Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Αναμνήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

"ΦΤΟΥ ΞΕΛΕΦΤΕΡΙΑ ..."

Απ' τα καλοκαίρια κρατώ γλυκά
τα λευκά καμπαναριά 
τις θαλασσοδαρμένες βάρκες 
που τις λέγαν "Αϊ Νικόλα" 
ξέγνοιαστα γέλια από τους μαθητές
και τρανταχτές φωνές των νιων μανάδων 
που βλέπαν τα βλαστάρια τους να ξεπετάγονται.

Τα καλοκαίρια με γεύση από κύλισμα στο γρασίδι
και άμμο ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού.
Το φρέσκο παγωτό του κυρ Βασίλη
πάνω στο σαραβαλάκι του να φωνάζει :

 "Δροσιές τα παγωτά".
Τ' αξέχαστα τα καλοκαίρια τα παιδικά
γεμάτα βασιλικό νοτισμένο

στην αυλή του Αγίου Συμεών στην Κουλμπάρα. 
Μυρίζαν οι εσπερινοί δροσάτη φρεσκάδα
κι η μάνα έτρεμε να μη λερώσω το καλό φουστάνι.

Απ΄τα καλοκαίρια κρατώ αγκαλιά τις θύμησες.
Τα ξεφαντώματα μες τα σοκάκια στο Κιόσκι.
Και τις φωνές τις παιδικές :
"Φτου! Ξελεφτερία για όλους".Ειρήνη Γεροντάρα 

Από το βιβλίο μου "ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ " εκδόσεις ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 2021 Διατίθεται σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία διαδικτυακά και μη. 



 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΊΡΙΑ

 



Τα καλοκαίρια στο απόγευμα
έχουν καφέ ελληνικό βαρύ
και μια γεμάτη κουταλιά γλυκό φιστίκι
πράσινο και ζουμερό μέσα στο δαντελένιο του πιατάκι
Κι ο πατέρας αγουροξυπνημένος από τον ύπνο
εκείνον του μεσημεριού που σε γλυκοξεκουράζει.
Αχ θάλασσα μετά να δροσίζεις τα πόδια σου
στο λιόγερμα με το ελαφρύ το κυματάκι
εκεί στη Βίγλα στο καφενείο του Σαλαβού.
Και να μετά ο μπακαλιάρος σκορδαλιά
και τα ουζάκια με το χταπόδι το λιαστό.
Κι όλα είναι θύμησες από ένα παρελθόν ευτυχισμένο
Κι όλα είναι όσο κουράγιο μου έμεινε να συνεχίζω
γιατί θυμάμαι και δύναμη αντλώ
απ' τις στιγμές τις ξέγνοιαστες.Ρ.Γ

φωτογραφία: Ξενοδοχείο Βότσαλα στην Λέσβο (φωτό δανεισμένη από το internet)



Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Η ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 Η αγορά της Μυτιλήνης είναι η καρδιά και η ψυχή της πόλης ολόκληρης. Ένα μέρος μαγικό και δονούμενο από ιστορία και ζωντάνια. Εκεί αναπνέει όλη η "χώρα" και ζει και κινείται, αναπαράγεται και πάλλεται ένας οργανισμός αρχαίος και σύγχρονος ταυτόχρονα. Εκεί ακούς την κελαρυστή ντοπιολαλιά, απόγονο της ομιλίας του Ομήρου. μυρίζεις τις μεθυστικές, ανατολίτικες μυρωδιές του παστουρμά και των ντόπιων λουκάνικων που όμοια τους δεν φτιάχνονται πουθενά στην Ελλάδα. Αριστερά και δεξιά λογής- λογής μαγαζιά εκθέτουν την πραμάτεια τους σ' ένα σκηνικό που μοσκοβολά ρίγανη και βότανα και σαπούνι λευκό φτιαγμένο από το αγνό το λάδι μας και λίγο πιο πέρα τα λαδοτύρια και τα ντόπια τυράκια μας. Ξεσηκώνεσαι με τον φρέσκο αλεσμένο καφέ από το καφεκοπτείο του "Διαμαντή" που σου ξυπνά μνήμες από Κυριακάτικα πρωινά και γλυκά κουταλιού και δροσερό νερό κερασμένα στον ασημένιο δίσκο μετά την απόλυση της εκκλησίας.

Εκεί συναντάς τον γείτονα και τον συχωριανό και μαθαίνεις τα νέα της πόλης και του νησιού ολόκληρου.
Για μένα η αγορά είναι μέρος μαγικό και ιερό αντάμα. Είναι ο ναός της ζωής όπως την έμαθα με τις πρώτες ανάσες που πήρα, Είναι ευτυχία και ξεγνοιασιά. Είναι οι λεπτές, καλλίγραμμες γάμπες των γυναικών που στηρίζονται στα σικάτα παπούτσια τους και με το όμορφο εβαζέ φουστάνι τους , το πολύχρωμο και καλοραμμένο, περιδιαβαίνουν τις βιτρίνες και ψωνίζουν τα αναγκαία της μέρας. Γιατί μη σας πει κανείς κάτι διαφορετικό, οι βέρες Μυτιληνιές είναι πάντα καλοντυμένες και περιποιημένες. Με το μαλλί τους καλοχτενισμένο και τα σωστά αξεσουάρ προχωράνε αγέρωχες και με αυτοπεποίθηση αξιοπρεπείς και δυναμικές, πάνω στην οδό Ερμού. Φτάνουν στην Μητρόπολη κι ανάβουν ένα κερί στον Άη Θόδωρα και μετά συνεχίζουν την μέρα τους.
Μα και τα απογεύματα που η αγορά είναι ανοιχτή γεμίζει κόσμο και μανάδες με παιδιά που ψωνίζουν τα κυριακάτικα παπούτσια και τα ρούχα για τα Χριστούγεννα και τον Επιτάφιο και την Ανάσταση. Μικρά παιδιά (σαν εμένα) με ποδηλατάκια τρέχουν ανάμεσα στον κόσμο βιαστικά να φτάσουν κάπου κι άλλοτε ενοχλούν με την βιασύνη τους ή απλά προκαλούν το γέλιο και την χαρά στα ξεδοντιάρικα πρόσωπα παππούδων που κάθονται στις ψάθινες καρέκλες έξω από μικρά καφενεία και συζητάνε παλιές και νέες ιστορίες και πίνουν το ουζάκι τους κι ευλογάν τον Θεό που τους αξίωσε να ζήσουν εδώ στον τόπο μας τον παραδεισένιο. Και σκουπίζουν βιαστικά ένα δάκρυ για όλους που έχασαν και για όλους που μετά από κείνους θα έρχονται και θα απολαμβάνουν το ρακί τους εκεί στην αγορά. "Μάσαλα, μάσαλα τι ομορφιά και τι απόλαυση είν' αυτή!"
Η αγορά της Μυτιλήνης το μαγικότερο απ' όλα τα μέρη του κόσμου. Η γαλήνη μέσα στην πολυκοσμία και στην οχλοβοή. Η ηρεμία μέσα στην φασαρία των πραματευτάδων. Η ζωή η ίδια μέσα στην κοινότητα της γης των Λεσβίων. Των γιων του Αιόλου και του Μάκαρος. Μια συνεχής κι αδιάκοπη ροή ανθρώπων από τα προϊστορικά χρόνια ως τα σήμερα. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι στους Αιώνες. (κείμενο: Ρένα Γεροντάρα φωτογραφία από Αναγνωστήριο Αγιάσου)


Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΓΙΑΠΡΑΚΕΛΙΑ

 Τα γιαπρακέλια τα έφτιαχνε η Ρηνιώ η γιαγιά μου στο πετρογκάζ. Με δυόσμο μυρωμένα και μαϊντανό. Μικρούτσικα και καλοτυλιγμένα βαλμένα πλάι-πλάι, προσεκτικά. Ολόισιες πράσινες σειρές μέσα στην κατσαρόλα με λίγο λεμονοχυμό ραντισμένα να μοσχοβολά όλη η κουζίνα. Και τέλος σου έφτιαχνε και κρέμα αυγολέμονο με τα ολόφρεσκα αυγά της Αρετούλας από τις παχουλές κοτούλες της που βοσκάγανε  στην απέναντι αυλή. Γιατί τότε όλα ήταν μοίρασμα και οι γεύσεις πιο έντονες μιας που η αγάπη κι η απλότητα κάνανε τα φαγητά πεντανόστιμα. "Να παίρνεις μυρουδιά να γλιθμάς" και δώστου κι έβγαζε μικρές, πράσινες "μυρουδιές" μέσα στο πιάτο η Ρηνιώ και γέλαγε ολάκερη. Όλη η γειτονιά έτρωγε απ' τα γιαπρακέλια μας. Κι ας ήταν λιγοστά. Πάντα φτάναν και χορταίναμε όλοι.  Καλέ τι χορταίναμε; Σκάγαμε από το φαΐ.  

"Έλα Ρηνέλι μ να φας" φώναζε η γιαγιούλα μου κι εγώ ίσα με δυο-τρία γιαπρακέλια φούσκωνα από την χαρά και δεν μπορούσα να φάω άλλο. Είναι, βλέπεις η αγάπη και το νοιάξιμο που σε γεμίζει. Και σαν γυρνούσα από το σκολειό σκασμένη που δεν ήξερα να πω σωστά τις αριθμητικές και βουρκωμένη έφτανα στο σπίτι, αρκούσε κείνη η μυρωδιά του δυόσμου και του αμπελόφυλλου που σε ξεσήκωνε και σε παρηγορούσε. Και μια αγκαλιά ζεστή απ' τη γιαγιά που είχε πάντα μες την τσέπη της ποδιάς της κείνο το μυστηριώδες "αληκότις" που δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η συνωμοτική λέξη ανάμεσα στην μάνα και την γιαγιά πως κάτι δεν πήγαινε καλά κι έπρεπε να με παρηγορήσει εκείνη κρατώντας με στην κουζίνα ώσπου η μάνα  να ετοιμάσει το τραπέζι και τις λιχουδιές να ξεχαστώ. 

Αχ τι ονειρεμένες μέρες. Τι γεύσεις μεστές και δυνατές. Και τι γέλια τρανταχτά ήταν εκείνα. Τότε που το πρόβλημα ήταν που δεν ήξερα 7+8 ίσον δεκαπέντε και η κυρα Αγγέλα-θεός σχωρέστην- μ' έβαζε να το γράψω πολλές φορές να το μάθω καλά. Τότε που φτάναν τέσσερα γιαπράκια να πνίξω το πόνο μου για τις δυσκολίες της ζωής. Τότε που όλες οι γειτόνισσες κερνάγανε η μια στην άλλη ένα πιατάκι με φαγητό να πάρει μυρουδιά κι ο γείτονας. Κι όλο γεμίζαμε τα πιάτα και τα πήγαινα εγώ από πόρτα σε πόρτα καθώς έπαιρνα με την σειρά μου πίσω τα δικά μας τα χτεσινά γεμάτα με ότι είχε φτιάξει κείνη τη μέρα η κάθε γειτόνισσα.

Η Ρηνιώ μου σίγουρα, ακόμα μαγειρεύει γιαπρακέλια αβέρτα και  μοσκοβολάει όλη η παράδεισος με μυρουδιές Μυτιληνιές . Σίγουρα τους έχει ξεσηκώσει και δωστου τα πιάτα με τους μεζέδες της θα πηγαινοέρχονται και θα γλιθμάν απ' την λαχτάρα όλοι εκεί πάνω.Ρ.Γ.


Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ

 

Μόνο ταξίδευε. Στις αποσκευές κουβαλούσε ελάχιστα, αλλά πάντα ένα μολύβι. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ. Ήταν εκεί, ριγμένο βιαστικά στην θήκη του σακιδίου, κάτω από το παλιό, ριγέ τετράδιο των σχολικών του χρόνων. Πότε είχαν επιβιβαστεί στα πράγματα του αυτά τα δύο αντικείμενα, ούτε και θυμόταν. Ίσως τα είχε πετάξει βιαστικά όταν ξεκίνησε. Κι απόμειναν.

Η πορεία του δεν είχε λιμάνια και όρια. Οι μόνες στάσεις γινόταν από την καρδιά του πάντα. Στις διαδρομές απλά άφηνε την ζωή να περνά μπροστά από τα μάτια του σαν ταινία. Έτσι αντιλαμβανόταν την αλλαγή και τελικά την μεταμόρφωση. Το κέρδος της πορείας δεν ήταν ποτέ ένας προορισμός. Έμενε πιστός στα όνειρα της νιότης. Εκείνα τα αληθινά, τα έρημα από αλλοτρίωση και συμβιβασμούς. Οι θάλασσες και οι στεριές ήταν πάντα το ίδιο για εκείνον. Με δρασκελιές απρόσεκτες κι απόκοτες καμιά φορά – τις περισσότερες φορές – τολμούσε και συνέχιζε. Ρουφούσε με ματιές κοφτές κάθε εμπειρία. Τον συνάρπαζε τούτο το απροειδοποίητο, το τολμηρό, το ανεξερεύνητο.

Μια μέρα το όνειρα γινήκαν βιαστικά. Δεν το κατάλαβε πότε ακριβώς συνέβη. Ήταν μια διαδικασία απαλή αυτή η μετάβαση στην εμπειρία από την ανεμελιά της νιότης. Σαν να έριχνες σ’ ένα ποτήρι κόκκους άμμου. Κι αυτοί έπεφταν γλυκά ένας-ένας χωρίς να συνωστίζονται στο στόμιο του μπουκαλιού. Έτσι, δεν το κατάλαβε πότε τα όνειρα άρχισαν να βιάζονται. Όσο κι αν τα τραβούσε πιο πίσω αυτά ήθελαν να ταξιδέψουν όλο και πιο γρήγορα. Τα χαρακτήριζε αυτή η οξυδέρκεια. Αντιλαμβάνονταν πρώτα από εκείνον, πως η άμμος σύντομα θα τελείωνε στο μπουκάλι  και δεν υπήρχε η δυνατότητα της επαναφοράς.

Μοναχικά και σχεδόν αυτιστικά, είχε περάσει κι ο ίδιος προς την έξοδο. Αυτή ήταν η Τέχνη του. Η δημιουργία και η παρακαταθήκη του στο σύμπαν : οι αναμνήσεις. Πήρε σιωπηλά το μολύβι να της καταγράψει. Έτσι για να ξαναθυμηθεί. Να ξαναζήσει το όνειρο. Να μην πάει χαμένο. Να έχει λόγο ο χρόνος. Εκεί προς το τέλος, πρέπει να υπάρχει λόγος, δικαιολογία και σκοπός.

Μα άφησε κάτω το μολύβι. Δεν ήταν για κείνον αυτά. Μ’ ένα μολύβι σχεδιάζεις όρια, χρησιμοποιείς κανόνες γραμματικής και τα ταξίδια αποκτούν σκοπό και δικαιολογίες, ορθή σύνταξη και ποιητικά αίτια. Δεν ήταν για κείνον τα μέρη του λόγου, οι γραμμές, τα σχέδια. Δεν χωρούσαν σε σελίδες όσα είχε δει και κάνει. Κι η μοναξιά του δεν μπορούσε να γίνει ανάγνωσμα για ένα φιλοθεάμον κοινό. Το έσπασε το μολύβι κι έμεινε στην πολυθρόνα να κοιτά από το παράθυρο.Ρ.Γ.



Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΤΑ ΚΑΨΑΛΑ

 


Του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν η μεγάλη γιορτή του Ιούνη στην Μυτιλήνη. Αποβραδίς είχε τον εσπερινό στο εκκλησάκι εκεί στο λόφο απέναντι από τη θάλασσα πηγαίνοντας προς τη Βαριά. Στολισμένο κι ολόχαρο , μας υποδεχόταν με την κατάλευκη απλότητα του. Κι ήμασταν κόσμος πολύς, που στεκόμασταν εκεί μέσα στην ξεραΐλα αφού μόνο ο παπάς χωρούσε στον μικροσκοπικό ναό.  

Η παπαλίνα χαιρόταν λες κι είχαμε πάει εκδρομή. Δεν ξέρω τι είχε αυτό το εκκλησάκι που σ’ έκανε να γεμίζεις ξεγνοιασιά. Αυτή η γιορτή πάντα στο τέλος της σχολικής χρονιάς,  έκανε όλους εμάς τους πιτσιρίκους να τρελαινόμαστε από χαρά καθώς πλησίαζε η χάρη Του. Είχε έρθει ο καιρός για τα Κάψαλα.

Τα Κάψαλα , οι μεγάλες οι φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν γιορτή υπέροχη για όλον τον κόσμο στο νησί. Μια γιορτή χριστιανική και παγανιστική συνάμα, όπως όλες οι παραδόσεις του μυρωδάτου τόπου μου. Στην Λέσβο, βλέπετε, ζει ακόμα ο Όμηρος και η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Και κάθε μέρα στήνουν χορό με τους «γατελούζους» που πέρασαν από τον τόπο μας, και τους Οθωμανούς που μας κρατήσαν σκλάβους αλλά και με όλους εμάς τους Χριστιανούς ορθόδοξους που μέσα από αιώνες και αιώνες σκλαβιάς και βίας και ξενικής επιρροής, εμείς μείναμε πιστοί στα ομηρικά μας έθιμα και τα κρατήσαμε και τα προσαρμόσαμε σε κάθε τι καινούριο. Ακόμα κι η ντοπιολαλιά μας έχει τις ρίζες της στη γλώσσα του Ομήρου και τα έπη του.

Έτσι στις 23 Ιούνη ξυπνούσε η παπαλίνα από νωρίς. Ήταν η μέρα της γιορτής κι είχαμε δουλειές πολλές να κάνουμε. Συνεννοημένοι όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς να μαζέψουμε ξύλα και κλαδιά από τις αλάνες τριγύρω για να βγει η γειτονιά μας πρώτη. Η μεγαλύτερη φωτιά κέρδιζε πάντα. Μ’ αλαλαγμούς και γέλια τρανταχτά βάζαμε τα λάφυρα στην αυλή της κυρά-Πόπης που είχε δυο εγγονάκια στην Αθήνα και κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα έστελνε η κόρη της να ξεκαλοκαιριάσουν στης γιαγιάς τους. Χαρά εμείς που θα ξαναβρισκόμασταν με τον Αποστόλη και τον Παναγιώτη, «τους Αθηναίους». Χαρές και γέλια κι αποφασιστικότητα να βγάλουμε την γειτονιά μας πρώτη.

Στο σταυροδρόμι κοντά στον φοίνικα, στήναμε τα ξύλα μας σε τρεις εστίες διαδοχικές μ’ απόσταση σωστή να δρασκελίζουν   πάνω απ’ τις φωτιές οι πιο γενναίοι. Εμείς τα πιτσιρίκια αρχίζαμε πρώτοι καθώς ήταν χαμηλές οι φωτιές. Παίρναμε φόρα και προσέχαμε να πηδήξουμε από την μέση της φωτιές κι όχι από την άκρη . Έπρεπε να υπάρχει κίνδυνος για να γίνει σωστό το έθιμο. Μα το καλύτερο ήταν σαν βράδιαζε πια. Τότε οι φωτιές μεγάλωναν και οι μεγαλύτεροι μας, οι έφηβοι και οι κοπελιές στήναν χορό ερωτικό γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Ερχόντουσαν και οι μανάδες κι οι πατεράδες μας και οι γέροι οι παππούδες όλοι. Και να τα γέλια και τα ξεφαντώματα. Και να τα στιχάκια τα σόκιν τα παγανιστικά , που υμνούσαν τις ερωτικές επιδόσεις. Τα «ξεδιάντροπα». Κι αυτή ήταν η εκτόνωση από την καθημερινότητα. Η διασκέδαση και το ξεφάντωμα και το ξέδομα από το άγχος και την πίεση για τους μεγάλους και η ερωτική εκπαίδευση για τους μικρούς. Έπεφταν οι μάσκες της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού κι όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, μορφωμένοι κι αγράμματοι γίνονταν ένα. Ο θεός Διόνυσος ερχόταν και γλεντούσε με αφορμή τούτη την ορθόδοξη γιορτή και κανείς δεν προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Τον συμπεριλαμβάναμε κι αυτόν  αφού υπήρχε από πριν και τον δεχόμασταν.

Τα ανύπαντρα κορίτσια  είχαν για κείνη την ημέρα τα δικά τους έθιμα που θα φανέρωναν ποιον θα παντρευτούν. Κι όλο κρυφογελούσαν και πονηρεύονταν. Κι εμείς οι μικρότεροι, νιώθαμε έτοιμοι να πάρουμε τα σκήπτρα από τους προηγούμενους. Απλά και μόνο γιατί συμμετείχαμε σε τούτο το πατροπαράδοτο έθιμο. Κι οι φωτιές καθάριζαν όλου του χρόνου την κακία και την έγνοια και τον προβληματισμό. Γέλαγε λίγο το χειλάκι του πατέρα που σχολούσε φουρκισμένος κάθε μέρα από το γραφείο. Τρανταζόταν απ’ τα γέλια η γιαγιά από τα σόκιν δίστιχα που σκάρωνε με τις γειτόνισσες και ακόμα και η μάνα χαλάρωνε τα φρύδια και χαμογελούσε.

Κι όλη η γειτονιά είχε να το συζητά για μέρες. Τι μεγάλες είχαν γίνει και φέτος οι φωτιές μας και τι ανεμελιά και πανηγύρι ήταν αυτό και γλέντι αξέχαστο στα Κάψαλα.   Ρ.Γ.

Εικόνα από Ιγνάτης Τσικνής από emprosnet.gr



Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΩΤΟ

 


 

Κάθε χρόνο, παραμονή του Ευαγγελισμού, το παγωτατζίδικο Special απέναντι από το Lesvos market, είχε την τιμητική του. Ήταν, βλέπεις, το παιδικό μας έθιμο, μετά την παρέλαση να περνάμε από εκεί για να κεραστούμε με τις δυο δραχμές μας, ένα παγωτό από κείνα τα αφράτα, τα στριφογυριστά, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα. Κρατούσε το χωνάκι κάτω από την «βρύση» του μηχανήματος, ο παγωτατζής, κι εκείνο έτρεχε παχύρευστο και νόστιμο πάνω στην κωνική βάφλα, που εκείνος κουνούσε επιδέξια και το γέμιζε με το πολυπόθητο γλυκό. Μετά την παρέλαση το μικροσκοπικό μαγαζάκι του γέμιζε με «ευζωνάκια» και «Αμαλίες» που στριμώχνονταν χαριτωμένα για να φάνε συνήθως στα κρυφά από τις μανάδες, το παγωτό. Ήταν το πρώτο παγωτό της χρονιάς και ο διαγωνισμός ανάμεσα σ’ όλους εμάς, την «παπαλίνα» ξεκινούσε από την 25η Μαρτίου μέχρι το πρώτο κουδούνι του Σεπτέμβρη, όταν, έχοντας μετρήσει κάθε παγωτό δηλώναμε ευτυχισμένοι τον αριθμό που είχαμε κατακτήσει καταναλώνοντας λογής παγωτά στην διάρκεια του καλοκαιριού.  Νικητής πάντα ήταν ο  Αποστόλης, που  έβγαζε ένα τεράστιο τριψήφιο νούμερο κοντά στο πεντακοσάρι.

Ήταν εκείνη η μέρα, η συνήθως ηλιόλουστη, που σήμαινε την αρχή σχεδόν της υπέροχης αναμονής για το κλείσιμο του σχολείου και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Από εκεί και μετά ο χρόνος άρχιζε να μετρά αντίστροφα και οι διακοπές και τα παιχνίδια στα «Τσαμάκια» και στ’ «Απελή» όλο και πλησίαζαν. Μαζί με εμάς που ξαμολιόμασταν ανέμελοι στα στενά της Μυτιλήνης ακόμα ντυμένοι με τις φορεσιές μας και χαχανίζοντας δυνατά και μιλώντας με τις κελαρυστές φωνές μας γεμάτοι σχέδια και φαντασία για νέα παιχνίδια και διασκέδαση σε αλάνες και οικόπεδα άχτιστα τότε ακόμα, ήταν και τα χελιδόνια, άρτι αφιχθέντα από τις ακτές της Αφρικής και γεμάτα ευτυχία, σαν εμάς ακριβώς, για την καινούρια χρονιά που ξεκινούσε. Πετούσαν ανέμελα σε χαμηλές πτήσεις μετέχοντας κι αυτά στο αυτοσχέδιο γλέντι μας.

Γιατί, ναι, του Ευαγγελισμού ήταν για τα παιδιά και τα χελιδόνια, μια Πρωτοχρονιά μέσα στην μέση της χρονιάς που είχε ξεκινήσει τον Γενάρη. Μα πάνω απ’ όλα γιόρταζε η Πατρίδα τον ξεσηκωμό της και την Ελευθερία. Πιο συμβολικό και μεγαλύτερη ταύτιση δεν μπορούσες να βρεις. Όλα άρχιζαν εκείνη την ημέρα. Όλοι κι όλα απελευθερώνονταν. Οι Έλληνες από τους Τούρκους. Η φύση από τον χειμώνα. Τα παιδιά από τα διαβάσματα. Και τα χελιδόνια. Κυρίως αυτά, από το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Όλα έφταναν στον προορισμό τους. Όλες οι δυσκολίες, οι θυσίες κι οι αγώνες έμοιαζαν εκείνη την ημέρα, απόλυτα δικαιωμένα. Κι αυτή η  γεύση του παγωτού βανίλια, ερχόταν να δώσει  γλύκα στην όλη διαδικασία. Σαν επιστέγασμα κι επιβράβευση για τα όσα κατακτήθηκαν με δυσκολία. Θαρρώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, μπορούσα να δω του ήρωες του ’21, όπως τους έδειχναν τα κάδρα στις σχολικές μας αίθουσες, να χαμογελάνε ικανοποιημένοι. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές είχαν θυσιαστεί και εκείνοι. Να μπορούμε εμείς οι πιτσιρικάδες απόγονοι, να τρέχουμε ξέγνοιαστοι στα στενά της «Κουμιδιάς» και να γευόμαστε την γεύση της Ελευθερίας στο πρώτο  παγωτό.  Ρ,Γ.



Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Η ΚΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ




Απ' όλα τα πράγματα που χάθηκαν στην μετακόμιση, πιο πολύ λυπάμαι για εκείνη την μοβ- μπλε γυάλινη κανάτα  της γιαγιάς που είχα για να παίρνω τον αγιασμό κάθε χρόνο ανήμερα των Φώτων. Πάντα ένιωθα τόσο περήφανη για τούτο το γυάλινο κανάτι που κανονικά ήταν για να σερβίρεις κρασί αλλά εμείς το είχαμε για τον αγιασμό.  Το εκκλησίασμα ευλαβικά, κουβαλούσαν τα πλαστικά δοχεία τους, αδιάφοροι για το σκεύος που θα φιλοξενούσε το αγιασμένο περιεχόμενο.  Το δικό μου δοχείο ήτανε παλιό και ξεχωριστό, διαλεγμένο προσεκτικά από τον κομό της γιαγιάς όπου φύλαγε με προσοχή την προίκα της.

Από νωρίς έπιανα θέση, κοντά στην εικόνα του Χριστού εκεί δίπλα στην Ωραία πύλη στην Μητρόπολη της Μυτιλήνης και καμιά φορά καθόμουν και στο λευκό μαρμάρινο σκαλοπάτι ακριβώς από κάτω.. Κανείς δεν έδιωχνε τα παιδιά από εκεί. Το είχε πει κι ο Χριστός: "Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου" και η γιαγιά μου με έστελνε πάντα να κάτσω εκεί κάτω από  την εικόνα Του. Ο παππούλης που λειτουργούσε ήταν τόσο καλός. Χαρά του ήταν να γεμίζει η εκκλησιά από παιδάκια. Κι έτσι περίμενα. Καρτερικά περίμενα, γιατί δεν πολυκαταλάβαινα τότε ακόμα, τα αρχαία λόγια των βιβλίων της εκκλησίας.   Ήταν φορές που βαριόμουνα ή νύσταζα, αλλά περίμενα με τόση λαχτάρα να με πιτσιλίσει ο πάτερ με τον αγιασμό και να μου δώσει να φιλήσω τον παγωμένο χρυσό σταυρό. Θαρρούσα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία και τύχη απ’ όλες να σου έρθει στο κεφάλι μια τέτοια πιτσιλιά. 

Αναπάντεχα, παραδόξως, ερχόταν η ώρα να πάρουμε το αγιασμένο νεράκι και να το μεταφέρουμε  ο καθένας στο δοχείο του. Τότε χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Έπρεπε να προφτάσω να γεμίσω το κανάτι μου το γυάλινο (δώρο στο γάμο της γιαγιάς) και να πάω τον αγιασμό στο σπίτι. Δεν ήταν κι εύκολο καθώς όλη η «παπαλίνα» όπως λένε τα μικρά παιδιά στην Μυτιλήνη, έκανε διαγωνισμό ποιος θα πάρει πρώτος το αγιασμένο νεράκι.   Αλλά εγώ είχα   να δώσω και στην κυρά-Φυναρέτη που καθόταν στο παράθυρο του σαλονιού δίπλα στο δρόμο και περίμενε να πάρει λίγο αγιασμό από τα παιδάκια που επέστρεφαν με τα "τρόπαια" τους από τις εκκλησίες. Η κυρά-Φυναρέτη (την είχαν βαφτίσει Φαιναρέτη αλλά δεν μπορούσε να το πει κι έτσι της έμεινε το Φυναρέτη)  είχε πάντα στην τσέπη της τις πιο σκληρές "φλόκες" (καραμέλες) που είχα φάει ποτέ μου, κι επέμενε να μας φιλεύει όποτε μας έβλεπε. Τρέχαμε όλοι μαζί να της γεμίσουμε το ποτηράκι της έτσι όπως το κρεμούσε από το ανοιχτό παράθυρο με το τρεμάμενο γερασμένο χέρι της. Και μόλις το πολυπόθητο υγρό έμπαινε στο σπίτι της να η βροχή με τις φλόκες που φύλαγε για τέτοιες κι άλλες παρόμοιες εξαιρετικές περιπτώσεις.

Κι αφού επιστρέφαμε στο σπίτι κι ακουμπούσαμε τις  κανάτες μας στα τραπέζια, ορμούσαμε με φωνές και καλπασμούς να κατέβουμε κάτω στο λιμάνι εκεί που είχαν στήσει την εξέδρα για τον Σταυρό. Θα στεκόταν ο Δεσπότης εκεί και όλοι οι επίσημοι και ο πιο γενναίος και δυνατός βουτηχτής θα έπιανε τον Σταυρό.  Όλοι οι πιτσιρίκοι στεκόμασταν στριμωγμένοι και σπρωχνόμαστε   να πιάσουμε την καλύτερη θέση. Παράξενο που κανείς μας ποτέ δεν είχε πέσει μέσα στα βρώμικα νερά του λιμανιού μας κατά λάθος. Κι άρχιζε ο πάτερ το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..» κι όλοι τεντωνόμασταν να δούμε τον Σταυρό να πέφτει. Και τι δέος και σεβασμός όταν το παλληκάρι που τον έπιανε ευλαβικά Τον παρέδινε στον Δεσπότη μας τον Σεραφείμ. Κι εκείνος με προσοχή τύλιγε την λευκή, φαρδιά κορδέλα και του έδινε τα Τον προσκυνήσει. Φωνές και γέλια και χειροκροτήματα από την μαζεμένη παπαλίνα που θαύμαζε και ξεσηκωνόταν να ανδραγαθήσει κάποια στιγμή κι εκείνη με την σειρά της στο μέλλον. Κι αδημονούσαμε να μεγαλώσουμε να μοιάσουμε σ’ όλους τούτους τους γενναίους «Μυτληνιούς» που είχαμε ως πρότυπα στα μικράτα μας. Κι ας μην αφήνε ο πάτερ τα κορίτσια να πιάσουν τον Σταυρό. Τι πείραζε; Θα τον έπιανε μια μέρα ο Αρίστος ή ο Θεολόγος τα φιλαράκια μου. Και θα γιορτάζαμε όλοι την ευλογία την ξεχωριστή.

Γιατί έτσι είμαστε εμείς στην Μυτιλήνη. Μια γροθιά ενωμένη κι υποστηρικτική. Δεν έχουμε φθόνο ή ζήλιες. Διαπρέπει ένας, διαπρέπουμε όλοι μας. Και πουθενά αλλού δεν το έχω βρει αυτό παρά μονάχα στην Πατρίδα. Ας μην το πιστεύετε. Αυτή είναι η αλήθεια. Βλέπετε μας δένει η μοναξιά μας και η απομόνωση του νησιού. Κι έτσι πορευόμαστε στους αιώνες, καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον και με αποδοχή και σεβασμό. Κι όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα τόσο αναπάντεχα και τυχαία καθώς ξετρύπωσα από το μπαούλο στο πατάρι την ξεχασμένη γυάλινη κανάτα μου. Κι ανακουφισμένη την απίθωσα στο τραπέζι αφού δεν είχε τελικά χαθεί στην μετακόμιση.


Τόσες αναμνήσεις όμορφες και θεραπευτικές από  τα Φώτα στο νησί μας. Κι όλα, πάντα όμορφα, ευλαβικά, αξέχαστα...Ρ.Γ.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Η Κατάληψη


Εμένα τα νεοκλασικά σπίτια, μου θυμίζουν βαρετές επισκέψεις και παιχνίδια στις αυλές τους. Με έπαιρνε μαζί της η μάνα να πάμε για τσάι στης κυρίας Καραφύλη. Ήταν μια αρχαία κυρία με κατάλευκα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο της βαθιές κι ανελέητες. Τα ρούχα της προσεγμένα και μουντά και φορούσε πάντα μια λαμπερή καρφίτσα στο στήθος. 
Φοράγαμε τα καλά μας να πάμε στην επίσκεψη. Μου άρεσε το σπίτι. Ήταν μεγάλο και προσφερόταν για ατέλειωτες εξερευνήσεις. Τα ταβάνια είχαν ζωγραφιές. Και τα πόμολα στις τεράστιες πόρτες ήταν σκαλιστά σαν λουλούδια. Μύριζε ανθόνερο όλο το σαλόνι. Τα πατώματα ήταν παλιά και τρίζαν. Δεν μπορούσα καθόλου να τρέξω γιατί τα μεγάλα σανίδια έκαναν θόρυβο. 
Μου άρεσε να τρώω τα μπατόν σαλέ και τα λογής σοκολατάκια από την λουλουδάτη πιατέλα. Είχε και κέηκ πάντα και μπισκότα με πολλές γεύσεις. 
Η κυρία Καραφύλη δεν είχε παιδιά. Έπρεπε να κάνω ησυχία. 
Όταν εκείνη πέθανε το αρχοντικό της το πήραν κάτι ανήψια της. Δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν και άρχισε να καταρρέει.  Περνούσα απ' έξω βιαστική για τη δουλειά, το κοιτούσα και βούρκωνα. Σκεφτόμουν πόσο υπέροχο θα ήταν να το μετέτρεπε κάποιος σε γκαλερί ή σε βιβλιοθήκη ή ένα χώρο για συγγραφείς και ποιητές να μαζεύονται και να πίνουν τσάι ή καφέ και να μιλάνε. 
Μια μέρα είδα ένα πανό να κρέμεται από την μπροστινή βεράντα. Έγραφε "ΚΑΤΑΛΗΨΗ". Λεπτοί νέοι άνθρωποι με μακριά μαλλιά μπαινόβγαιναν στη σάλα της κυρίας Καραφύλη ανενόχλητοι. Ευτυχώς δεν ζούσε να τους δει. Θα πάθαινε συγκοπή. 
Έμεινε έτσι για χρόνια. Κλειδωμένο. Ρημαγμένο. Έρημο. Έρμαιο των επαναστατημένων νεαρών που το έτρωγαν σοβά τον σοβά και ζωγράφιζαν ακατάληπτα συνθήματα στους τοίχους του. Μύριζει μούχλα το σαλόνι πια και ούρα ανθρώπινα. Περιττώματα ποντικιών και σύριγγες ναρκομανών σκόρπιες στα παλιά σανίδια, κάνουν ένα φοβερό θόρυβο με την σιωπή τους. Οι βαριές κουρτίνες που είχε φέρει ο προπάππους της κυρίας Καραφύλη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έχουν ξεφτίσει και κρέμονται σε τσόλια.  
Μια μέρα ήρθε μια ομάδα αστυνόμων. Έδιωξαν τους επαναστάτες. Ίσως να έφυγαν και μόνοι τους. Είχαν μεγαλώσει άλλωστε πολύ. Μερικοί φορούσαν πουκάμισα λευκά και οδηγούσαν ακριβά αμάξια. Η Κατάληψη είχε λήξει. 
Το παλιό αρχοντικό, χάσκει ξεχαρβαλωμένο πια στην άκρη του δρόμου. Μόνο το πανό που γράφει "ΚΑΤΑΛΗΨΗ"  έχει μείνει μισοκρεμασμένο. Το δέρνουν οι άνεμοι και η βροχή. Τα παράθυρα σφαλισμένα με τάβλες καρφωμένες απ' έξω. 
Μα εκείνο το περίτεχνο ακροκέραμο στην κορυφή της όμορφης στέγης, στέκει αγέρωχο με στραμμένο το βλέμμα στον δρόμο του κάστρου. Περιμένει λες κάτι, κάποιον να γυρίσει να το δει. Να ζηλέψει την ομορφιά του και να σκεφτεί πως τόση αξιοσύνη ξόδεψε ο παλιός ο μάστορας για τούτο το ταπεινό ακροκέραμο. Ίσως είναι ώρα να αγκαλιάσει κάποιος και το υπόλοιπο σπίτι. Να το κάνει καταφύγιο της Τέχνης . Σχολείο και ναό της εκπαίδευσης . Να το αξιοποιήσει αντί να το γκρεμίσει. 
Πόσο ακόμα θα περιμένει; 
~Ρένα Γέρου~ Φωτογραφία :από τον Dionysis Anninos στο 
 · Explore Dionysis Anninos' photos on Flickr