Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΒΡΑΔΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

 

Σαν τα κυριακάτικα φορούσαμε, όλος ο τόπος μύριζε λεβάντα. Η μάνα διάλεγε το καλοκαιρινό ταγέρ. Το καλό. Από ύφασμα κρεπ.  Είχε ένα χρώμα μπεζ ανοιχτό και ταίριαζε με εκείνα τα όμορφα, καφέ- ταμπά παπούτσια με το λουράκι στο κουντεπιέ και το ψηλό τακούνι. Κι ο πατέρας που δεν αγαπούσε τα ασορτί, διάλεγε το παντελόνι «της εκκλησίας», και το σακάκι το «ελαφρύ». Έτσι ντυμένοι τα καλά μας, κάθε Κυριακάτικο απόβραδο παίρναμε να κατηφορίζουμε την οδό Σκρα. Μέσα από τις βυζαντινές της διακλαδώσεις και τα παραδοσιακά σπίτια με τα σαχίνια και τα αρχοντικά πορτοπαράθυρα, μας έβγαζε γρήγορα πίσω από το σημερινό Λιμεναρχείο κι από εκεί στην Προκυμαία. Εκεί ήταν η μεγάλη βόλτα του νησιού.

Σαν έπεφτε ο ήλιος όλη η πόλη ντυμένη σαν να βγήκε από σκηνή του κινηματογράφου, κατέβαινε στην προκυμαία για τον απογευματινό της περίπατο. Ολόκληρες οικογένειες μαζικά σεργιανούσαν πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο της παραλίας. Εκεί που ήταν δεμένα τα καΐκια του κυρ Αντώνη και του καπτάν Νικόλα και το φορτηγό «Ελεονόρα»  που κουβαλούσε ζωοτροφές από τη Μαύρη Θάλασσα και τις ξεφόρτωνε στο λιμάνι μας για τα ζωντανά. Εκεί λίγο πιο κάτω άραζε και το «Σαπφώ» που κάθε Σάββατο πρωί ξεμπάρκαρε τους επιβάτες από τον Πειραιά και καθόταν εκεί αραγμένο μέχρι να φύγει Κυριακή κατά τις έξι το απόγευμα. Ο πατέρας πάντα κατέβαινε στον απόπλου γιατί έτσι συνηθίζαμε τότε. Να λέμε «αντίο» στους επιβάτες. Να τους ξεπροβοδίζουμε με μια ευχή για «καλό ταξίδι» . Κι έπειτα να ξεκινάμε την απογευματινή μας βόλτα.

Όταν το πλοίο χανόταν στο ορίζοντα για την Χίο, ξεκινούσαμε κι εμείς για το πάρκο της Αγίας Ειρήνης να παίξουμε στις κούνιες όσο οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ τους στο αναψυκτήριο κοντά στα Κτελ. Και η ώρα περνούσε απίστευτα γρήγορα. Όπως περνάνε οι ώρες οι ευτυχισμένες για όλο τον κόσμο και τελειώνουν προτού αντιληφθείς πως άρχισαν. Σαν έπαιρνε να βραδιάζει, εμείς οι μικροί ιδρωμένοι και μέσα στην σκόνη αρχίζαμε τον περίπατο μαζί με τους περιποιημένους γονείς μας κατεβαίνοντας στην προκυμαία ξανά, αυτή τη φορά από τον δεξιό   λιμενοβραχίονα εκεί που ήταν το κτήριο της Νομαρχίας.

Εκεί, στην βόλτα ήταν η κοσμοπλημμύρα. Σαν τρένα που κυλούσαν σε αντίθετες ράγες οι άνθρωποι «ανέβαιναν» σύριζα στην θάλασσα, ή κατέβαιναν από την εσωτερική μεριά, από την στεριά. Δεν μπορούσες να παραβλέψεις την φορά και να μπεις στο αντίθετο ρεύμα. Υπήρχε μια σιωπηλή συνεννόηση που επέβαλε την τάξη της βόλτας. Μιας βόλτας όμορφης και καθόλου ήσυχης. Υπήρχε ένα αδιάκοπο μουρμουρητό που το έπαιρνε το θαλασσινό αεράκι και το μετέφερε μέχρι μέσα στ’ ανοιχτά. Κουβέντες και λόγια και γέλια και χαχανητά ανέβαιναν σαν τον καπνό στον ουρανό κι από εκεί η θάλασσα ολόχαρη που είχε μουσαφίρηδες, τις πήγαινε πιο μέσα ν’ ακουστούν κι από τα σιωπηλά της πλάσματα, να τους δώσουν χαρά. Γιατί αυτό λείπει από τον βυθό της. Και το παίρνει από εμάς. Σε αντάλλαγμα μας αφήνει να την διασχίζουμε , να την ταξιδεύουμε και στον ψαρά να ζει από τα πλάσματα της. Μα έχει πάρει κι εκείνη αντάλλαγμα, τούτη την ανθρωπιά και την αγάπη που ξεχειλίζει από τις βόλτες.  Βλέπεις τούτα τα τρένα δεν βιάζονταν κι όλη την ώρα σταματούσαν να χαιρετηθούν. Πότε έβλεπες τους παλιούς γειτόνους από την «απάνω Σκάλα», πότε τους συγχωριανούς που είχαν κατεβεί στην Μυτιλήνη για να παν στην αγορά και ξεμείνανε στο σπίτι της «αξαδέρφης» για το βράδυ, για την βόλτα. Και να τα γέλια και τα αγκαλιάσματα και οι χαιρετούρες. Και τα «πόσο μεγάλωσες εσύ πιτσιρίκο» και τα «καλέ, κοτζάμ κοπέλα γίνηκε η μικρή». Πιο κάτω πάλι σταματούσε το τρένο και μια άλλη ομάδα είχε στήσει πηγαδάκι και διαφωνούσε για τα πολιτικά αλλά με πειράγματα και γέλια. Όχι με κακία και εμπάθεια. Ήταν αγάπη στον αέρα. Κι αυτό η θάλασσα το είχε ανεκτίμητο. Τα κρύα πλάσματα της δεν ένιωθαν αυτό το συναίσθημα. Περίμενε, λοιπόν, κι αυτή τούτη τη βόλτα, την ανεπίσημα προγραμματισμένη, για να ρουφήξει την αγάπη απ’ τον αέρα.

Τότε, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, φτάναμε μπροστά στου «Φλόκα». Εδώ ήταν το πιο γλυκό κομμάτι της εξόδου μας. Κοιτούσαμε με αγωνία τα γεμάτα τραπέζια και κάπου στην μέση να κι ένα που μόλις είχε αδειάσει και τα ποτήρια και τα πιάτα ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. Με ευλυγισία και χάρη χορεύτριας ο πατέρας πρώτος κυλούσε σχεδόν ανάμεσα στις καρέκλες κι έπιανε την θέση. Καθόμασταν κατάκοποι από την αργόσυρτη βόλτα μας με τα χιλιάδες σταματήματα, και περιμέναμε το γκαρσόνι για την παραγγελία. Η μάνα καθόταν πάντα στην κεντρική θέση. Να βλέπει τον κόσμο και την θάλασσα. Η γιαγιά καθόταν πλάι της κι εμείς τα μικρά με τον πατέρα στις καρέκλες που περίσσευαν. Τούτη η ώρα ήταν δική τους. Σαν αστραπή ερχόταν ο λευκός και μαύρος σερβιτόρος και καθάριζε το ασημένιο μεταλλικό τραπέζι , το σκούπιζε και το γέμιζε λάμψη. Όλοι παραγγέλνανε το ίδιο: Λουκουμάδες και κορμό, πορτοκαλάδα και βυσσινάδα. Να δροσιστούν από την κούραση της βόλτας και να γλυκάνουν το στόμα τους . Η μεγαλύτερη χαρά ήταν η ώρα που ο δίσκος ο ξέχειλος με πιατικά και ποτήρια κατέφθανε στα τραπέζια. Το γκαρσόνι είχε βάλει επάνω δυο ή τρεις παραγγελίες μαζί και με επιδεξιότητα χορευτή περνούσε με τον παραγεμισμένο του δίσκο να αιωρείται   με λικνίσματα πάνω από τα κεφάλια μας και να μας γεμίζει με απορία πως δεν του έπεφτε. Το τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι με τους λουκουμάδες τους πασπαλισμένους με μέλι και καρύδια πάρκαρε με χάρη μπροστά στα μάτια μου. Πάντα ήταν εφτά οι λουκουμάδες. Ποτέ λιγότεροι ή περισσότεροι. Δεν έκανε λάθος ο ζαχαροπλάστης ποτέ. Και ο κορμός ήταν ένα τεράστιο σχεδόν στρογγυλό κομμάτι φτιαγμένο από τα υλικά του προφιτερόλ κι όχι της πάστας. Η μάνα προτιμούσε την πορτοκαλάδα γιατί πρόσεχε την σιλουέτα της. Και η γιαγιά ήθελε την βυσσινάδα.

Καμιά φορά περνούσαν και παλιοί συμμαθητές του μπαμπά που είχε βγάλει το γυμνάσιο στην πόλη. Κάθονταν κι αυτοί μαζί μας ή δίπλα μας κι άρχιζε η κουβέντα. Κανείς δεν ήθελε να φύγει και οι υπόλοιποι περαστικοί μας κοιτούσαν με ανυπομονησία γιατί ήθελαν κι εκείνοι να κάτσουν κι εμείς κρατούσαμε τις θέσεις ενώ είχαμε τελειώσει με το κέρασμα.  Μα δεν φεύγαμε. Τότε, που οι μεγάλοι πιάναν την κουβέντα, εμείς τα παιδιά από όλα τα τραπέζια, άγνωστα μεταξύ μας, σαν να συνεννοούμασταν χωρίς να μιλάμε και μαζευόμασταν λίγο πιο πέρα στην άπλα του πεζοδρομίου να παίξουμε κρυφτό στα στενά πίσω από το ζαχαροπλαστείο. Κι ερχόταν η ώρα κι έβγαινε κείνο το πορτοκαλί, τεράστιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Που καθώς ανέβαινε στον ουρανό ασήμωνε την θάλασσα με το φως του κι έλαμπε ολόχαρο πάνω από τα κεφάλια μας. Που να κρυφτείς και πώς να μην σε «φτύσουν» που είχες τον προβολέα από τον ουρανό να μαρτυρά την κρυψώνα σου;

Αυτές οι βραδιές οι αξέχαστες του Αυγούστου, οι γεμάτες αγάπη και πειράγματα και γείτονες καλόκαρδους και γελαστούς. Αυτές οι  βραδιές που ξεχαρβαλωμένοι από την γλύκα της βόλτας μα και μεθυσμένοι από το αλισβερίσι της ανθρώπινης ζεστασιάς πέφταμε λουσμένοι ευχαρίστηση στα λευκά μας κρεβάτια να μπει η επόμενη εβδομάδα γεμάτη απαντοχή για ένα όμορφο αύριο. Αυτές μου λείπουν τώρα απέραντα. Τα απογεύματα της Κυριακής έχουν γίνει κάπως λυπημένα πια.  Κάπως κουρασμένα και μοναχικά. Σχεδόν καταθλιπτικά. Ενώ παλιά δεν μας ένοιαζε καθόλου που ξημέρωνε Δευτέρα.Ρ.Γ.

Φωτογραφία από :Greek Travel Pages