματα που χάθηκαν στην μετακόμιση, πιο πολύ λυπάμαι για εκείνη την μοβ- μπλε γυάλινη κανάτα  της γιαγιάς που είχα για να παίρνω τον αγιασμό κάθε χρόνο ανήμερα των Φώτων. Πάντα ένιωθα τόσο περήφανη για τούτο το γυάλινο κανάτι που κανονικά ήταν για να σερβίρεις κρασί αλλά εμείς το είχαμε για τον αγιασμό.  Το εκκλησίασμα ευλαβικά, κουβαλούσαν τα πλαστικά δοχεία τους, αδιάφοροι για το σκεύος που θα φιλοξενούσε το αγιασμένο περιεχόμενο.  Το δικό μου δοχείο ήτανε παλιό και ξεχωριστό, διαλεγμένο προσεκτικά από τον κομό της γιαγιάς όπου φύλαγε με προσοχή την προίκα της.

Από νωρίς έπιανα θέση, κοντά στην εικόνα του Χριστού εκεί δίπλα στην Ωραία πύλη στην Μητρόπολη της Μυτιλήνης και καμιά φορά καθόμουν και στο λευκό μαρμάρινο σκαλοπάτι ακριβώς από κάτω.. Κανείς δεν έδιωχνε τα παιδιά από εκεί. Το είχε πει κι ο Χριστός: "Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου" και η γιαγιά μου με έστελνε πάντα να κάτσω εκεί κάτω από  την εικόνα Του. Ο παππούλης που λειτουργούσε ήταν τόσο καλός. Χαρά του ήταν να γεμίζει η εκκλησιά από παιδάκια. Κι έτσι περίμενα. Καρτερικά περίμενα, γιατί δεν πολυκαταλάβαινα τότε ακόμα, τα αρχαία λόγια των βιβλίων της εκκλησίας.   Ήταν φορές που βαριόμουνα ή νύσταζα, αλλά περίμενα με τόση λαχτάρα να με πιτσιλίσει ο πάτερ με τον αγιασμό και να μου δώσει να φιλήσω τον παγωμένο χρυσό σταυρό. Θαρρούσα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία και τύχη απ’ όλες να σου έρθει στο κεφάλι μια τέτοια πιτσιλιά. 

Αναπάντεχα, παραδόξως, ερχόταν η ώρα να πάρουμε το αγιασμένο νεράκι και να το μεταφέρουμε  ο καθένας στο δοχείο του. Τότε χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Έπρεπε να προφτάσω να γεμίσω το κανάτι μου το γυάλινο (δώρο στο γάμο της γιαγιάς) και να πάω τον αγιασμό στο σπίτι. Δεν ήταν κι εύκολο καθώς όλη η «παπαλίνα» όπως λένε τα μικρά παιδιά στην Μυτιλήνη, έκανε διαγωνισμό ποιος θα πάρει πρώτος το αγιασμένο νεράκι.   Αλλά εγώ είχα   να δώσω και στην κυρά-Φυναρέτη που καθόταν στο παράθυρο του σαλονιού δίπλα στο δρόμο και περίμενε να πάρει λίγο αγιασμό από τα παιδάκια που επέστρεφαν με τα "τρόπαια" τους από τις εκκλησίες. Η κυρά-Φυναρέτη (την είχαν βαφτίσει Φαιναρέτη αλλά δεν μπορούσε να το πει κι έτσι της έμεινε το Φυναρέτη)  είχε πάντα στην τσέπη της τις πιο σκληρές "φλόκες" (καραμέλες) που είχα φάει ποτέ μου, κι επέμενε να μας φιλεύει όποτε μας έβλεπε. Τρέχαμε όλοι μαζί να της γεμίσουμε το ποτηράκι της έτσι όπως το κρεμούσε από το ανοιχτό παράθυρο με το τρεμάμενο γερασμένο χέρι της. Και μόλις το πολυπόθητο υγρό έμπαινε στο σπίτι της να η βροχή με τις φλόκες που φύλαγε για τέτοιες κι άλλες παρόμοιες εξαιρετικές περιπτώσεις.

Κι αφού επιστρέφαμε στο σπίτι κι ακουμπούσαμε τις  κανάτες μας στα τραπέζια, ορμούσαμε με φωνές και καλπασμούς να κατέβουμε κάτω στο λιμάνι εκεί που είχαν στήσει την εξέδρα για τον Σταυρό. Θα στεκόταν ο Δεσπότης εκεί και όλοι οι επίσημοι και ο πιο γενναίος και δυνατός βουτηχτής θα έπιανε τον Σταυρό.  Όλοι οι πιτσιρίκοι στεκόμασταν στριμωγμένοι και σπρωχνόμαστε   να πιάσουμε την καλύτερη θέση. Παράξενο που κανείς μας ποτέ δεν είχε πέσει μέσα στα βρώμικα νερά του λιμανιού μας κατά λάθος. Κι άρχιζε ο πάτερ το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..» κι όλοι τεντωνόμασταν να δούμε τον Σταυρό να πέφτει. Και τι δέος και σεβασμός όταν το παλληκάρι που τον έπιανε ευλαβικά Τον παρέδινε στον Δεσπότη μας τον Σεραφείμ. Κι εκείνος με προσοχή τύλιγε την λευκή, φαρδιά κορδέλα και του έδινε τα Τον προσκυνήσει. Φωνές και γέλια και χειροκροτήματα από την μαζεμένη παπαλίνα που θαύμαζε και ξεσηκωνόταν να ανδραγαθήσει κάποια στιγμή κι εκείνη με την σειρά της στο μέλλον. Κι αδημονούσαμε να μεγαλώσουμε να μοιάσουμε σ’ όλους τούτους τους γενναίους «Μυτληνιούς» που είχαμε ως πρότυπα στα μικράτα μας. Κι ας μην αφήνε ο πάτερ τα κορίτσια να πιάσουν τον Σταυρό. Τι πείραζε; Θα τον έπιανε μια μέρα ο Αρίστος ή ο Θεολόγος τα φιλαράκια μου. Και θα γιορτάζαμε όλοι την ευλογία την ξεχωριστή.

Γιατί έτσι είμαστε εμείς στην Μυτιλήνη. Μια γροθιά ενωμένη κι υποστηρικτική. Δεν έχουμε φθόνο ή ζήλιες. Διαπρέπει ένας, διαπρέπουμε όλοι μας. Και πουθενά αλλού δεν το έχω βρει αυτό παρά μονάχα στην Πατρίδα. Ας μην το πιστεύετε. Αυτή είναι η αλήθεια. Βλέπετε μας δένει η μοναξιά μας και η απομόνωση του νησιού. Κι έτσι πορευόμαστε στους αιώνες, καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον και με αποδοχή και σεβασμό. Κι όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα τόσο αναπάντεχα και τυχαία καθώς ξετρύπωσα από το μπαούλο στο πατάρι την ξεχασμένη γυάλινη κανάτα μου. Κι ανακουφισμένη την απίθωσα στο τραπέζι αφού δεν είχε τελικά χαθεί στην μετακόμιση.


Τόσες αναμνήσεις όμορφες και θεραπευτικές από  τα Φώτα στο νησί μας. Κι όλα, πάντα όμορφα, ευλαβικά, αξέχαστα...Ρ.Γ.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΨΩΜΙ

"Πρόσεχε!" φώναζε η μάνα,

"μην σκορπάς τα ψίχουλα στο πάτωμα!

Είν' αμαρτία".

Έπεφτε λίγο ψωμί κάτω

και το φιλούσαμε πριν το βάλουμε στο στόμα,

ευλαβικά σαν ν' ασπαζόμασταν σώμα Θεού.

Είχαμε μάθει να σεβόμαστε αυτό το ψίχουλο.

Δεν έπρεπε να σκορπιστεί στο έδαφος

άσκεφτα κι ανέμελα.

Κι έτσι μεγαλώσαμε.

Με ψωμί που έθρεψε πρώτα την ψυχή μας.

Κυρίως αυτή.

Ψιχία για την ψυχή μας.

Τα πιο σημαντικά κι απαραίτητα.

Φυλαγμένα σε μικρές ιδρωμένες χούφτες.

Κερδισμένα με κόπο.

Ανεκτίμητα. Ρ.Γ.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.


Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ Εκδόσεις «γραφομηχανή» - πεζό της Ειρήνης Γεροντάρα


Το βιβλίο ακολουθεί πιστά την άνοδο της ζωής με την υπέρβαση, όλα υποτάσσονται στ’ ολοκάθαρο ταξίδι του Έρωτα, το ασύνορο, το υπερβατικό, το αναλλοίωτο, σε χρόνο, σε εποχές και ορίζοντες. Τ’ ανθρώπινα προσωπεία σε μια υπέρ - διάσταση, πάνω από τα εγκόσμια της καθημερινότητας, λίγο πιο πάνω από τα φθαρτά πάθη και την πρόχειρη αλλοτρίωση, λίγο πιο πάνω από την διαδρομική αθανασία του Τέλους, της μιας περιπέτειας ή των πολλών, χωρίς έλεος καρδιάς και ψυχής, λίγο πιο πάνω από την συνηθισμένη άνοιξη των πόλων της αγάπης και των ταξιδιών, από την ανθοφορία της ψυχής, προς μια ουσιώδη λύτρωση, τελείωση της πράξης και της κάθαρσης , αναζήτησης και πραγμάτωσης.
Η αξιοπρέπεια της ζωής που δεν κρύβεται, ο ηθικός ενστερνισμός της που δεν κρύβεται, αλλά χάνεται, στον κοινωνικό συμφερτό της πτώσης και της μικρότητας. Ο έρωτας – εν τέλει- της ζωής που γίνεται, ο αδιαπραγμάτευτος προορισμός κάθε πράξης και κάλεσμα ζωής, κάθε ταξιδιού και καθεμιάς υπέρβασης, όταν οδηγούν τον άνθρωπο, σε μια αναλαμπή προσωπικής και κοινωνικής ωραιότητας, που δεν έχει- κάποτε- τίμημα, για τους άλλους, ούτε για το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, όταν ευημερούν τα πάθη της οιασδήποτε εξουσίας, κατά της απολυτότητας των επιλογών του ανθρώπου, προς μια ολόδικη του κατάνυξη και κατάληξη και ολοκλήρωση, κόντρα στα διαπραττόμενα της ζωής.
Γράφει για τους γείτονες η συγγραφέας, σελ. 47 «όλοι ξεκινούσαν και πορεύονταν σαν ιδιαίτερα ξεχωριστοί. Μα ήταν ξεχωριστοί μόνο στον καθρέφτη τους. Στην πραγματικότητα ήταν απόλυτα ίδιοι με αυτούς τους οποίους περιστασιακά απαξίωναν για να αυτοεπιβεβαιωθούν». Οι ανατροπές -εδώ- έρχονται απρόσκλητες, επικίνδυνες και διασπαστικές(κάποτε) και οι ήρωες του βιβλίου είναι πρόσωπα -καθημερινά- που βιώνουμε κοινά πράγματα, που αγνοούμε όμως την επιρροή τους και το χλευαστικό παιχνίδι της ζωής πάνω τους, όταν οι ανατροπές έρχονται μεταχρονικά , είτε ως φυσική τιμωρία της Νέμεσις , είτε ως απαύγασμα ευτυχίας, που δυσδιάκριτα επιβεβαιώνουμε προσωπικά. Στο κοινωνικό παιχνίδι της ζωής , το απρόσμενο τέλος όποιας κατάστασης ή τυχαιότητας, είναι και φέρεται είτε ως αυθορμησία των επιλογών των προσώπων, είτε ως αλαφιασμένη διαίσθηση , είτε ως ηχηρή επιβράβευση και απολαβή της ζωής (στην επικράτηση αυτής της κοινωνικής ικανοποίησης ) και προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, ή στον εσώτερο κοινωνικό στίβο, αυτής της εισπραττόμενης απολαβής, της ηρεμίας, της αγάπης, της συντροφικότητας κ.λ.π.
Το καθημερινό μας οδοιπορικό – για την συγγραφέα είναι ένα συνεχόμενο στάδιο  συναισθηματικής υπέρβασης. Προτρέπει στην υπέρβαση, προτρέπει στην παρατήρηση και στην καθημερινή ανίχνευση της ζωής. Η συγγραφέας είναι ένας ηδυπαθής γευσιγνώστης των γεγονότων (όπως είχα γράψει σε ένα ποίημα μου), αναλυτής και μαχητής, της δύναμης που βγαίνει αυτούσια, δημιουργική, λυτρωτική – είτε στιγμιαία, είτε ολοζώντανη, αλλά που δημιουργεί μια άλλη – αδιάσπαστη συνέχεια στη ζωή, ικανοποιητικής προσωπικής οντότητας.
Μαζεύει η συγγραφέας προσεκτικά την κρούστα του διηγήματος, προσφέροντας μια αλυσιδωτή ψυχική-εμπειρική ανθοφορία πράξεων. Γράφει η συγγραφέας σελ.92  «Το έβγαζαν και φωτογραφίες με τα τηλέφωνα τους, πλάι στις βρύσες. Και κορδωνόταν ο κυρ Θανάσης , αγκαλιά με την πλουμιστή πραμάτεια του. Και γέλαγε με το πλατύ ξεδοντιάρικο στόμα του και τα’ αστραφτερά μάτια του. Είχε φτάσει η μουτσούνα του στα πέρατα της γης. Ας ήταν καλά τούτο το νεράκι του Θεού το δώρο για τους ανθρώπους και την πλάση όλη». Και στην σελ. 79 « Ο παράδεισος. Ένα όνειρο σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις, μόνο λερώνεσαι και η πεταλούδα σαν να ξεβάφει».
Μέσα στην φρενίτιδα της ζωής και της άστατης καθημερινότητας, η συγγραφέας και παρά την οξύτητα των παρατηρήσεων (έμμεσων ή άμεσων) που βγαίνουν αβίαστα κατά την ανάγνωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή της όποιας τραγικότητας της διήγησης και των γεγονότων, έμμεσα πλανώνται  στο βιβλίο, τα στοιχεία της τρυφερότητας, της αθωότητας και της προσεγμένης ανασκόπησης και ψυχολογίας των ηρώων, έτσι που να διαφαίνεται το αποτέλεσμα καλύτερα και η κάθαρση ως μια εκ προοιμίου θετική λύτρωση και διέξοδος, που να συνδέει τα κοινωνικά δρώμενα μεταξύ τους και να είναι -ταυτόχρονα- ως δίκην δικαίου, το τέλος της διήγησης , ή σαν κάτι αναπόφευκτο -  ως κοινωνική διαπαιδαγώγηση ή σαν αιχμηρό αποτέλεσμα, προηγούμενων εμπειριών της ζωής που κλείδωσαν τα συμφραζόμενα, με ηθική διέξοδο (ως επί το πλείστον), συμμορφούμενος ο ήρωας με το κοινωνικά δίκαιο και αποδεκτό. 
Στο διήγημα «Οι ενδιάμεσοι», θίγει η συγγραφέας την απόλυτη αναγκαιότητα της ύπαρξης της ζωής και της συνέχειας της- με όποιο κόστος. Στα «Προσωπεία των θεών» (τίτλος βιβλίου) μάχεται για την ανθρώπινη ταυτότητα που παραληρεί σε ασύμφορες- συνήθως- συνθήκες ζωής και αλλάζει κατά το δοκούν το πρόσωπο. Ο τίτλος ενώνει νοηματικά- κοινωνικά και παραδειγματικά, όλες τις άλλες διηγήσεις. Στο διήγημα «Οι γείτονες» έδωσε σε διηγηματική κωμωδία , τις ασύμβατες πλευρές των γεγονότων, με τα διπλά πρόσωπα, στην υποβόσκουσα δολιότητα και αντικειμενικότητα της ζωής. Και τον εν τέλει ξεπεσμό, ως μια συνήθη κατάσταση, που δεν φαίνεται καθαρά εξ αρχής, ο ρόλος του γείτονα. Στο «Λίζα σ’ αγαπώ», η φρενίτιδα της ζωής που ενσαρκώνεται στην τρέλα και στην απομόνωση. Στο «Παράπλευρες απώλειες» καταδείχνεται ωμά  το δράμα μιας σχέσης που ξεκίνησε το άτομο με το «έχειν» του, αλλά άδειο σε ψυχισμό και ανταπόκριση. Το τέλος, άκρως οδυνηρό, με απώλεια ζωής ατόμων, έξω του νυμφώνα της άτοπης- άκαιρης και ασύμφορης – κοινωνικά – σχέσης των δύο πρωταγωνιστών. Στο «Μεγαλώνοντας» βγαίνει όλο το κατακάθι της άπρεπης συμπεριφοράς του πατέρα και ο δεύτερος «πατέρας» του πρωταγωνιστή ( ο Καζαντζάκης) , τον οπλίζει δια βίου να παλεύει και να επιβιώνει στη ζωή.  Στα «Κορίτσια» η παιδική αθωότητα και ανεμελιά και η σιωπή που καλύπτουν δεκαετίες, γεγονότα που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.
Συγκίνηση προκαλεί η ρευστότητα της γλώσσας, το σφιχτό δέσιμο της πλοκής – κάθε διήγησης, το άμεσο εφικτό και περιεκτικό, η ουσία της διήγησης να έχει πάντα- κοινωνικό υπόβαθρο και απόηχο ήθους και ύφους, η λαγαρή διήγηση, δεμένη άρρηκτα με το περιβάλλον, οι κεντρομόλες ιδέες του βιβλίου , στα «Προσωπεία των θεών» άμεσες και διακρινόμενες όπως και οι κεκρυμμένες παρασπονδίες της ζωής, όπως ο υποκειμενισμός και η μετριότητα της αντίληψης των ατόμων μπρος στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Γράφει η συγγραφέας σελ. 96-97 «Έβριζε και φώναζε όταν έπινε αργά το βράδυ. Οι μέρες χωρισμένες στα δυο, στα νηφάλια πρωινά και στα μεθυσμένα βράδια.. Καμία λογική. Καμία θύμηση. Καμία συνεννόηση. Μόνο φωνές, νεύρα, θυμός και βία. Οι άνθρωποι, λένε, γεννιούνται ίσοι. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Μερικοί έχουν μόνο δικαιώματα κι άλλοι μόνο υποχρεώσεις. Οι πρώτοι απαιτούν εξυπηρέτηση. Οι δεύτεροι γίνονται δουλικά και σκλάβοι των πρώτων. Κι ο Μιχάλης μεγάλωνε σ’ ένα σπιτικό γεμάτο καυγάδες και σιωπές. Σε μια φαμίλια, που δεν ήξερε προς τα πού πήγαινε. Εκείνη την ημέρα πήρε την «Ασκητική» και βούρκωνε σε κάθε πρόταση και δεν μπορούσε να διαβάσει πιο πέρα. Τόση λευτεριά μέσα στις σελίδες, τόση δύναμη..»
Η ευτέλεια- λοιπόν- ο θεατρινισμός, η πλαγιοσκόπηση της συνείδησης, όπου το άτομο πιέζεται ή αντιστέκεται, η ελπίδα της ευτυχίας, το ξεδίψασμα της ψυχής και το αγίασμα της στάσης του ατόμου, που έρχεται μέσα από το κοινωνικό δίκαιο ή μέσα από τον κρατήρα της κοινωνίας που καλλιεργεί νέο πρόσωπο, νέα συνείδηση, νέα συμπεριφορά και νέες αντιστάσεις στα πράγματα, είναι το συνολικό επίτευγμα στα «Προσωπεία των Θεών» της εκλεκτής φίλης, ποιήτριας, πεζογράφου Ειρήνης Γεροντάρα.
Το βιβλίο προτείνει ν’ αγγίξουμε τον άλλο άνθρωπο και να τον δούμε εσωτερικά, γράφει στο οπισθόφυλλο.
Της ευχόμεθα από καρδιάς, οικογενειακή χαρά, ευτυχία και δύναμη ψυχής να συνεχίσει το έργο της με αισιοδοξία και μεστή λογοτεχνική προσφορά στη ζωή.
Κώστας Καρούσος (Πρόεδρος της Ε. Ε. Λ. , Λογοτέχνης, Εικαστικός)
Αθήνα
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών 20/12/2019