Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

ΠΕΡΙ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΆΛΛΩΝ

 

Αν όσο περνά ο καιρός η ζωή σου γεμίζει από ανθρώπους που νόμιζες πως ήξερες και το χειρότερο που βιώνεις είναι οι υποψίες σου που επιβεβαιώνονται, τότε δεν είχες ποτέ καταλάβει την αξία σου.

Απ’ όλες τις διαδρομές της ζωής, αυτή είναι η δυσκολότερη. Κι αν είσαι λίγο ευαίσθητος ή δοτικός, είναι φορές που καταντά ανέφικτο να καταλάβεις το ποιόν του άλλου.

Το βασικότερο λάθος που κάνεις είναι να νομίζεις πως όλοι είναι σαν εσένα.

Φυσικά και δεν είναι. Αφήνεσαι να εμπιστευθείς, δίνεσαι και δίνεις με την καρδιά σου κι εν τέλη κερδίζεις μόνο απογοήτευση και πίκρα.

Οι “θριαμβευτές της ζωής” σε κορόιδεψαν για άλλη μια φορά. Σκοπός τους να πατήσουν επί πτωμάτων για να ανελιχθούν.

Ξέρεις, φταις κι εσύ λίγο.

Τίποτα απ’ αυτά δεν θα γινόταν αν εσύ ήξερες τι αξίζεις.

Τι σου έπρεπε να λαμβάνεις από την αρχή. Γιατί μην μου πεις πως από την αρχή δεν είχες υποψίες; Φυσικά και είχες. Μα έδινες περιθώρια. Θες από έρωτα, θες από μοναξιά, θες από φιλία, θες γιατί έτσι σε μεγάλωσε η μητέρα σου, να έχεις αξίες, να πιστεύεις στον άνθρωπο.

Αλλά που να ήξερε κι εκείνη πως οι περισσότεροι είναι υπ άνθρωποι;

Τι έφταιγε η δόλια η μάνα; Έναν καλύτερο κόσμο ονειρευόταν κι εκείνη και μεγάλωνε ένα παιδί για αυτόν τον κόσμο.

Μην ρίχνεις αλλού το φταίξιμο όμως, στο θέμα μας.

Εσύ πρέπει πρώτα να καταλάβεις ποιος είσαι, τι αξίζεις, τι σου αρμόζει.

Να σε γνωρίσεις.

Να σε δεχθείς και να σε αγαπήσεις.

Αυτογνωσία το λένε και είναι το πιο σημαντικό επίτευγμα.

Δούλεψε αποστασιοποιημένα με τον εαυτό σου.

Μάθε τα καλά και τα άσχημα και αγκάλιασε τα.

Πως να σ’ αγαπήσουν οι άλλοι,  αν εσύ πρώτα δεν αγαπάς τον εαυτό σου;

Πως να σε σεβαστούν, αν εσύ δεν σέβεσαι εκείνο το παιδί που σε κοιτά στον καθρέφτη κάθε πρωί;

Μάθε πρώτα την αξία σου για να την αποδεχθείς και να την δείξεις και στους άλλους. Άλλο να θέλουν να σε μειώσουν κι άλλο να μπορούν. Αυτό είναι δικό σου θέμα.

Μάθε, λοιπόν, τι αξίζεις και τότε θα έρθει κι αυτός που σου αξίζει.

Γιατί έτσι μαθαίνεις να διεκδικείς αυτό που σου πρέπει.

Είμαστε οι επιλογές μας και πάντα απολαμβάνουμε τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών.

Αν δεν μας γνωρίζουμε καλά, επιλέγουμε καταστροφικά και για μας αλλά και για τους αθώους όπως είναι τα παιδιά που φέρνουμε στον κόσμο.

Είναι χρέος η αυτογνωσία κι υπευθυνότητα.

Όπως και το να ξέρεις να φεύγεις καμιά φορά και ν' αφήνεις τον άλλον με τις επιλογές του.

Διεκδίκησε την αξία σου.

Σου το χρωστάς.

Μα κυρίως το χρωστάς στην μητέρα σου.Ρ.Γ



 

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

ΛΕΞΕΙΣ


Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που δεν τον σεβάστηκε ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.   Ρ.Γ.



Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ

 

Μόνο ταξίδευε. Στις αποσκευές κουβαλούσε ελάχιστα, αλλά πάντα ένα μολύβι. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Ήταν εκεί, ριγμένο βιαστικά στην θήκη του σακιδίου, κάτω από το παλιό, ριγέ τετράδιο των σχολικών του χρόνων. Πότε είχαν επιβιβαστεί στα πράγματα του αυτά τα δύο αντικείμενα, ούτε και θυμόταν. Ίσως τα είχε πετάξει βιαστικά όταν ξεκίνησε. Κι απόμειναν.

Η πορεία του δεν είχε λιμάνια και όρια. Οι μόνες στάσεις γινόταν από την καρδιά του πάντα. Στις διαδρομές απλά άφηνε την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του σαν ταινία. Έτσι αντιλαμβανόταν την αλλαγή και τελικά την μεταμόρφωση. Το κέρδος της πορείας δεν ήταν ποτέ ένας προορισμός. Έμενε πιστός στα όνειρα της νιότης. Εκείνα τα αληθινά, τα έρημα από αλλοτρίωση και συμβιβασμούς. Οι θάλασσες και οι στεριές ήταν πάντα το ίδιο για εκείνον. Με δρασκελιές απρόσεκτες κι απόκοτες καμιά φορά – τις περισσότερες φορές – τολμούσε και συνέχιζε. Ρουφούσε με ματιές κοφτές κάθε εμπειρία. Τον συνάρπαζε τούτο το απροειδοποίητο, το τολμηρό, το ανεξερεύνητο.

Μια μέρα το όνειρα γινήκαν βιαστικά. Δεν το κατάλαβε πότε ακριβώς συνέβη. Ήταν μια διαδικασία απαλή αυτή η μετάβαση στην εμπειρία από την ανεμελιά της νιότης. Σαν να έριχνες σ’ ένα ποτήρι κόκκους άμμου. Κι αυτοί έπεφταν γλυκά ένας-ένας χωρίς να συνωστίζονται στο στόμιο του μπουκαλιού. Έτσι, δεν το κατάλαβε πότε τα όνειρα άρχισαν να βιάζονται. Όσο κι αν τα τραβούσε πιο πίσω αυτά ήθελαν να ταξιδέψουν όλο και πιο γρήγορα. Τα χαρακτήριζε αυτή η οξυδέρκεια. Αντιλαμβάνονταν πρώτα από εκείνον, πως η άμμος σύντομα θα τελείωνε στο μπουκάλι  και δεν υπήρχε η δυνατότητα της επαναφοράς.

Μοναχικά και σχεδόν αυτιστικά, είχε περάσει κι ο ίδιος προς την έξοδο. Αυτή ήταν η Τέχνη του. Η δημιουργία και η παρακαταθήκη του στο σύμπαν : οι αναμνήσεις. Πήρε σιωπηλά το μολύβι να της καταγράψει. Έτσι για να ξαναθυμηθεί. Να ξαναζήσει το όνειρο. Να μην πάει χαμένο. Να έχει λόγο ο χρόνος. Εκεί προς το τέλος, πρέπει να υπάρχει λόγος, δικαιολογία και σκοπός.

Μα άφησε κάτω το μολύβι. Δεν ήταν για κείνον αυτά. Μ’ ένα μολύβι σχεδιάζεις όρια, χρησιμοποιείς κανόνες γραμματικής και τα ταξίδια αποκτούν σκοπό και δικαιολογίες, ορθή σύνταξη και ποιητικά αίτια. Δεν ήταν για κείνον τα μέρη του λόγου, οι γραμμές, τα σχέδια. Δεν χωρούσαν σε σελίδες όσα είχε δει και κάνει. Κι η μοναξιά του δεν μπορούσε να γίνει ανάγνωσμα για ένα φιλοθεάμον κοινό. Το έσπασε το μολύβι κι έμεινε στην πολυθρόνα να κοιτά από το παράθυρο.Ρ.Γ.



Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

ΦΑΝΤΑΣΙΑ

 

Ο δόκτωρ Νικόλαος Αργυρός, διευθυντής του Παγκόσμιου Φόρουμ Υγείας, σηκώθηκε αργά εκείνο το πρωί από το κρεβάτι του. Ήταν τα γενέθλια του και η σύζυγος του είχε οργανώσει, όπως κάθε χρόνο, το ετήσιο πάρτι προς τιμήν του. Φέτος θα έκλεινε τα 127. Ήταν πολύ ικανοποιημένος με τα επιτεύγματα του. Είχε γεννηθεί έναν και κάτι αιώνα πριν. Στην ζωή του είχε γίνει μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεγονότων και αλλαγών. Σε πολλά από αυτά είχε ο ίδιος πρωταγωνιστήσει. Συνεπώς είχε κάθε λόγο να γιορτάζει αφού ακόμα ζούσε και διέπρεπε στον τομέα που είχε σπουδάσει κι εξελίξει.

Ο δόκτωρ Αργυρός, δεν ήταν απλά ένα μεγάλο στέλεχος του Φόρουμ Υγείας, του μεγαλύτερου κυβερνητικού οργανισμού στον κόσμο. Ήταν ο ιδρυτής και ο ιθύνων νους πίσω από την επιστήμη της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους. Οι μελέτες του στρέφονταν γύρω από την επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής αλλά και της αναπαραγωγής  σε προχωρημένη ηλικία. Ο κόσμος γύρω του είχε αλλάξει ριζικά και κύριος υπεύθυνος ήταν εκείνος και οι συνεργάτες του. Βέβαια, η ποιότητα ζωής είχε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που είχαν προκύψει μετά από την μεγάλη Πανδημία του κορονωιού, που είχε ξεσπάσει το 2019. Τότε ακριβώς, ήταν που είχε αρχίσει να καταρρέει με γρήγορους ρυθμούς και το φυσικό περιβάλλον του πλανήτη, ύστερα από την ασύστολη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.

Ήταν οι μελέτες και η έρευνα του δόκτορος, που είχαν φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της Πανδημίας και της ασφαλούς διατήρησης του ανθρώπινου είδους. Όλοι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι του πλανήτη είχαν σωθεί χάρις στο εμβόλιο του. Δυστυχώς οι νεώτεροι δεν ανταποκρίθηκαν θετικά στην ανακάλυψη του με αποτέλεσμα να έχουν όλοι εξαφανισθεί. Την ημέρα των γενεθλίων του, στις 11 Ιανουαρίου 2137 ο παγκόσμιος πληθυσμός της Γης, αριθμούσε γύρω στα 80 εκατομμύρια υπερήλικες, οι οποίοι ζούσαν συγκεντρωμένοι   σε ότι είχε απομείνει από τις πάλαι ποτέ πέντε ηπείρους, στον υδάτινο πλέον πλανήτη. Μετά τις αλυσιδωτές εκρήξεις των ηφαιστείων της Νισύρου, της Σαντορίνης, της Αίτνας, του όρους της Αγίας Ελένης και όλων των μεγάλων ηφαιστείων του Ειρηνικού Ωκεανού, οι κατοικημένες και κατοικήσιμες εκτάσεις του πλανήτη είχαν συρρικνωθεί σημαντικά. Το ανθρώπινο είδος είχε δώσει μια σημαντική μάχη αλλά δεν τα κατάφερε. 

Οι επιβιώσαντες ζούσαν συγκεντρωμένοι, σε 7 τεράστιες πόλεις-θερμοκήπια στα υψηλότερα σημεία του εδάφους κι έτσι επιβίωναν. Η τεχνολογία για την διατήρηση της ζωής, είχε βασιστεί στις έρευνες του κορυφαίου Έλληνα γενετιστή, επιδημιολόγου και ανθρωπολόγου, δόκτορος Αργυρού. Όλοι στο πρόσωπο του αναγνώριζαν τον σωτήρα τους. Δυστυχώς είχαν χάσει τα παιδιά τους και η ζωή, όσο κι αν είχε επιμηκυνθεί, κάποια στιγμή θα έπαυε. Όδευαν αργά αλλά σταθερά προς την εξαφάνιση. Οι έρευνες τώρα επικεντρώνονταν στην αναπαραγωγή του είδους με τρόπους τεχνητούς. Ακόμα δεν είχαν όμως καταφέρει να κάμψουν την αντίσταση της φύσης. Τα πειράματα αποτύγχαναν το ένα μετά το άλλο. Ως ώρας είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν κλώνους που ενισχυμένοι με τεχνητή νοημοσύνη και επίσης τεχνητά μέλη του σώματος, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με ανθρώπους. Τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες, στρατιώτες ή υπηρέτες, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Οι τεράστιες πόλεις-θερμοκήπια με μεγαλύτερη το Παρίσι, είχαν όλες σημαιοστολιστεί για τον εορτασμό των γενεθλίων του ιδρυτή και σωτήρα τους. Τα μεγάφωνα δονούνταν από τις μελωδίες των επιτυχιών του 1970, 1980 και 1990, τότε που οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν περάσει την εφηβεία και τα νεανικά τους χρόνια. Αν κάποιος κοιτούσε γύρω του προσεκτικά θα έμοιαζε πως ο χρόνος είχε παγώσει στο τότε. Ακόμα και η μόδα στα ρούχα και στα κοσμήματα αλλά και στα χτενίσματα, ήταν επηρεασμένη από αυτές τις δεκαετίες. Οι υπερήλικες ζούσαν με τους ρυθμούς αυτούς κι αν και όλοι ήταν πάνω από 100 ετών, η εμφάνιση τους σε τίποτα δεν μαρτυρούσε την αληθινή ηλικία τους. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος στην επιδερμίδα τους. Εξωτερικά η ηλικία τους ήταν απλά ακαθόριστη. Με δέρμα τεντωμένο και λαμπερό χωρίς ρυτίδες ή κηλίδες θύμιζαν πλαστικές κούκλες παρά ανθρώπινα όντα. Η όραση και τα άλλα όργανα, λειτουργούσαν υποβοηθούμενα με σωστή φαρμακευτική αγωγή και πολλά χημικά σκευάσματα. Γενετικά η γήρανση είχε σταματήσει και ζούσαν διατηρώντας την ύπαρξη και βελτιώνοντας την εμφάνιση τους με πλαστικές επεμβάσεις.

Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες ζωής, ήταν επόμενο να υπάρχει τεράστια αυστηρότητα. Τα απαιτούμενα μέτρα συντήρησης της ζωής, ήταν σκληρά και δεν άφηναν περιθώριο για πολλές ελευθερίες. Ο αέρας έξω από την πόλη ήταν τοξικός και όποιος προσπαθούσε να βγει, κατάφερνε να φτάσει μόνο μέχρι την τάφρο που περιτριγύριζε τις πόλεις, προτού πνιγεί από τα αέρια. Είχε θεωρηθεί απαραίτητη η κήρυξη της νέας μοναρχικής δημοκρατίας. Αυτή η νέα τάξη πολιτικής ελίτ, είχε επιβάλει την παρουσία της και κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέσα από το Παγκόσμιο Φόρουμ Υγείας. Οι ιθύνοντες ήταν επιστήμονες και η αρχηγική ηγετική μορφή ήταν ο ίδιος ο Δόκτωρ Αργυρός. Σε κάθε πόλη-θερμοκήπιο, είχε οριστεί ένα επιστημονικό συμβούλιο που καθόριζε τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα. Πέρα από τους κλώνους, κανείς δεν υπήρχε να καλλιεργήσει την γη και κυρίως τρέφονταν με χημικά τρόφιμα. Λόγω έλλειψης νέων ανθρώπων καινοτομία και πρωτοπορία δεν υπήρχε. Είχαν όλα στεγνώσει. Το μοντέλο διαβίωσης δεν ήταν συντηρητικό παρ’ όλα αυτά. Αστυνομία δεν υπήρχε καθώς δεν υπήρχε έγκλημα. Ο νέος κόσμος ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα όσων είχαν επιβιώσει.

Υπήρχαν, όμως, άσχημες φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πιο νέους από τους επιζήσαντες. Ψιθύριζαν πως ο δόκτορας και η ομάδα του είχαν βίαια εξαλείψει τις φωνές διαμαρτυρίας των νεότερων. Η απειθαρχία τους είχε παταχθεί εξαρχής. Χαμηλόφωνα διέδιδαν πως ενώ είχε βρεθεί θεραπεία για τον ιό στους νεώτερους, είχε μείνει κρυφή η έρευνα και τελικά καταστράφηκε, όταν οι νέοι είχαν αντισταθεί στην δημιουργία της νέας τάξης πραγμάτων. Πολλοί μιλούσαν για αιματηρά επεισόδια και αιματηρές τιμωρίες για όσους δεν συμφωνούσαν. Κάθε αντίσταση και κάθε επαναστατική κραυγή είχε καταπνιγεί. Οι γηραιοί δεν δέχονταν με τίποτα να χάσουν τα ηνία. Φήμες που όλο κι ελαττώνονταν, έκαναν λόγο για ένα στρατό κλώνων που είχε εξολοθρεύσει κάθε νεανικό θύλακα αντίστασης μέσα στις πόλεις – θερμοκήπια. Καθώς ο χρόνος περνούσε και κάθε απόδειξη διαγραφόταν από την συλλογική μνήμη των ανθρώπων, οι γηραιοί εδραίωναν την εξουσία τους. Έτσι, σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου του σωτήριου έτους 2137, στα γενέθλια του ηγέτη και σωτήρα τους, όλοι είχαν ένα λόγο να γιορτάζουν, έχοντας διαγράψει εντελώς από την μνήμη τους τις απώλειες παιδιών και συγγενών κι έχοντας κρατήσει την πολύτιμη επιβίωση τους στην πλαστική συσκευασία της συντήρησης όπου και διαβίωναν.

 

Εκείνη την Κυριακή ο Κώστας ξύπνησε από την έντονη ακτινοβολία του ήλιου. Ζούσε σε μια μικρή παραγκούπολη κρυμμένη στην παχιά βλάστηση του Παρνασσού. Μαζί του υπήρχαν και είκοσι περίπου οικογένειες Ελλήνων που είχαν μείνει εκτός των πόλεων-θερμοκηπίων και ζούσαν σαν αγρίμια, κρυμμένοι στις σπηλιές του όρους, εκεί που στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής του 1940, οι κάτοικοι της Αράχοβας έκρυβαν τα μικρά παιδιά για να μην τα βρουν οι Γερμανοί και τα σκοτώσουν.

Ο Κώστας σηκώθηκε από το πρόχειρο κρεβάτι του και τεντώθηκε νωχελικά. Το μάτι του έπεσε, όπως κάθε πρωί στην σκουριασμένη και μισοκατεστραμμένη διαφημιστική πινακίδα, απέναντι από το στρογγυλό παράθυρο του. Χρόνια πολλά πριν, από εκεί περνούσε ο αυτοκινητόδρομος που οδηγούσε στους Δελφούς. Τώρα δεν είχε μείνει παρά πυκνή βλάστηση και τα κατεστραμμένα ίχνη της ανθρώπινης παρέμβασης. Ότι ανθρώπινο είχε καταστραφεί και η θάλασσα έφτανε μέχρι το μαντείο των Δελφών  έχοντας πνίξει τα πάντα. 

Η πινακίδα διαφήμιζε το τελευταίο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα της δεκαετίας του 2020, Κλωντ Μορρίς. Ότι είχε απομείνει από τον τίτλο του βιβλίου έγραφε: «Ζήσε την στιγμή» και παρότρυνε τους περαστικούς αλλά και τον Κώστα με τους γείτονες του να επιμένουν. Βέβαια οι στιγμές του Μορρίς και οι στιγμές του Κώστα είχαν μεγάλη διαφορά. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια όμορφη συμβουλή.

Γενικά οι λιγοστοί Έλληνες που κατοικούσαν στις σπηλιές και στις παράγκες του Παρνασσού, είχαν διατηρήσει τις κτηνοτροφικές συνήθειες των προγόνων τους. Στα εναπομείναντα όρη της Ελλάδας, ο χρόνος είχε μείνει στάσιμος. Από την κλασσική αρχαιότητα του Περικλή μέχρι το σκοτεινά μοναχικό 2137 όλα γίνονταν με τον ίδιο τρόπο. Οι τρομερές πόλεις θερμοκήπια είχαν φτάσει στ’ αυτιά των κατοίκων. Παλιότερα μια ομάδα είχε ξεκινήσει να πάει σε μια από αυτές. Συγκεκριμένα είχαν αποπειραθεί να φτάσουν στο Παρίσι που τώρα πια βρισκόταν κοντά στην οροσειρά των Άλπεων καθότι όλα τριγύρω είχαν πλημυρίσει. Είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο άντρο των ηλικιωμένων, πιστεύοντας πως θα γίνονταν δεκτοί με χαρά από τον διάσημο συμπατριώτη τους γιατρό που είχε σώσει την ανθρωπότητα.

Αρχικά όλα έδειχναν θετικά. Αφού τους έβαλαν σε σαρανταήμερη καραντίνα, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας τους τακτοποίησαν σε μια άκρη της πόλης τους. Θα περίμενε κανείς πως οι λιγοστοί πιονιέροι τριαντάρηδες που είχαν καταφέρει να έρθουν στο Παρίσι θα γίνονταν θέμα συζήτησης κι όλοι θα ήθελαν να βγουν να ψάξουν και για άλλους νέους. Γρήγορα η ελπίδα διαψεύστηκε. Το συμβούλιο τους έκρυψε καλά σε έναν σκοτεινό συνοικισμό και γρήγορα κανείς δεν μιλούσε για αυτούς. Δεν μπορούσαν να βγούνε στους δρόμους με τους άλλους κατοίκους. Ούτε τους επιτρεπόταν να εγκαταλείψουν τα όρια της γειτονιάς τους. Όποιος είχε τολμήσει να βγει είχε πέσει σε θανατηφόρα παγίδα. Εγκλωβισμένοι εκεί έγιναν αντικείμενα πειραμάτων και δοκιμών. Γρήγορα κατάλαβαν πως δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτοι και θέλησαν να απελευθερωθούν. Ο στρατός των κλώνων έπαιξε τον ρόλο του ως άρμοζε σε στρατό και αφού τους έκλεισαν σε εργαστήρια για να τους γονιμοποιήσουν και να σώσουν το είδος τους άρχισαν τα πειράματα. Τα παιδιά που δημιουργήθηκαν είχαν γενετικές ανωμαλίες και πέθαιναν νωρίς. Σε λίγο καιρό δεν έμεινε κανένας από την αρχική ομάδα που είχε φτάσει στο Παρίσι και θέλησε να ζήσει εκεί.

Νιώθοντας να απειλείται η θέση και η κατάσταση ζωής που είχε δημιουργήσει ο δόκτωρ Νικόλαος Αργυρός αποφάσισε πως η παλιά ρήση «τόπο στα νιάτα» ήταν απαράδεκτη. Με συνοπτικές διαδικασίες αποφάσισε να συλλάβει και να θανατώσει όσους ζούσαν εκτός των τειχών και είχαν καταφέρει αν επιβιώσουν χωρίς την αρωγή του.  Στρατοί από κλώνους ξεχύθηκαν σε κάθε γωνιά του πλανήτη, προσπαθώντας να ξετρυπώσουν τους επιζώντες. Τα νέα έφταναν αργά στους οικισμούς που ζούσαν χωρίς ηλεκτρισμό και τεχνολογία. Μα έφταναν με την μορφή προφορικού λόγου και εξιστορήσεων των τραγικών συμβάντων. Πολλοί θύλακες είχαν ανακαλυφθεί και οι κάτοικοι τους είχαν θανατωθεί βίαια από τους κλώνους. Σε πολλά μέρη η θάλασσα είχε βαφτεί κόκκινη από το αίμα των νεκρών νέων. Ο Παρνασσός είχε μείνει κρυφός προς το παρόν.Ο Κώστας και οι συμπατριώτες του κατάφερναν να ξεγελάνε τους κλώνους τόσο καιρό τώρα.

Εκείνη την Κυριακή του 2137, μπήκε απότομα μέσα στο δωμάτιο του ο φύλακας Λάιος μεταφέροντας μήνυμα από τον οικισμό του Σουλίου. Οι νέοι που ζούσαν στο παλιό μοναστήρι στην ρίζα του ιστορικού βράχου είχαν πάρει μια απόφαση. Αντίσταση οργανωνόταν από Έλληνες και Βαλκάνιους επιζώντες. Είχαν μαζέψει έναν μικρό στρατό που αποφάσισε επιτεθεί στο αποστειρωμένο κατεστημένο των ηλικιωμένων. Νέοι επαναστάτες από τα Ουράλια, τον Καύκασο και το Αραράτ ξεκινούσαν από τα όρη τους να καταλάβουν τις πόλεις. Δεν θα επέτρεπαν άλλο στους κλώνους να επιτίθενται και να τους αποδεκατίζουν. Είχε φτάσει η ώρα να αντισταθούν. Η σπίθα της ζωής και της δημιουργίας έπρεπε να επιζήσει. Τα σαθρά, πολυκαιρισμένα απομεινάρια έπρεπε να εκλείψουν πια. Η ανθρωπότητα ζητούσε να επιβιώσει. Ο αποκλεισμός και η καταπίεση και η απαξίωση και ο όλεθρος που σκορπούσε το κατεστημένο των ηλικιωμένων, έπρεπε να εξαφανιστούν. Η ώρα της Επανάστασης είχε φτάσει. Σήμερα ήταν η μέρα να οργανωθεί και να εκτελεστεί η δολοφονία του δικτάτορα ηγέτη των κλώνων. Πρώτα θα τον σκότωναν κι έπειτα θα έπαιρναν πίσω την ζωή που τους στέρησε. Την τεχνογνωσία και την ευημερία που δικαιωματικά τους ανήκαν.

Γιατί οι νέοι ήταν η ελπίδα της γης. Η διαιώνιση του είδους και η νίκη εναντίον του παρελθόντος. Με τα αρχαία όπλα τους και την σπίθα της ζωής αλλά και την εξυπνάδα και την ικανότητα να επιβιώνουν και να παλεύουν με αντιξοότητες ξεκίνησαν να επιτεθούν στις πόλεις-θερμοκήπια. Εκεί που κάποτε διατηρήθηκε η στρεβλή νοοτροπία πως ο άνθρωπος είναι το κυρίαρχο ον του πλανήτη κι αν ήθελε του επιτρεπόταν να τον καταστρέψει μαζί με τα ίδια τα παιδιά του, προκειμένου να ζήσει εκείνος όπως κι αν ήταν. Η ανθρωπότητα άξιζε μια καλύτερη τύχη. Η νέοι είχαν την απόφαση και ξεκίνησαν να διεκδικήσουν την ζωή τους πίσω.

 

Η ομάδα του Παρνασσού και του Σουλίου ενώθηκαν λίγο έξω από τα παλιά σύνορα της Ιταλίας με την Αυστρία. Είχαν σχεδόν φτάσει έξω από τα όρια του θερμοκηπίου. Μέσα στον θόλο μπορούσαν να διακρίνουν λουλούδια και χρώματα απίστευτα. Μοντέρνα, λαμπερά και γυάλινα κτίρια και δρόμοι πολλών λωρίδων χωρίς οχήματα να τους διασχίζουν, φαίνονταν από όπου κι αν κοίταζες. Η ευημερία και η ξεγνοιασιά ήταν έκδηλα στοιχεία της ζωής των κατοίκων του θερμοκηπίου. Ο Κώστας ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά. Ένιωσε απίστευτα αδικημένος και λεηλατημένος από όσα του αναλογούσαν στην ζωή. Θυμόταν την μητέρα και τον πατέρα του που τον μεγάλωναν με τα στοιχειώδη, χωρίς ανέσεις κι ευκολίες. Αναλογιζόταν όλες τις στιγμές που οι γονείς του καταβεβλημένοι από τον καθημερινό κάματο της επιβίωσης δάκρυζαν νικημένοι λίγο πριν την «Καληνύχτα» και το γλυκό φιλί στα δυο τους παιδιά. Αυτό τον θύμωνε και τον πείσμωνε περισσότερο. Εκείνοι είχαν στερηθεί τα πάντα και ζούσαν σαν αγρίμια, κυνηγημένοι ενώ βλέποντας την ευμάρεια που επικρατούσε μέσα στην πόλη θερμοκήπιο, ο Κώστας καταλάβαινε πως υπήρχε άπλετος χώρος και για όλους όσους ζούσαν εκτός των τειχών. Αν υπήρχε καλή θέληση όλοι χωρούσαν να συμβιώσουν. Η ζωή έξω από τα θερμοκήπια ήταν δύσκολη αλλά υπήρχε. Οι κάτοικοι των πόλεων αγνοούσαν την ύπαρξη των νέων εκτός των τειχών.  Μόνο ο ηγέτης τους γνώριζε. Με εγκληματική δράση εναντίον του μέλλοντος της ανθρωπότητας, ο «σωτήρας» της είχε αποφασίσει να υπερασπιστεί το έργο του και να θανατώσει την φυσική εξέλιξη του είδους του.

Ο Κώστας στεκόταν έξω από την τάφρο. Η βασική δυσκολία του εγχειρήματος των νέων ήταν να περάσουν από τα τοξικά αέρια που ψέκαζαν κάθε εισβολέα. Οι κλώνοι στέκονταν παρατεταγμένοι σε τρεις σειρές ακριβώς έξω από την μεγάλη τάφρο. Αν κατάφερνες να περάσεις μέσα από την δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της τάφρου σε περίμεναν πάνοπλοι, μηχανικοί στρατιώτες με τα δάχτυλα στην σκανδάλη. Τα όπλα των νέων ήταν πρωτόγονα μπροστά στα εξελιγμένα τεχνολογικά αυτόματα όπλα των κλώνων. Ο Κώστας σκεφτόταν έντονα κρυμμένος πίσω από τις συστάδες της πυκνής βλάστησης που περιτριγύριζε την πόλη. Εδώ χρειαζόταν ένας καινούριος «Δούρειος Ίππος» να αποπροσανατολίσει τους κλώνους και την προσοχή τους, ώστε να μπουν οι νέοι στην πόλη. Η τύχη του χαμογέλασε στο πρόσωπο του πρεσβευτή του Τόκιο που έφτανε εκείνη την ώρα με την πολυπληθή  συνοδεία του, επίσημος προσκεκλημένος του δόκτορος Αργυρού για τον εορτασμό των γενεθλίων του. Με τόλμη κι αποφασιστικότητα οι νέοι του Παρνασσού και του Σουλίου κατέλαβαν τα οχήματα της συνοδείας και κρύφτηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους του πρεσβευτή. Έτσι πέρασαν την δηλητηριώδη τάφρο και μπήκαν στην πόλη.

Οι εορτασμοί είχαν ξεκινήσει και οι νέοι επαναστάτες κοιτούσαν τριγύρω με δέος για την ομορφιά και την υπεροχή της αναπτυγμένης πόλης. Η πολυτέλεια και τα τεχνολογικά επιτεύγματα φάνταζαν απίστευτα στα μάτια των νέων. Στο βάθος του δρόμου εκεί που άνοιγε σε μια καταπράσινη πλατεία είχε στηθεί η εξέδρα με τα μπαλόνια και τα σημαιάκια για την μεγάλη γιορτή. Κι εκεί πάνω στο τεράστιο βάθρο στεκόταν ο ίδιος ο Δόκτορας Νικόλαος Αργυρός, υπέρλαμπρος και καλοντυμένος, έτοιμος να σβήσει τα κεριά της τριώροφης τούρτας του.  Ακριβώς εκείνη την στιγμή που τα μεγάφωνα έπαιζαν δυνατά την επιτυχία “I will survive” οι νέοι πέταξαν από πάνω τους τα χρυσά ρούχα των Ιαπώνων κι εμφανίστηκαν στην μέση της πλατείας οπλισμένοι με λίγες σφεντόνες και δόρατα ντυμένοι όπως οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοι. Με δυνατή φωνή όλοι μαζί κραύγασαν: «Παρνασσός». Οι συνδαιτυμόνες και όλοι οι καλεσμένοι απομακρύνθηκαν και σταμάτησαν να μιλάνε και να γελούν. Τους κοιτούσαν με περιέργεια και απορία. Δεν είχαν ξαναδεί νέους ανθρώπους πιο πριν. Ο δικτάτορας γούρλωσε τα μάτια του χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε μπροστά του. Έκανε να καλέσει τους κλώνους αλλά δεν μπορούσε. Θα έπρεπε να πυροβολήσει και τους υπόλοιπους συνομηλίκους του.

Ο κόσμος περιτριγύρισε τους νέους και λαμπερά χαμόγελα φώτισαν τα πρόσωπα τους. Η ελπίδα  για την νέα ζωή ζωγραφίστηκε στα μάτια τους. Ο καθένας τους έβλεπε τα παιδιά που είχε χάσει στα πρόσωπα των νέων τούτων ανθρώπων. Οι γυναίκες έτρεξαν να τους αγκαλιάσουν. Δάκρυα χαράς κι ευτυχίας πλημύρισαν τα γέρικα στήθη. Ο δόκτωρ Αργυρός δεν μπορούσε πια να κρύψει την αλήθεια από τον λαό του. Οι στενοί συνεργάτες του που γνώριζαν την αλήθεια έσπευσαν να κρυφτούν. Τώρα στεκόταν απόλυτα μόνος του απέναντι από τους «επαναστάτες». Η φρουρά των κλώνων έκανε τις απαραίτητες κινήσεις και κύκλωσε τον θύλακα των νέων. Μα η ίδια η σύζυγος του Αργυρού με δάκρυα στα μάτια κατέβηκε από το βάθρο και αγκάλιασε τον Κώστα. Στο πρόσωπο του έβλεπε τον αδικοχαμένο γιο της και τρέμοντας από θυμό και απογοήτευση, στάθηκε απέναντι από τον κραταιό σύζυγο της και του είπε: «Γνώριζες λοιπόν; Και τι έκανες τόσο καιρό για τα παιδιά τούτα;» Ο Αργυρός έμοιαζε κέρινος τώρα. Η έκφραση του προσώπου της γυναίκας του ήταν ότι χειρότερο για εκείνον. Η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά και σωριάστηκε στο έδαφος. Κανείς δεν έτρεξε κοντά του. Οι νέοι είχαν νικήσει χωρίς καν να χρειαστεί να χυθεί σταγόνα αίμα. Η αλήθεια είχε βρει τον δρόμο να λάμψει. Μια καινούρια ζωή άρχισε να δείχνει πως ήταν δυνατό να δημιουργηθεί. Με δικαιοσύνη και ισονομία και με σεβασμό στον Άνθρωπο και στην Φύση. Η καινούρια μέρα για την ανθρωπότητα είχε ανατείλει στις 11 Ιανουαρίου 2137 την ημέρα των γενεθλίων του σωτήρα αλλά και δυνάστη του ανθρώπινου είδους.Ρ.Γ.




Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΒΡΑΔΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

 

Σαν τα κυριακάτικα φορούσαμε, όλος ο τόπος μύριζε λεβάντα. Η μάνα διάλεγε το καλοκαιρινό ταγέρ. Το καλό. Από ύφασμα κρεπ.  Είχε ένα χρώμα μπεζ ανοιχτό και ταίριαζε με εκείνα τα όμορφα, καφέ- ταμπά παπούτσια με το λουράκι στο κουντεπιέ και το ψηλό τακούνι. Κι ο πατέρας που δεν αγαπούσε τα ασορτί, διάλεγε το παντελόνι «της εκκλησίας», και το σακάκι το «ελαφρύ». Έτσι ντυμένοι τα καλά μας, κάθε Κυριακάτικο απόβραδο παίρναμε να κατηφορίζουμε την οδό Σκρα. Μέσα από τις βυζαντινές της διακλαδώσεις και τα παραδοσιακά σπίτια με τα σαχίνια και τα αρχοντικά πορτοπαράθυρα, μας έβγαζε γρήγορα πίσω από το σημερινό Λιμεναρχείο κι από εκεί στην Προκυμαία. Εκεί ήταν η μεγάλη βόλτα του νησιού.

Σαν έπεφτε ο ήλιος όλη η πόλη ντυμένη σαν να βγήκε από σκηνή του κινηματογράφου, κατέβαινε στην προκυμαία για τον απογευματινό της περίπατο. Ολόκληρες οικογένειες μαζικά σεργιανούσαν πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο της παραλίας. Εκεί που ήταν δεμένα τα καΐκια του κυρ Αντώνη και του καπτάν Νικόλα και το φορτηγό «Ελεονόρα»  που κουβαλούσε ζωοτροφές από τη Μαύρη Θάλασσα και τις ξεφόρτωνε στο λιμάνι μας για τα ζωντανά. Εκεί λίγο πιο κάτω άραζε και το «Σαπφώ» που κάθε Σάββατο πρωί ξεμπάρκαρε τους επιβάτες από τον Πειραιά και καθόταν εκεί αραγμένο μέχρι να φύγει Κυριακή κατά τις έξι το απόγευμα. Ο πατέρας πάντα κατέβαινε στον απόπλου γιατί έτσι συνηθίζαμε τότε. Να λέμε «αντίο» στους επιβάτες. Να τους ξεπροβοδίζουμε με μια ευχή για «καλό ταξίδι» . Κι έπειτα να ξεκινάμε την απογευματινή μας βόλτα.

Όταν το πλοίο χανόταν στο ορίζοντα για την Χίο, ξεκινούσαμε κι εμείς για το πάρκο της Αγίας Ειρήνης να παίξουμε στις κούνιες όσο οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ τους στο αναψυκτήριο κοντά στα Κτελ. Και η ώρα περνούσε απίστευτα γρήγορα. Όπως περνάνε οι ώρες οι ευτυχισμένες για όλο τον κόσμο και τελειώνουν προτού αντιληφθείς πως άρχισαν. Σαν έπαιρνε να βραδιάζει, εμείς οι μικροί ιδρωμένοι και μέσα στην σκόνη αρχίζαμε τον περίπατο μαζί με τους περιποιημένους γονείς μας κατεβαίνοντας στην προκυμαία ξανά, αυτή τη φορά από τον δεξιό   λιμενοβραχίονα εκεί που ήταν το κτήριο της Νομαρχίας.

Εκεί, στην βόλτα ήταν η κοσμοπλημμύρα. Σαν τρένα που κυλούσαν σε αντίθετες ράγες οι άνθρωποι «ανέβαιναν» σύριζα στην θάλασσα, ή κατέβαιναν από την εσωτερική μεριά, από την στεριά. Δεν μπορούσες να παραβλέψεις την φορά και να μπεις στο αντίθετο ρεύμα. Υπήρχε μια σιωπηλή συνεννόηση που επέβαλε την τάξη της βόλτας. Μιας βόλτας όμορφης και καθόλου ήσυχης. Υπήρχε ένα αδιάκοπο μουρμουρητό που το έπαιρνε το θαλασσινό αεράκι και το μετέφερε μέχρι μέσα στ’ ανοιχτά. Κουβέντες και λόγια και γέλια και χαχανητά ανέβαιναν σαν τον καπνό στον ουρανό κι από εκεί η θάλασσα ολόχαρη που είχε μουσαφίρηδες, τις πήγαινε πιο μέσα ν’ ακουστούν κι από τα σιωπηλά της πλάσματα, να τους δώσουν χαρά. Γιατί αυτό λείπει από τον βυθό της. Και το παίρνει από εμάς. Σε αντάλλαγμα μας αφήνει να την διασχίζουμε , να την ταξιδεύουμε και στον ψαρά να ζει από τα πλάσματα της. Μα έχει πάρει κι εκείνη αντάλλαγμα, τούτη την ανθρωπιά και την αγάπη που ξεχειλίζει από τις βόλτες.  Βλέπεις τούτα τα τρένα δεν βιάζονταν κι όλη την ώρα σταματούσαν να χαιρετηθούν. Πότε έβλεπες τους παλιούς γειτόνους από την «απάνω Σκάλα», πότε τους συγχωριανούς που είχαν κατεβεί στην Μυτιλήνη για να παν στην αγορά και ξεμείνανε στο σπίτι της «αξαδέρφης» για το βράδυ, για την βόλτα. Και να τα γέλια και τα αγκαλιάσματα και οι χαιρετούρες. Και τα «πόσο μεγάλωσες εσύ πιτσιρίκο» και τα «καλέ, κοτζάμ κοπέλα γίνηκε η μικρή». Πιο κάτω πάλι σταματούσε το τρένο και μια άλλη ομάδα είχε στήσει πηγαδάκι και διαφωνούσε για τα πολιτικά αλλά με πειράγματα και γέλια. Όχι με κακία και εμπάθεια. Ήταν αγάπη στον αέρα. Κι αυτό η θάλασσα το είχε ανεκτίμητο. Τα κρύα πλάσματα της δεν ένιωθαν αυτό το συναίσθημα. Περίμενε, λοιπόν, κι αυτή τούτη τη βόλτα, την ανεπίσημα προγραμματισμένη, για να ρουφήξει την αγάπη απ’ τον αέρα.

Τότε, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, φτάναμε μπροστά στου «Φλόκα». Εδώ ήταν το πιο γλυκό κομμάτι της εξόδου μας. Κοιτούσαμε με αγωνία τα γεμάτα τραπέζια και κάπου στην μέση να κι ένα που μόλις είχε αδειάσει και τα ποτήρια και τα πιάτα ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. Με ευλυγισία και χάρη χορεύτριας ο πατέρας πρώτος κυλούσε σχεδόν ανάμεσα στις καρέκλες κι έπιανε την θέση. Καθόμασταν κατάκοποι από την αργόσυρτη βόλτα μας με τα χιλιάδες σταματήματα, και περιμέναμε το γκαρσόνι για την παραγγελία. Η μάνα καθόταν πάντα στην κεντρική θέση. Να βλέπει τον κόσμο και την θάλασσα. Η γιαγιά καθόταν πλάι της κι εμείς τα μικρά με τον πατέρα στις καρέκλες που περίσσευαν. Τούτη η ώρα ήταν δική τους. Σαν αστραπή ερχόταν ο λευκός και μαύρος σερβιτόρος και καθάριζε το ασημένιο μεταλλικό τραπέζι , το σκούπιζε και το γέμιζε λάμψη. Όλοι παραγγέλνανε το ίδιο: Λουκουμάδες και κορμό, πορτοκαλάδα και βυσσινάδα. Να δροσιστούν από την κούραση της βόλτας και να γλυκάνουν το στόμα τους . Η μεγαλύτερη χαρά ήταν η ώρα που ο δίσκος ο ξέχειλος με πιατικά και ποτήρια κατέφθανε στα τραπέζια. Το γκαρσόνι είχε βάλει επάνω δυο ή τρεις παραγγελίες μαζί και με επιδεξιότητα χορευτή περνούσε με τον παραγεμισμένο του δίσκο να αιωρείται   με λικνίσματα πάνω από τα κεφάλια μας και να μας γεμίζει με απορία πως δεν του έπεφτε. Το τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι με τους λουκουμάδες τους πασπαλισμένους με μέλι και καρύδια πάρκαρε με χάρη μπροστά στα μάτια μου. Πάντα ήταν εφτά οι λουκουμάδες. Ποτέ λιγότεροι ή περισσότεροι. Δεν έκανε λάθος ο ζαχαροπλάστης ποτέ. Και ο κορμός ήταν ένα τεράστιο σχεδόν στρογγυλό κομμάτι φτιαγμένο από τα υλικά του προφιτερόλ κι όχι της πάστας. Η μάνα προτιμούσε την πορτοκαλάδα γιατί πρόσεχε την σιλουέτα της. Και η γιαγιά ήθελε την βυσσινάδα.

Καμιά φορά περνούσαν και παλιοί συμμαθητές του μπαμπά που είχε βγάλει το γυμνάσιο στην πόλη. Κάθονταν κι αυτοί μαζί μας ή δίπλα μας κι άρχιζε η κουβέντα. Κανείς δεν ήθελε να φύγει και οι υπόλοιποι περαστικοί μας κοιτούσαν με ανυπομονησία γιατί ήθελαν κι εκείνοι να κάτσουν κι εμείς κρατούσαμε τις θέσεις ενώ είχαμε τελειώσει με το κέρασμα.  Μα δεν φεύγαμε. Τότε, που οι μεγάλοι πιάναν την κουβέντα, εμείς τα παιδιά από όλα τα τραπέζια, άγνωστα μεταξύ μας, σαν να συνεννοούμασταν χωρίς να μιλάμε και μαζευόμασταν λίγο πιο πέρα στην άπλα του πεζοδρομίου να παίξουμε κρυφτό στα στενά πίσω από το ζαχαροπλαστείο. Κι ερχόταν η ώρα κι έβγαινε κείνο το πορτοκαλί, τεράστιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Που καθώς ανέβαινε στον ουρανό ασήμωνε την θάλασσα με το φως του κι έλαμπε ολόχαρο πάνω από τα κεφάλια μας. Που να κρυφτείς και πώς να μην σε «φτύσουν» που είχες τον προβολέα από τον ουρανό να μαρτυρά την κρυψώνα σου;

Αυτές οι βραδιές οι αξέχαστες του Αυγούστου, οι γεμάτες αγάπη και πειράγματα και γείτονες καλόκαρδους και γελαστούς. Αυτές οι  βραδιές που ξεχαρβαλωμένοι από την γλύκα της βόλτας μα και μεθυσμένοι από το αλισβερίσι της ανθρώπινης ζεστασιάς πέφταμε λουσμένοι ευχαρίστηση στα λευκά μας κρεβάτια να μπει η επόμενη εβδομάδα γεμάτη απαντοχή για ένα όμορφο αύριο. Αυτές μου λείπουν τώρα απέραντα. Τα απογεύματα της Κυριακής έχουν γίνει κάπως λυπημένα πια.  Κάπως κουρασμένα και μοναχικά. Σχεδόν καταθλιπτικά. Ενώ παλιά δεν μας ένοιαζε καθόλου που ξημέρωνε Δευτέρα.Ρ.Γ.

Φωτογραφία από :Greek Travel Pages 

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΤΑ ΚΑΨΑΛΑ

 


Του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν η μεγάλη γιορτή του Ιούνη στην Μυτιλήνη. Αποβραδίς είχε τον εσπερινό στο εκκλησάκι εκεί στο λόφο απέναντι από τη θάλασσα πηγαίνοντας προς τη Βαριά. Στολισμένο κι ολόχαρο , μας υποδεχόταν με την κατάλευκη απλότητα του. Κι ήμασταν κόσμος πολύς, που στεκόμασταν εκεί μέσα στην ξεραΐλα αφού μόνο ο παπάς χωρούσε στον μικροσκοπικό ναό.  

Η παπαλίνα χαιρόταν λες κι είχαμε πάει εκδρομή. Δεν ξέρω τι είχε αυτό το εκκλησάκι που σ’ έκανε να γεμίζεις ξεγνοιασιά. Αυτή η γιορτή πάντα στο τέλος της σχολικής χρονιάς,  έκανε όλους εμάς τους πιτσιρίκους να τρελαινόμαστε από χαρά καθώς πλησίαζε η χάρη Του. Είχε έρθει ο καιρός για τα Κάψαλα.

Τα Κάψαλα , οι μεγάλες οι φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν γιορτή υπέροχη για όλον τον κόσμο στο νησί. Μια γιορτή χριστιανική και παγανιστική συνάμα, όπως όλες οι παραδόσεις του μυρωδάτου τόπου μου. Στην Λέσβο, βλέπετε, ζει ακόμα ο Όμηρος και η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Και κάθε μέρα στήνουν χορό με τους «γατελούζους» που πέρασαν από τον τόπο μας, και τους Οθωμανούς που μας κρατήσαν σκλάβους αλλά και με όλους εμάς τους Χριστιανούς ορθόδοξους που μέσα από αιώνες και αιώνες σκλαβιάς και βίας και ξενικής επιρροής, εμείς μείναμε πιστοί στα ομηρικά μας έθιμα και τα κρατήσαμε και τα προσαρμόσαμε σε κάθε τι καινούριο. Ακόμα κι η ντοπιολαλιά μας έχει τις ρίζες της στη γλώσσα του Ομήρου και τα έπη του.

Έτσι στις 23 Ιούνη ξυπνούσε η παπαλίνα από νωρίς. Ήταν η μέρα της γιορτής κι είχαμε δουλειές πολλές να κάνουμε. Συνεννοημένοι όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς να μαζέψουμε ξύλα και κλαδιά από τις αλάνες τριγύρω για να βγει η γειτονιά μας πρώτη. Η μεγαλύτερη φωτιά κέρδιζε πάντα. Μ’ αλαλαγμούς και γέλια τρανταχτά βάζαμε τα λάφυρα στην αυλή της κυρά-Πόπης που είχε δυο εγγονάκια στην Αθήνα και κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα έστελνε η κόρη της να ξεκαλοκαιριάσουν στης γιαγιάς τους. Χαρά εμείς που θα ξαναβρισκόμασταν με τον Αποστόλη και τον Παναγιώτη, «τους Αθηναίους». Χαρές και γέλια κι αποφασιστικότητα να βγάλουμε την γειτονιά μας πρώτη.

Στο σταυροδρόμι κοντά στον φοίνικα, στήναμε τα ξύλα μας σε τρεις εστίες διαδοχικές μ’ απόσταση σωστή να δρασκελίζουν   πάνω απ’ τις φωτιές οι πιο γενναίοι. Εμείς τα πιτσιρίκια αρχίζαμε πρώτοι καθώς ήταν χαμηλές οι φωτιές. Παίρναμε φόρα και προσέχαμε να πηδήξουμε από την μέση της φωτιές κι όχι από την άκρη . Έπρεπε να υπάρχει κίνδυνος για να γίνει σωστό το έθιμο. Μα το καλύτερο ήταν σαν βράδιαζε πια. Τότε οι φωτιές μεγάλωναν και οι μεγαλύτεροι μας, οι έφηβοι και οι κοπελιές στήναν χορό ερωτικό γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Ερχόντουσαν και οι μανάδες κι οι πατεράδες μας και οι γέροι οι παππούδες όλοι. Και να τα γέλια και τα ξεφαντώματα. Και να τα στιχάκια τα σόκιν τα παγανιστικά , που υμνούσαν τις ερωτικές επιδόσεις. Τα «ξεδιάντροπα». Κι αυτή ήταν η εκτόνωση από την καθημερινότητα. Η διασκέδαση και το ξεφάντωμα και το ξέδομα από το άγχος και την πίεση για τους μεγάλους και η ερωτική εκπαίδευση για τους μικρούς. Έπεφταν οι μάσκες της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού κι όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, μορφωμένοι κι αγράμματοι γίνονταν ένα. Ο θεός Διόνυσος ερχόταν και γλεντούσε με αφορμή τούτη την ορθόδοξη γιορτή και κανείς δεν προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Τον συμπεριλαμβάναμε κι αυτόν  αφού υπήρχε από πριν και τον δεχόμασταν.

Τα ανύπαντρα κορίτσια  είχαν για κείνη την ημέρα τα δικά τους έθιμα που θα φανέρωναν ποιον θα παντρευτούν. Κι όλο κρυφογελούσαν και πονηρεύονταν. Κι εμείς οι μικρότεροι, νιώθαμε έτοιμοι να πάρουμε τα σκήπτρα από τους προηγούμενους. Απλά και μόνο γιατί συμμετείχαμε σε τούτο το πατροπαράδοτο έθιμο. Κι οι φωτιές καθάριζαν όλου του χρόνου την κακία και την έγνοια και τον προβληματισμό. Γέλαγε λίγο το χειλάκι του πατέρα που σχολούσε φουρκισμένος κάθε μέρα από το γραφείο. Τρανταζόταν απ’ τα γέλια η γιαγιά από τα σόκιν δίστιχα που σκάρωνε με τις γειτόνισσες και ακόμα και η μάνα χαλάρωνε τα φρύδια και χαμογελούσε.

Κι όλη η γειτονιά είχε να το συζητά για μέρες. Τι μεγάλες είχαν γίνει και φέτος οι φωτιές μας και τι ανεμελιά και πανηγύρι ήταν αυτό και γλέντι αξέχαστο στα Κάψαλα.   Ρ.Γ.

Εικόνα από Ιγνάτης Τσικνής από emprosnet.gr



Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

 

Λένε ότι η Τέχνη ενώνει τους ανθρώπους, εγώ θα έλεγα ότι η Ποίηση τους αγκαλιάζει και τους ταξιδεύει στην ομορφιά και στην ηρεμία.

Ο μεγάλος μας ποιητής , ο Βρεττάκος κάπου λέει: «Αν δεν μου ‘δινες την Ποίηση Κύριε, δεν θα ‘χα τίποτα να ζήσω». Νιώθει κανείς ιδιαίτερη συγκίνηση όταν έρχεται σε πρώτη επαφή με κάποια καινούρια ποιητική συλλογή που έχει κάτι να του πει και πιο πολύ, όταν αυτή παρέχει αξιόπιστες υποσχέσεις για μια μελλοντική εξελικτική συνέχιση της. Και η ποιητική συλλογή της Ειρήνης Γεροντάρα με τίτλο «Χρονικές δευτερεύουσες», έχει να πει πολύ περισσότερα από «κάτι».

Έσκυψα με ενδιαφέρον πάνω στα ποιήματα της. Ενδιαφέρον που το προκαλούν η τόλμη της, η καθαρότητα της ματιάς της, ο έντονος κραδασμός της ψυχής της σε καταγραφές που εμπνέει η μοναξιά και ο διάχυτος στους στίχους της ρεαλισμός που αναβλύζει μιαν αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια. «Όλοι με την σκιά της θλίψης μας γέρνουμε το απόβραδο στον καναπέ μας. Όλοι με αγκαλιά, την ερημιά μας κοιμόμαστε τα βράδια», γράφει στο ποίημα της «Ύπνος».

Το έργο δεν είναι παρά μια ατέλειωτη μάχη της μοναξιάς και του έρωτα με τον Χρόνο, που μέσα του κουβαλάει σιωπές και κραυγές, απόγνωση κι ελπίδα, έλλειψη και πληρότητα, ζωή και θάνατο. Ο εσώτερος κόσμος της ποιήτριας εκχυλίζει άλλοτε από ευαίσθητους ποιητικούς τόνους και άλλοτε από υπαρξιακή απόγνωση όταν στο ποίημα της «ΠΛΕΚΤΑΝΗ», διαπιστώνει πως : «Όλοι μας, τότε και τώρα και πάντοτε σταγόνες απλές μιας τυχαίας ψιχάλας είμαστε. Και ο Χρόνος δημιουργός και πανδαμάτορας είναι ανένδοτος, πολύξερος, ασυμβίβαστος, άτακτος κι αιώνιος έφηβος που γελάει με την καρδιά του εις βάρος μας».

Η ποίηση είναι η ίδια η ζωή και αν δεν υπάρξει βίωση της καθημερινής πραγματικότητας, κάθε ποιητική καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι παρά η τέχνη για την τέχνη. Μια τέχνη που δεν μπορεί να συγκινήσει ευρύτερα.

Ο PONGE λέει: «Ο έρωτας των λέξεων είναι η οδός για την ποιητική δημιουργία και η Ειρήνη Γεροντάρα για να τον δικαιώσει έχει έρωτα με τις λέξεις. Τις διαλέγει μία , μία και δείτε την φανταστική αισθητική του πίνακα που μας παραθέτει : «Χελιδόνιαζε η ψυχή της κάθε που στο νου της η όψη του ερχόταν. Μια θύμηση παλιά, μια κλέφτρα. Κι ένα χαμόγελο ζωγράφιζε τα χείλη της κι έβαφε τα μάγουλα της ροδακινιά».

Οι λέξεις κονταροχτυπιούνται κι επιστρατεύονται η τρυφερότητα, ο στοχασμός, ο ρεαλισμός αλλά και ο λυρισμός ώστε να γεννηθούν οι «ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ».

Η λογοτεχνία πέρα από την κοινωνική θεματολογία, τις πιο πολλές φορές έχει ουσιαστικό και μεγαλειώδες υπόβαθρο, τον έρωτα. Στην Ελληνική Μυθολογία ο ΕΡΩΤΑΣ είναι η ζωογόνος δύναμη των ΘΕΩΝ και των ΑΝΘΡΩΠΩΝ.Η ψυχή και η καρδιά του ανθρώπου, δύσκολα αντέχει την απουσία του Έρωτα.

Ο έρωτας δεν είναι απλά το κυρίαρχο στοιχείο σε όλες τις κοινωνίες, αλλά η ενστικτώδη αντίσταση του ανθρώπου ενάντια στην φθορά και στον θάνατο. Και η Ειρήνη Γεροντάρα, είναι μια κατ’ εξοχήν ερωτική ποιήτρια. Σε τούτη την ποιητική συλλογή το θέμα «ΕΡΩΤΑΣ» κατέχει σταθερά τη θέση που του αρμόζει χωρίς καμία έκπτωση, λοιδορία ή μετακίνηση.

Η δημιουργός και ο έρωτας διαγράφουν μια τροχιά ανόδου, αξιοπρέπειας κι ευγένειας και η ποίηση καμαρώνει την περίοπτη θέση που της ετοιμάζει η ποιήτρια, η οποία, ανοίγει το παράθυρο του νου και αμέσως ξεπετούν θύμισες αλλοτινών χρόνων με «ξέγνοιαστα γέλια μαθητών, αθώα κυλίσματα στο γρασίδι, αχνά πέλματα ροδαλά και μια αφή που ζεματάει τη σάρκα».

«Σ’ εφηβικών ονείρων τεθλασμένες γραμμές ζωγραφίζουμε τη ζωή και ως έφηβοι αδημονούμε να την κουρσέψουμε», λέει η ποιήτρια. Κι έπειτα «γευόμαστε τη γλύκα και την πίκρα του έρωτα» για να διαπιστώσουμε «πως το χάδι είναι ανήμπορο και νικιέται από την αλήθεια της ζωής. Και φθάνουμε στο φθινόπωρο της ζωής, σαν μιας αρχαίας τραγωδίας την κάθαρση για να κλείνει ο κύκλος». Διαβάζει τον έρωτα σαν τη λειτουργία της φύσης. Άνοιξη , καλοκαίρι, φθινόπωρο Χειμώνας. Βλέπει ένα μέλλον να έρχεται ανύπαρκτο και παθιασμένα ζητάει ένα κόρφο με θαλπωρή να κουρνιάσει τις ανασφάλειες και τους φόβους της.

Η ποιήτρια απορρίπτει τους εφήμερους «έρωτες εκεί που οι όρκοι γελάνε αυθάδικα σαν εγωιστές πολύξεροι μαθητές». Και λέει: «Ίσως μια μέρα να ορκιστώ στην αγάπη και ν’ αθετήσω τον όρκο μου. Ίσως αυτή η μέρα να ήρθε κάποτε για εμένα μα εγώ συλλήβδην να την απέρριψα» θα γράψει στο ποίημα της «ΊΣΩΣ».

Η ποίση της Ειρήνης Γεροντάρα, λυρική στο σύνολο της, με τρυφερές εικόνες, τέρπει τον αναγνώστη που οικειώνεται μαζί της. Με τον αγώνα ενάντια στον χαμένο χρόνο και την μοναξιά που συχνά κουβαλάει μαζί της, να είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που τρέχουν πάνω στους στίχους της, η ποιήτρια νοσταλγικά μας φέρνει πίσω τις βιωμένες μας ώρες, τις αλησμόνητες, με μόνο μας ρούχο τον έρωτα. «Την ευτυχία αν δεν τη ζεις», λέει η ποιήτρια, « ξεφεύγει, χάνεται, πάει σε άλλα σπιτικά. Και το φθινόπωρο δεν ξέρεις αν είναι ένα σκαλί πριν την μοναξιά του χειμώνα ή το χρυσάνθεμο που γνέφει, τάζοντας μιαν άνοιξη παραπλανητική».

Τώρα πια ξέρει πως «ο χρόνος στα παιδικά μάτια είναι πολύς, είναι όμως τόσο λίγος στην γλυκιά περιπέτεια της ζωής». Όμως τότε μας λέει: «Ζούσα για μια άνοιξη που όλο αργούσε. Κι όσο έβλεπα να περνούν από μπροστά μου όρκοι που αθετούνται στο χρόνο και εκείνα τα ματωμένα για πάντα αδικαίωτα, που όλο και γεννιούνται κάθε μέρα για να ματαιωθούν αργότερα, με δάκρυα φθινοπωρινά προστάτευα τους

ρυτιδιασμένους χειμώνες μου». Κάθε ποίημα πιάνει ένα ευρύτερο ψυχικό χώρο, όπου ο καθένας μπορεί να βρίσκει μια αναφορά σε μια δική του περίπτωση ζωής.

Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος του ποιητή, να ανάγει την προσωπική του περίπτωση σε σύμβολο πολλαπλού προσώπου. Δεν αποδέχεται το τετελεσμένο. Κουράστηκε να βλέπει κάθε πρωί «να ανατέλλουν σιωπές μαζί με σαρακιασμένες ελπίδες. Μάζεψε όλες τις μοναξιές της σε μια βαλίτσα σκονισμένη, πεταμένη στο πατάρι και ζητάει να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο. Να γίνει Αόριστος, Ενεστώτας και Μέλλοντας. Άλλωστε τι ξέρει η καρδιά από χρονολογίες;»

Μπροστά σε ένα ανύπαρκτο Μέλλον, κοιτάζει κατάματα τον εχθρό, την μοναξιά και με οδηγό την ελπίδα που πορεύεται τελευταία ακόμα κι όταν ο χρόνος τελειώνει, πιστεύει πως θα έρθει μια μέρα που οι ψυχές μας θα είναι καθάριες, η ευτυχία θα μας κυκλώσει και η μοναξιά θα είναι μια λέξη παλιά και ξεπερασμένη.

Ο Σεφέρης είχε πει, «το δυσκολότερο πράγμα στην ποίηση είναι να γράφεις απλά και η Ειρήνη Γεροντάρα με έναν απλό, ουσιαστικό, ζεστό λόγο απευθύνεται σε όλους όσους ονειρεύονται την αγάπη σαν την πεμπτουσία της πρόσκαιρης ζωής μας. Την αγάπη που αντικρύσουμε κατάματα και δεν θα τρέξουμε πανικόβλητοι να κρυφτούμε. Την αγάπη που δεν την φοβόμαστε σαν απειλή του είναι μας, του εγώ μας. «Θα είναι μια μέρα με γεύση παράδεισου. Κι εγώ θα είμαι ακόμα πιο ερωτευμένη μαζί σου. Κι εσύ θα ξέρεις πως πάντα υπήρχα δική σου», φωνάζει απροκάλυπτα.

Δεν θα κάνω τον κριτικό για να κρίνω το έργο ή ακόμα και το μέγεθος της Ειρήνης Γεροντάρα ως δημιουργού. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως οι ποιητές δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τους στίχους τους. Και οι στίχοι τους είναι αυτοί και μόνο αυτοί, που μπορούν να μιλούν αποφασιστικά για τους ίδιους τους ποιητές.

Όποιος θςλήσει να βυθομετρήσει την ποίηση της Ειρήνης Γεροντάρα, θα ανακαλύψει κάτω από το ερωτικό κέλυφος των στίχων της, τον ανθρώπινο πόνο. Τον πόνο εκείνο για τα χαμένα όνειρα της νιότης μας, τον πόνο για τα αξέχαστα καλοκαίρια τα παιδικά που τέλειωναν προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.

Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Άλλοτε ανταριασμένες και ανυπότακτες κι άλλοτε γλυκές και πειθήνιες, θελκτικές και μαγεμένες σ’ έναν πανάρχαιο χορό ακατάπαυστων εναλλαγών. Οι άνθρωποι πονούν, αγαπούν, υποφέρουν, ανεβαίνουν, συνθλίβονται, ξαναγεννιούνται και πάλι από την αρχή. Λες κι η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η χαρά και η λύπη σ’ έναν ατέλειωτο, αβάσταχτο αλλά και υπέροχο χορό. Αυτόν τον χορό μα καλεί η ποιήτρια να χορέψουμε, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος με μόνη μας φορεσιά τα χθες, τα τώρα και όλα μας τα αύριο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

Ο Βασίλης Τσακίρογλου γεννήθηκε στο Κερατσίνι του Πειραιά από γονείς πρόσφυγες από το Αϊδίνιο και τη Σμύρνη.

Πτυχιούχος εκτελωνιστής, εργάστηκε ως σύμβουλος επί τελωνειακών θεμάτων στην «ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» Α.Ε. σε όλο τον εργασιακό του βίο.

Υπήρξε αθλητής στίβου, κριτής και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Κριτών Κλασσικού Αθλητισμού Βοιωτίας – Εύβοιας.

Ιδρυτής του τμήματος στίβου στον «ΜΕΔΕΩΝΑ». Έφορος και πρώτος προπονητής ο ίδιος.

Ασχολείται με τη λογοτεχνία και το θέατρο.

Με τον μαέστρο Τοντόρ Καμπακτσίεφ και τις χορωδίες Άσπρων Σπιτιών και Αντίκυρας έχει παρουσιάσει εδώ και σε άλλες πόλεις, μεγάλους καλλιτέχνες όπως τους Μίμη Πλέσσα, Ηλία Ανδριόπουλο, Σταύρο Κουγιουμτζή, Μάριο Τόκα, Νότη Μαυρουδή, Κώστα Χατζή, Μαρία Φαραντούρη και άλλους.

Στον τόπο αυτό, είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδος των «Φίλων του Λόγου» που η αγάπη τους για την λογοτεχνία γέννησε και την ιδέα για την έκδοση του περιοδικού «ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ».

Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου.

Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ, ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ, ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ, ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ και το μαρτυρικό έργο ΔΙΣΤΟΜΟ ΚΑΝΤΑΤΑ για το ολοκαύτωμα του ΔΙΣΤΟΜΟΥ για το οποίο του απονεμήθηκε το Πρώτο Βραβείο στον Ένατο Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης της ΑΜΦΙΚΤΥΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά όπως το ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, ο ΝΟΥΜΑΣ, η 3η ΧΙΛΙΕΤΙΑ κ.α. Κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στην Πολωνία και

άλλα έχουν μελοποιηθεί από τον από τον μαέστρο Τοντόρ Καμπακτσίεφ και τον Σταμάτη Καλογιάννη.



«ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ» Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

 

Μέσα στις «Χρονικές Δευτερεύουσες» η Ειρήνη Γεροντάρα, βρίσκεται σε ένα αδιάκοπο, κρυφό κυνηγητό με τον χρόνο. Από την εποχή της προετοιμασίας για τα πρώτα πετάγματα της, στα χρόνια της εφηβείας, μέχρι και σήμερα, στα τωρινά ώριμα χρόνια. Με υπαρξιακά ερωτηματικά για την συνέχεια της ζωής. Κυρίως όμως για το αναπόφευκτο τέλος της.

Από το πρώτο ποίημα της συλλογής θα μοσχοβολήσουν τα παιδικά της χρόνια. Η τρυφερή ανάμνηση των παιδικών χρόνων με τις θαλασσοδαρμένες βάρκες, τον νοτισμένο βασιλικό, την μυρωδιά των εσπερινών και της ταπεινοφροσύνης, το αλέρωτο καλό φουστάνι, πιστή στην προσταγή της μάνας της.

Από τότε αρχίζει η προετοιμασία. Προετοιμασία για τα αναπάντεχα μελλούμενα της ζωής. Θα μας μιλήσει για τα φθινοπωρινά δάκρυα με τα οποία προσπαθούσε να μαλακώσει τους κρύους χειμώνες. Ήθελε να διώξει τον φόβο για εκείνες τις άδειες ψυχές που θα συναντούσε στην ζωή της.

Είναι στην φύση μας, «Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό», όπως έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης. Μέσα στο χρόνο που δεν σταματά, η ποιήτρια γύρευε την Άνοιξη για να ευωδιάσει τον κόσμο της. Μα αυτή η Άνοιξη αργοπορούσε. Και κάποτε πέρασε έξω από την πόρτα της χωρίς να σταματήσει.

Θα γράψει : «Τι τα θες, όλα στην ώρα τους οφείλουν να γίνονται αλλιώς τελειώνουν σύντομα προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.»

Δεν ήξερε ότι η διάψευση των προσδοκιών είναι η αναπόφευκτη μοίρα της ύπαρξης μας. Και όπως έχει ειπωθεί θα πρέπει: «Να σελώνεις τα όνειρα σου πριν τα καβαλήσεις».

Αγωνιά για τον χρόνο. Ο χρόνος βαδίζει σταθερός και αμείλικτος. Όσο περνά το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά το σώμα ασθενεί. Μόνο η καρδιά ακολουθεί το ρυθμό του χρόνου, όλα τα άλλα υποτάσσονται στο αναπόφευκτο με τα χέρια ψηλά.

Θα μας πει : «Μα ήταν του χρόνου τα δάκρυα που πόνεσαν πιότερο απ’ αυτά της καρδιάς. Σαν εκείνος τελείωνε, αυτή ακμαία, αγέρωχη πορευόταν ξέφρενη σ’ ονειρικούς παφλασμούς μ’ ένα σώμα αδύναμο ν’ ακλουθεί».

2.

Ο Έρωτας είναι διάχυτος στα ποιήματα της Ειρήνης. Όμως δεν είναι ύμνοι στολισμένοι με τα συνήθη αστραφτερά κι αθώα τιμαλφή. Θυμάται έντονα τον παιδικό έρωτα. Την ιερή στιγμή, όπου όλοι και όλα μυρίζουν φρεσκοστυμμένο λεμόνι. Θυμάται το γαλάζιο βλέμμα του αγοριού, να σκαρώνει σκαριά για να ταξιδέψουν σε όνειρα νιότης. Μα τα χάδια είναι ανήμπορα για χαρταετούς και μεγάλα πετάγματα

στον ουρανό. Και η ψευδαίσθηση διαλύεται απ’ την αλήθεια. Γιατί όπως θα πει : «Η ζωή πάντα κερδίζει», μα «τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουν».

Είναι η διακύμανση της ερωτικής σχέσης, με τις μεγαλοπρεπείς μικρότητες και την επιστροφή στην πρωτόπλαστη αθωότητα. Την ακούνε να λέει: «Ίσως μια μέρα, αν ορκιστώ στην αγάπη και ν’ αθετήσω τον όρκο μου. Ίσως τότε, εγώ να μην είμαι εντός της ψυχής μου». Όμως ο αληθινός έρωτας δεν γνωρίζει εγωισμούς, φόβους κι άγαρμπες συμπεριφορές. Ο έρωτας είναι η βαθιά συνομιλία και η αφοσίωση. Να διαβάσετε εκείνη την ερωτική συνομιλία στις «Καθημερινές Ασκήσεις». Με το τζιμάνι παιδί που ονειρεύεται την παιδικότητα που χάθηκε και που όμως διαρκώς αναζητά το αυθεντικό και το πρωτόπλαστο: «τότε που ήταν παιδί κι έκοβε νεράντζια και τα πέταγε στους δρόμους τους κατηφορικούς να τα κοιτά να κυλάνε». Τώρα με τα μπλουτζίν, τα φρέντο εσπρέσσο και την πρωινή γκαρσόνα του καφέ, τον κυκλώνει η νοσταλγία. Για εκείνα τα Σαββατόβραδα της προσμονής και της αγκαλιάς : «Να προσμένει τα Σάββατα. Γιατί χωρίς εκείνην μοιάζανε Δευτέρες».

Κάποτε η ποιήτρια σωπαίνει μπροστά στα μελαγχολικά, ερωτικά αδιέξοδα. Όταν στον απολογισμό του έρωτα, νοιώθει να περιτριγυρίζεται από ανολοκλήρωτα «τώρα». Όταν διαπιστώνει ότι ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό. Κι ότι κάθε θυσία απαξιώθηκε μέσα σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές. Τότε θα κατεβάσει το μολύβι και θα παραδεχθεί: «Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία. Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια. Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;»

Απρόβλεπτος κι αδίστακτος και ο χρόνος και ο έρωτας. Το ΠΟΤΕ και το ΠΑΝΤΑ μοιάζουν με ανορθογραφίες της ζωής, συχνά μας ξεφεύγουν εν επιγνώσει μας. Και το βασανιστικό ερώτημα παραμένει : Φεύγει ο έρωτας με τον χρόνο ή ο χρόνος φεύγει μέσα σε έναν διαρκή έρωτα;

3

Κάθε στίχος αποπνέει την αγωνία για την ζωή, την αγωνία για την ύπαρξη μας. Κάνει συχνά τον απολογισμό, για να προσδιορίσει το πρόσημο της πορείας μας. Για να χαράξει καινούρια σημάδια και αν ξεκινήσει από την αρχή, με βήματα βελτιωμένα για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Γράφει η ποιήτρια: «Τα φθινόπωρα της ζωής έρχονται συνήθως σαν μιας αρχαίας τραγωδίας την κάθαρση. Να μεταβαίνεις στον Χειμώνα, άσπιλος, όπως γεννήθηκες. Να κλείνει ο κύκλος». Προσομοιάζει την ζωή με τον κύκλο των εποχών, ώσπου κλείνει ο κύκλος για να παραδοθούμε, Έτσι άσπιλοι και αμόλυντοι να σβήσουμε τον ανερμήνευτο κύκλο της ζωής μας.

Ψάχνει για την καταγωγή και τον τελικό προορισμό. Που και πότε χαράζει. Που και πότε θα βραδιάσει. Όταν φύγει η πλάνη και αντικρίζει το αληθινό πρόσωπο της ζωής, έχει πάρει να βραδιάζει. Κάπου αλλού θα ξημερώσει, ίσως την ίδια πλάνη κουβαλώντας. Μας βεβαιώνει: «Κάπου αλλού θα ξημερώσει σίγουρα. Εδώ, όμως, πήρε να βραδιάζει».

Ωστόσο, ένας ανεξήγητος φόβος την ώθησε να μπάσει την ζωή μέσα σε οδυνηρές παρενθέσεις για να την προστατέψει από τις συναρτήσεις του αγνώστου. «Έκλεισα τη ζωή μου σε παρένθεση από το φόβο μήπως και τη ζήσω» Έτσι λησμόνησε να ζήσει, στερήθηκε εκείνη τη ζωή που προχωράει με θορύβους και ζητωκραυγές. Όμως, μέσα από την εκούσια παρένθεση ξόδεψε την αγάπη που περιείχε. «Να ζεις όπως σ’ αρέσει ακόμα κι από την παρένθεση γιατί ο χρόνος είναι λίγος και τελειώνει».

4

Η μοναξιά είναι θέμα αγαπημένο της ποιήτριας. Ακροβατεί πάνω στις διάφορες εκδοχές της και συχνά οπλίζεται με την απόφαση να την αποτινάξει και να λυτρωθεί. Η ερημιά που είναι συνώνυμη της μοναξιάς, που είναι ταίρι της ένδον ξενιτιάς, που γυροφέρνει εντός μας και δεν μας αφήνει να γευτούμε τις ομορφιές της ζωής και τις άγριες αμαρτίες μας. Θα γράψει: « Πίσω μου τα Χτες, γκρεμός που έχασκε μπροστά του Τώρα πηχτό σκοτάδι. Την μοναξιά μου κοίταξα κατάματα την σφιχταγκάλιασα να μου υποταχθεί».

Η μοναξιά που βαραίνει την ζωή μας, σαν την παλιά περισπωμένη, που έχει το δικό της βάρος όταν σκεπάζει τα φωνήεντα, την απασχολεί αλλά έχει πάρει την απόφαση να την ξεχάσει και να την αποτινάξει από την ψυχή της. Ποτέ δεν θα υποκύψει στη θέα της σκονισμένης βαλίτσας, όπου αποθήκευσε οριστικά τις μοναξιές που την συνέθλιψαν, Όπως θα γράψει η ποιήτρια: «Κάθε φθινόπωρο είναι μια άνοιξη που προσμένει μια αρχή. Ας μείνει για πάντα λησμονημένη αυτή η βαλίτσα».

5 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πρόκειται για μια σπουδαία κι απολαυστική Ποίηση. Πότε μελαγχολική και πότε αποπνέει την απόφαση να συγκρουστεί με τα αδιέξοδα. Με βαθιά αυτογνωσία, με διακριτικό φιλοσοφικό στοχασμό, με προεκτάσεις που δείχνουν ότι δεν θητεύει μονάχα το ιδιωτικό της όραμα αλλά αφορά όλους μας. Και κάνοντας χρήση δικών της εκφράσεων, θα πω ότι οι στίχοι της υπενθυμίζουν «τις καταβολές και τον προορισμό μας», οι στίχοι της «ραίνουν τα σκοτάδια μας» και «χελιδονιάζουν την ψυχή μας».

Ο Πλάστης έπλασε αμέτρητους μοναχικούς πλανήτες στο μέγα στερέωμα. Ανάμεσα τους όμως, έβαλε κι έναν ήλιο γεμάτο φως.

Η Ποίηση και ο πλάστης-ποιητής έχουν μια ανά πάσα στιγμή εξελισσόμενη σχέση. Ο ποιητής θα πλάσει πολλά ποιήματα-πλανήτες. Κάποια ώριμη όμως στιγμή ανάμεσα τους θα βάλει και τα ποιήματα-ήλιος, έτσι ώστε αυτά να χωρέσουν μέσα στην ζωή των άλλων.

Η Ειρήνη Γεροντάρα με τις «Χρονικές Δευτερεύουσες» έχει ήδη προχωρήσει πολύ και πλάθει τον δικό της ήλιο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

Ο Δημήτρης Φαφούτης γεννήθηκε στην Μενδενίτσα Λαμίας. Είναι Χημικός Μηχανικός κι εργάστηκε επί 35 χρόνια στο εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια (Παραλία Διστόμου) στην Βοιωτία.

Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές , ένα βιβλίο δοκιμίων και μια μελέτη για το Νικηφόρο Βρεττάκο.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών



Homo Universalis: ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙ...

Homo Universalis: ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙ...:   ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ Λένε ότι η Τέχνη ενώνει τους ανθρώπους, εγώ θα έλεγα ότι η Πο...

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ


 

Ο λόφος μέστωσε αέρινες σιωπές
κι απόψε.
Το χάραμα πάντα μας βρίσκει χώρια
να μετράμε κύματα στις ατέλειωτες ξερολιθιές
ενός τοπίου αυταρχικού κι αγέραστου.
Κλώθονταν μαντινάδες στ' άναιμα χείλημικρών παιδιών κάθε δείλι
κι εσύ μύριζες φρεσκοστυμμένο λεμόνι.
Απέραντα γαλάζιο το βλέμμα σου μπλέχτηκε στα μαλλιά μου.
Απόψε ήθελα να ονειρευτώ χάρτινα πλοία
που αγκαλιά κρατούν μικρές Παναγιές
και ταξιδεύουν σε όνειρα παιδικά.
Μα με πρόλαβες.
Ανήμπορο το χάδι σου 
ξεχάστηκε στου χρόνου την αδύναμη ανάσα.
Κι απόρησα.
Ήθελα να άντεχε και να ήταν διαμαντένιο κι όχι από στάχτη.
Νικήθηκε η ψευδαίσθηση από την αλήθεια της ζωής.
Το ήξερες;
"Η ζωή πάντα κερδίζει" σου είχα θυμίσει όταν γονάτιζες.
Μα δεν με πίστεψες. 
Κοίτα τώρα πόση δύναμη. 
Τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουνε. Ρ.Γ. 

Από την συλλογή @Χρονικές Δευτερεύουσες εκδόσεις ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 2021. 

https://christostsantis.com/2021/04/26/eirini-gerontara-chronikes-defterevouses/


.


 

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

ΛΕΞΕΙΣ

 

Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που εκείνον δεν τον είχε σεβαστεί ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.  Ρ.Γ.




 

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Η ΜΑΝΑ

 


Ήταν αυτή η ανεξέλεγκτη ξεγνοιασιά. Αυτή ακριβώς που ηχούσε ρυθμικά μέσα στο στήθος κάθε που ξεπόρτιζα. Σαν να με βάραινε αυτή η αυστηρότητα των «μη» που έπρεπε να υπομένω και να τηρώ  μέσα στο σπίτι, ώστε μόλις έκλεινα πίσω μου την εξώπορτα έφτανα σε χρόνο ρεκόρ στην πλατεία. Τόσο γρήγορα που ούτε η μάνα πρόφταινε να με δει. Πάντα με έψαχνε. Γυρνούσε στα σοκάκια να με φωνάζει. Κι εγώ κρυμμένη πότε σε μια ξένη αυλή, πότε πίσω από τη ρόδα ενός φορτηγού απ’ αυτά που ξεμπάρκαραν απ’ τα ποστάλια. Αγωνία η μάνα. Άκουγα τον τριγμό στη φωνή της. Έσπαζε ο ήχος καθώς φώναζε τ’ όνομα μου. Κι εγώ, η βάναυση, να μην απαντώ. Είχα έτοιμη την δικαιολογία. «Μα θα με έφτυνε ο Νικόλας»  μέσα σε αναφιλητά και δάκρυα, όταν με ξετρύπωνε η Μαρίκα  και απ’ τ’ αυτί με οδηγούσε στην συμμόρφωση.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Ξεπόρτιζα μόλις έτρωγα το πρωινό. Πάλι κρυφτό, κυνηγητό με την παπαλίνα της γειτονιάς. Ούτε να το πω, ούτε να ενημερώσω, ούτε να ζητήσω άδεια. Χαμένη στον κόσμο μου να προλάβω να παίξω. Αυτό την έφερνε στα όρια της τη Μάνα. Νόμιζε πως μ’ έχανε. Δεν καταλάβαινα. Τίποτα. Μόνο απορούσα που αντιδρούσε έτσι. Που θύμωνε και με τιμωρούσε. Κι όσο θύμωνε εκείνη, τόσο αντιδρούσα και πείσμωνα και έκανα χειρότερες ζαβολιές. Τόσο κακομαθημένο ήμουν. Τόσο την θεωρούσα δεδομένη. Τόσο απόλυτη και βέβαιη για την αγάπη αυτή. Την τεράστια κι ευρύχωρη. Γιατί όταν πέθανε κανείς δεν με γύρευε πια στις γειτονιές.  Ρ. Γ.


(ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ: Ηπειρώτισσα Μάνα» του χθες μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Κώστα Μπαλάφα)