Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΟΙΤΙΔΑΣ

23/3/2003
Είμαστε ,σήμερα, για δεύτερη μέρα διασωληνωμένοι στην εντατική των θερμοκοιτίδων.Κι ας είσαι μόνος σου. Νιώθω πως είμαι μαζί σου κι εγώ. Πόσα καλώδια και σωληνάκια. Και μια τεράστια μπουκάλα οξυγόνο δίπλα στο γυάλινο κρεβατάκι. Έρχομαι και σε κοιτάζω καθώς κοιμάσαι ήσυχος. Έχεις τα μάτια ερμητικά σφραγισμένα και μια έκφραση κούρασης ατέλειωτης στο μικροσκοπικό σου πρόσωπο. Φοράω γάντια και σκουφάκι σαν τις νοσοκόμες και προσέχω να μην αγγίξω πουθενά μην και μεταφέρω μικρόβια. Σχεδόν δεν ανασαίνω, Ίσως με την απόπνοια να μολύνω τον αέρα σου. Έχεις μεγάλη παρέα. Γεμάτο το δωμάτιο με τοσοδούληδες ασθενείς. Μα εγώ κοιτάζω μονάχα εσένα. Όποιοι κι αν είναι δίπλα μας δεν έχει σημασία ποιοι είναι. Όλοι το ίδιο είμαστε τώρα. Κανείς δεν έχει μέσον και γνωριμίες να ξεγελάσει τον μαύρο κύριο που στέκεται ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας. Τον βλέπω πως σας παρατηρεί. Νομίζει δεν τον έχω δει. Μα αυτή είναι η κατάρα κι η ευχή που κουβαλώ. Μπορώ να τον διακρίνω. Είναι λυπημένος νομίζω. Φορτίο βαρύ έχει κι αυτός. Κι εμείς. Σιγοψέλνω μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου σαν ήμουνα μικρή. "Άστον ήσυχο" του λέω. "Φύγε". Ξαφνιάζεται. Δεν περίμενε πως τον είχα δει. Θέλω ν' αγκαλιάσω το γυάλινο κουτί που σε έχουν βάλει και να μπω μπροστά να μην σε βλέπει. Να πάρει εμένα και ν' αφήσει την παρεούλα σου ήσυχη. Τίποτα δεν έχει αξία εδώ. Ούτε λεφτά ούτε ποιος είσαι. Τίποτα. Κανένας καλύτερος από τον άλλον. Κανένας ανώτερος και σίγουρος για τον τερματισμό. Πρέπει να φύγω. Τέλειωσε το επισκεπτήριο. Θα είμαι εδώ απ' έξω μέχρι να μπορέσω να σε ξαναδώ. Δεν φεύγω από το νοσοκομείο. Μένω στην αυλή, πότε στο παρεκκλήσι και πότε μέσα στ' αμάξι στο πάρκινγκ. Ανάλογα. Αύριο πάλι. Κοιμήσου ακόμα λίγο.
( Μικρές ιστορίες από το ημερολόγιο μου )