Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Ρένα Γέρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #Ρένα Γέρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΗ ΘΟΔΩΡΑ

 

Σαν σήμερα ντυνόμασταν με τα ρούχα της παρέλασης και μαζεύαμε κρίνους άσπρους από τις αυλές των μεγάλων αρχοντικών. Άντε να βρεις κρίνους τέτοια εποχή. Μα τι να γίνει; Έτσι προστάζει το έθιμο στην Μυτιλήνη.
Γινόμασταν αλυσίδες παιδιών και στην ένωση κρατούσαμε τους κρίνους. Το βήμα αργό, συρτό, τελετουργικό.
Μπροστά πήγαινε ο Δεσπότης και κρατούσε το τίμιο κεφάλι του Άι Θόδωρα από την μητρόπολη. Πιο πίσω ήταν το κουβούκλιο με τα λείψανα του και η εικόνα του. Μερικές μαθήτριες ντυμένες με τα παραδοσιακά μας "σαλβάρια' και μαθητές με τις βράκες τους. Άλλες ντυμένες "Αμαλίες" κι εύζωνοι. Όλες οι φορεσιές οι παραδοσιακές να έχουν την θέση τους. Ακόμα πιο πίσω εμείς οι αλυσίδες με τα κρίνα. Να γίνει η Λιτανεία εις ανάμνηση εκείνης της μιας που είχε σώσει το νησί μας από την πανώλη. Και περιφέραμε τα τίμια οστά απ' την διαδρομή του Επιτάφιου.
Ψέλναν οι ιερείς και όλοι οι άνθρωποι τα τροπάρια. Έραινε τον κόσμο με αγίασμα που μοσχοβολούσε ο διάκος.
Μεγάλη γιορτή για εμάς η σημερινή μέρα.
Χρόνια Πολλά σε όλους του Μυτιληνιούς και Μυτιληνιές και μακάρι και φέτος να κάνει το θαύμα του ο Άγιος μας. Ρ.Γ


Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

 


Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.


Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.


Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 Είμαι πια, στο σημείο εκείνο της ζωής

που δεν ρωτώ "γιατί" αλλά μονάχα "πως".
Πως να το διορθώσω, πως να το προσπεράσω.
Είμαι εκεί που και λίγο αγενής να είσαι μαζί μου
ή με κάνεις να νιώσω άσχημα με εμένα ή τον εαυτό μου
(πάρτο όπως θες),
αμέσως θα σε κλειδώσω έξω από την ζωή μου
και θα πετάξω το κλειδί.
Και ξέρεις κάτι;
Χαίρομαι απίστευτα που έφτασα αυτό το σημείο.
~Ρένα Γέρου~

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ

 Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.

Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.

Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει. 

Και ο αφρός είν’ γεμάτος λασπόψαρα…. Ρ.Γ.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


 Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.  Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.

Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια" συλλογιζόταν και δούλευε.

Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;» αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.

Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.

Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα ‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.

Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή , καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.

……………………………………………………………………………

Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.

Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.

Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.

Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε μπλέξει σ’ ένα πάρτι  με τον διευθυντή και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.




 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ Ή .....


Η ποίηση είναι μοναξιά. Κι ο δρόμος της μοναχικός και δύσβατος. Ο ποιητής κατακρεουργεί τον εαυτό του, τις θύμησες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες του και με το αίμα του κορμού του του διαμελισμένου, γράφει στάλες - λέξεις να λυτρωθεί. Να μπορέσει ν' αντέξει τον πόνο.

Η ποίηση δεν θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια προβολής και επικράτησης ενός ικανότερου απέναντι σε λιγότερο ικανούς. Διότι ο ποιητής είναι μόνος. Αυτός και το χαρτί του. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ή αντιπαλότητα με άλλους ποιητές. Δημιουργεί και ελευθερώνει τις σκέψεις του. Έτσι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα διαβαστεί ή όχι. Μπορεί να είναι όσο δυσνόητος θέλει, διότι έτσι εκφράζεται κι έτσι μπορεί να αφήσει τις σκέψεις του να πετάξουν. Γράφει ανεπιτήδευτα γιατί το γραπτό του δεν προορίζεται για διαφήμιση και κατανάλωση αλλά είναι προσπάθεια απεγκλωβισμού από την μοναξιά  και την δυστυχία του. Προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του και να διώξει ότι σκοτεινό τον βαραίνει.

Ως ποιητή, ίσως να μην τον ξέρουν ούτε οι γείτονες του. Και ποιος ο λόγος άλλωστε. Οι γείτονες, οι συγχωριανοί. οι συντοπίτες του, γνωρίζουν το κοινωνικό ον κι όχι τις ενδόμυχες σκέψεις του. Η ψυχή του κάθε ανθρώπου ανήκει στον ίδιο. Μην βλέπετε τώρα με το ίντερνετ, που οι ψυχές μας έπαψαν να μας ανήκουν και έγιναν βορά σε κάθε αγρίμι. Μπορούμε αν θέλουμε να τις κρατήσουμε δικές μας με το να μην ξεγυμνώνουμε το "είναι" μας για κανέναν λόγο. Μπορούμε να κρατάμε  τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας. Κι αν τύχει και θέλουμε να μοιραστούμε κάτι αυτό να είναι γιατί ίσως μας πνίγει το δίκιο κι όχι για να γίνουμε κατ' επίφαση "διάσημοι".

Παρατηρώ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα δρόμου στα social media όπου το γνωστό "ξέρεις ποιος είμαι εγώ" έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Οι δημοσιοσχετιστές, οι μάνατζερ και άλλα απόβλητα έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να λερώσουν χώρους που κατά παράδοση ήταν καθαροί. Χώρους όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Τεχνοκράτες ισχυρίζονται πως είναι ποιητές. Πως έχουν ευαισθησίες και ανησυχίες. Ντύνονται με λέξεις που δεν ε΄ναι δικές τους καν και αυτοπροβάλλονται απαξιώνοντας όσους μπορούν με ευκολία. Κάποιοι που θεωρούν πως έχουν αναγνώριση πουλάν εξυπηρετήσεις και έχουν βρει ένα προσοδοφόρο πελατειακό σύστημα ανταλλαγής επιβραβεύσεων ζητώντας διάφορα ανταλλάγματα ακόμα και σεξουαλικής μορφής ή απλά χρηματικά.

Κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του απέχει από αυτό το παιχνίδι της επιφάνειας. Μα οι χιλιάδες κινούμενοι σαν κανίβαλος όχλος, κατεσθίουν τις σάρκες των άλλων ποιητών με σκοπό να επικρατήσουν σε μια εφήμερη δημοσιότητα. Σαν να εργάζονται σε μια μεγάλη ανώνυμη εταιρεία, μια πολυεθνική, οι ποιητές του σήμερα προσφέρουν όλων των ειδών τις υπηρεσίες σε όποιον θεωρούν πως θα τους προωθήσει. Κι αυτή είναι η ποιότητα που εισπράττει ο κόσμος που δεν γράφει. Έχει γίνει τόσο φανερό πια που δεν διαβάζουν καν. Γιατί να διαβάσουν; Τι να διαβάσουν, κυρίως. Αφού ο κάθε κύκλος προωθεί τους ημέτερους και επιτίθεται στους έτερους. Κι έτσι γράφονται αριστουργήματα που ανήκουν μόνο στους δικούς μας ιδεολογικά ή σε όσους είναι φιλαράκια μας, κολλητάρια, γκομενίτσες, χρηματοδότες κι ότι άλλο ,   ενώ όλοι οι υπόλοιποι γράφουν σκουπίδια.

Υπάρχει χώρος βελτίωσης και εξόδου από το τέλμα της δοσοληψίας στον λογοτεχνικό χώρο;
Η γράφουσα αυτό το κείμενο δεν το πιστεύει. Έχει αλλοτριωθεί το σύμπαν κι έχουν ξεχαστεί οι αξίες και κάθε αγνό κίνητρο. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και μόλις τα πάρουν σε απαξιώνουν και σε απομακρύνουν. Ενώ αρχικά σε ενθαρρύνουν μόλις πληρώσεις αποφασίζουν πως γράφεις "π@π@ριές" με το συμπάθιο. Κι όλα γίνονται για ένα ματαιόδοξο "φαίνεσθαι". Και ότι πληρώσεις είσαι στην τελική.
Ρένα Γέρου

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ




Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.
~Ρ. Γέρου~ Φωτογραφία : ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Η Κατάληψη


Εμένα τα νεοκλασικά σπίτια, μου θυμίζουν βαρετές επισκέψεις και παιχνίδια στις αυλές τους. Με έπαιρνε μαζί της η μάνα να πάμε για τσάι στης κυρίας Καραφύλη. Ήταν μια αρχαία κυρία με κατάλευκα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο της βαθιές κι ανελέητες. Τα ρούχα της προσεγμένα και μουντά και φορούσε πάντα μια λαμπερή καρφίτσα στο στήθος. 
Φοράγαμε τα καλά μας να πάμε στην επίσκεψη. Μου άρεσε το σπίτι. Ήταν μεγάλο και προσφερόταν για ατέλειωτες εξερευνήσεις. Τα ταβάνια είχαν ζωγραφιές. Και τα πόμολα στις τεράστιες πόρτες ήταν σκαλιστά σαν λουλούδια. Μύριζε ανθόνερο όλο το σαλόνι. Τα πατώματα ήταν παλιά και τρίζαν. Δεν μπορούσα καθόλου να τρέξω γιατί τα μεγάλα σανίδια έκαναν θόρυβο. 
Μου άρεσε να τρώω τα μπατόν σαλέ και τα λογής σοκολατάκια από την λουλουδάτη πιατέλα. Είχε και κέηκ πάντα και μπισκότα με πολλές γεύσεις. 
Η κυρία Καραφύλη δεν είχε παιδιά. Έπρεπε να κάνω ησυχία. 
Όταν εκείνη πέθανε το αρχοντικό της το πήραν κάτι ανήψια της. Δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν και άρχισε να καταρρέει.  Περνούσα απ' έξω βιαστική για τη δουλειά, το κοιτούσα και βούρκωνα. Σκεφτόμουν πόσο υπέροχο θα ήταν να το μετέτρεπε κάποιος σε γκαλερί ή σε βιβλιοθήκη ή ένα χώρο για συγγραφείς και ποιητές να μαζεύονται και να πίνουν τσάι ή καφέ και να μιλάνε. 
Μια μέρα είδα ένα πανό να κρέμεται από την μπροστινή βεράντα. Έγραφε "ΚΑΤΑΛΗΨΗ". Λεπτοί νέοι άνθρωποι με μακριά μαλλιά μπαινόβγαιναν στη σάλα της κυρίας Καραφύλη ανενόχλητοι. Ευτυχώς δεν ζούσε να τους δει. Θα πάθαινε συγκοπή. 
Έμεινε έτσι για χρόνια. Κλειδωμένο. Ρημαγμένο. Έρημο. Έρμαιο των επαναστατημένων νεαρών που το έτρωγαν σοβά τον σοβά και ζωγράφιζαν ακατάληπτα συνθήματα στους τοίχους του. Μύριζει μούχλα το σαλόνι πια και ούρα ανθρώπινα. Περιττώματα ποντικιών και σύριγγες ναρκομανών σκόρπιες στα παλιά σανίδια, κάνουν ένα φοβερό θόρυβο με την σιωπή τους. Οι βαριές κουρτίνες που είχε φέρει ο προπάππους της κυρίας Καραφύλη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έχουν ξεφτίσει και κρέμονται σε τσόλια.  
Μια μέρα ήρθε μια ομάδα αστυνόμων. Έδιωξαν τους επαναστάτες. Ίσως να έφυγαν και μόνοι τους. Είχαν μεγαλώσει άλλωστε πολύ. Μερικοί φορούσαν πουκάμισα λευκά και οδηγούσαν ακριβά αμάξια. Η Κατάληψη είχε λήξει. 
Το παλιό αρχοντικό, χάσκει ξεχαρβαλωμένο πια στην άκρη του δρόμου. Μόνο το πανό που γράφει "ΚΑΤΑΛΗΨΗ"  έχει μείνει μισοκρεμασμένο. Το δέρνουν οι άνεμοι και η βροχή. Τα παράθυρα σφαλισμένα με τάβλες καρφωμένες απ' έξω. 
Μα εκείνο το περίτεχνο ακροκέραμο στην κορυφή της όμορφης στέγης, στέκει αγέρωχο με στραμμένο το βλέμμα στον δρόμο του κάστρου. Περιμένει λες κάτι, κάποιον να γυρίσει να το δει. Να ζηλέψει την ομορφιά του και να σκεφτεί πως τόση αξιοσύνη ξόδεψε ο παλιός ο μάστορας για τούτο το ταπεινό ακροκέραμο. Ίσως είναι ώρα να αγκαλιάσει κάποιος και το υπόλοιπο σπίτι. Να το κάνει καταφύγιο της Τέχνης . Σχολείο και ναό της εκπαίδευσης . Να το αξιοποιήσει αντί να το γκρεμίσει. 
Πόσο ακόμα θα περιμένει; 
~Ρένα Γέρου~ Φωτογραφία :από τον Dionysis Anninos στο 
 · Explore Dionysis Anninos' photos on Flickr

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Όταν φτάνεις να κλείνεις τα πενήντα χρόνια ζωής, νιώθεις πως έφτασες σε ένα αρκετά σημαντικό σημείο. 
Πρώτα απ' όλα τα κατάφερες να φτάσεις ως εδώ. Πράγμα που από μόνο του είναι μια επιτυχία. Διότι σε τούτη την πορεία του μισού αιώνα (φαντάζει πιο τρομακτικό όταν το γράφεις) είδες και έζησες πάρα πολλά. 
Έπειτα, έμαθες αλήθειες και διέκρινες ψέματα και ψευδαισθήσεις. Ξεχώρισες ανθρώπους και κατάλαβες κίνητρα και ουσία. 
Ανακάλυψες πόσο υπέροχη αλλά και πόσο άδικη κι άσχημη μπορεί να είναι η ζωή. 
Ονειρεύτηκες και προσπάθησες να κάνεις πράξη τα όνειρα. Επαναστάτησες και θέλησες να αλλάξεις τα άσχημα ή απλά τα αποδέχθηκες. Όλα ανάλογα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες σου. 
Μα όντας θηλυκό, δυσανασχέτησες με τα σημάδια του χρόνου στο κορμί σου. Η ψυχή βγήκε νικήτρια. Το σώμα όμως δεινοπάθησε. 
Κι ευτυχώς είχες την δυνατότητα να τα αντιληφθείς όλα αυτά στα πρώτα πενήντα χρόνια. Μα και πάλι το πεπερασμένο της ύπαρξης σου σε σημαδεύει και σε υποδουλώνει. 
Ας είναι όμως. Ψύχραιμα και ειλικρινά, αυτό που θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία είναι η πρώτη μου τούρτα . Μια κατάλευκη, ολοστρόγγυλη τούρτα αμυγδάλου με ένα τεράστιο ζαχαρωτό λευκό, επίσης, τριαντάφυλλο στην πάνω αριστερή μεριά. Το πρώτο πάρτι. Τότε που η μάνα ζούσε κι όλο χαρά κερνούσε  τους συμμαθητές, μεγάλα κομμάτια γλυκού και χυμούς και τυροπιτάκια. Κι εγώ στη μέση της σάλας με τα καλά, τα Κυριακάτικα ρούχα μου να γελώ ολόχαρη με το τραγούδι: "Να ζήσεις και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά.." Έπιασε η ευχή παιδιά. έχω πλέον πολλά άσπρα μαλλιά..
Μα απ' όλες τις χαρές εκείνα τα πρώτα γενέθλια ήταν θαρρώ η πιο αξέχαστη.
~Ρ. Γέρου~ (Η χαρούμενη εορτάζουσα )

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΔΩΡΑ



Δειλιάζουν τα σήμερα, αναθυμούνται στιγμές.
Στοιχειωμένα από την μοναξιά, δοξάζουν το παρελθόν τους.
Μια συλλογή από ανολοκλήρωτα «τώρα».
Δόξα και τιμή στους θιασώτες όλων των ανεύθυνων στόχων.
Κάθε εγώ , ξεκαρδίζεται στα γέλια κι αφηνιάζει αχαλίνωτο.
Απωθημένες ενοχές  που βρίθουν κενότητας
αποθεώνουν έναν όχλο,
που αλαλάζοντας υιοθετεί νόρμες και στάσεις βαρβάρων.
Ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό.
Απαξιώθηκε κάθε θυσία με ζητωκραυγές.
Πρόσεχε! Η πίστη κι η συνείδηση ελλοχεύουν σε σκοτεινές ατραπούς.
Μια μοναξιά μεθυσμένη εγωισμό, κερνά αλλοτρίωση σε ραγισμένα ποτήρια.
Κι ο ποιητής θα σωπάσει κι απόψε.
Εδώ κι εκεί κείτονται ριγμένες ευθύνες.
Αποποίηση. Ελευθερία.
Μονάδες οπλισμένες πισώπλατα πυροβολούν.
Νεκρός ο ποιητής. Η γραφίδα στάζει αίμα.
Άδειασε πάνω στο χαρτί την ψυχή του.
Χάθηκε χωρίς λογική. Χωρίς λογισμό.
Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία.
Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά
που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια.
Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;
~Ρένα Γέρου~
                                                                           

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ Εκδόσεις «γραφομηχανή» - πεζό της Ειρήνης Γεροντάρα


Το βιβλίο ακολουθεί πιστά την άνοδο της ζωής με την υπέρβαση, όλα υποτάσσονται στ’ ολοκάθαρο ταξίδι του Έρωτα, το ασύνορο, το υπερβατικό, το αναλλοίωτο, σε χρόνο, σε εποχές και ορίζοντες. Τ’ ανθρώπινα προσωπεία σε μια υπέρ - διάσταση, πάνω από τα εγκόσμια της καθημερινότητας, λίγο πιο πάνω από τα φθαρτά πάθη και την πρόχειρη αλλοτρίωση, λίγο πιο πάνω από την διαδρομική αθανασία του Τέλους, της μιας περιπέτειας ή των πολλών, χωρίς έλεος καρδιάς και ψυχής, λίγο πιο πάνω από την συνηθισμένη άνοιξη των πόλων της αγάπης και των ταξιδιών, από την ανθοφορία της ψυχής, προς μια ουσιώδη λύτρωση, τελείωση της πράξης και της κάθαρσης , αναζήτησης και πραγμάτωσης.
Η αξιοπρέπεια της ζωής που δεν κρύβεται, ο ηθικός ενστερνισμός της που δεν κρύβεται, αλλά χάνεται, στον κοινωνικό συμφερτό της πτώσης και της μικρότητας. Ο έρωτας – εν τέλει- της ζωής που γίνεται, ο αδιαπραγμάτευτος προορισμός κάθε πράξης και κάλεσμα ζωής, κάθε ταξιδιού και καθεμιάς υπέρβασης, όταν οδηγούν τον άνθρωπο, σε μια αναλαμπή προσωπικής και κοινωνικής ωραιότητας, που δεν έχει- κάποτε- τίμημα, για τους άλλους, ούτε για το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, όταν ευημερούν τα πάθη της οιασδήποτε εξουσίας, κατά της απολυτότητας των επιλογών του ανθρώπου, προς μια ολόδικη του κατάνυξη και κατάληξη και ολοκλήρωση, κόντρα στα διαπραττόμενα της ζωής.
Γράφει για τους γείτονες η συγγραφέας, σελ. 47 «όλοι ξεκινούσαν και πορεύονταν σαν ιδιαίτερα ξεχωριστοί. Μα ήταν ξεχωριστοί μόνο στον καθρέφτη τους. Στην πραγματικότητα ήταν απόλυτα ίδιοι με αυτούς τους οποίους περιστασιακά απαξίωναν για να αυτοεπιβεβαιωθούν». Οι ανατροπές -εδώ- έρχονται απρόσκλητες, επικίνδυνες και διασπαστικές(κάποτε) και οι ήρωες του βιβλίου είναι πρόσωπα -καθημερινά- που βιώνουμε κοινά πράγματα, που αγνοούμε όμως την επιρροή τους και το χλευαστικό παιχνίδι της ζωής πάνω τους, όταν οι ανατροπές έρχονται μεταχρονικά , είτε ως φυσική τιμωρία της Νέμεσις , είτε ως απαύγασμα ευτυχίας, που δυσδιάκριτα επιβεβαιώνουμε προσωπικά. Στο κοινωνικό παιχνίδι της ζωής , το απρόσμενο τέλος όποιας κατάστασης ή τυχαιότητας, είναι και φέρεται είτε ως αυθορμησία των επιλογών των προσώπων, είτε ως αλαφιασμένη διαίσθηση , είτε ως ηχηρή επιβράβευση και απολαβή της ζωής (στην επικράτηση αυτής της κοινωνικής ικανοποίησης ) και προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, ή στον εσώτερο κοινωνικό στίβο, αυτής της εισπραττόμενης απολαβής, της ηρεμίας, της αγάπης, της συντροφικότητας κ.λ.π.
Το καθημερινό μας οδοιπορικό – για την συγγραφέα είναι ένα συνεχόμενο στάδιο  συναισθηματικής υπέρβασης. Προτρέπει στην υπέρβαση, προτρέπει στην παρατήρηση και στην καθημερινή ανίχνευση της ζωής. Η συγγραφέας είναι ένας ηδυπαθής γευσιγνώστης των γεγονότων (όπως είχα γράψει σε ένα ποίημα μου), αναλυτής και μαχητής, της δύναμης που βγαίνει αυτούσια, δημιουργική, λυτρωτική – είτε στιγμιαία, είτε ολοζώντανη, αλλά που δημιουργεί μια άλλη – αδιάσπαστη συνέχεια στη ζωή, ικανοποιητικής προσωπικής οντότητας.
Μαζεύει η συγγραφέας προσεκτικά την κρούστα του διηγήματος, προσφέροντας μια αλυσιδωτή ψυχική-εμπειρική ανθοφορία πράξεων. Γράφει η συγγραφέας σελ.92  «Το έβγαζαν και φωτογραφίες με τα τηλέφωνα τους, πλάι στις βρύσες. Και κορδωνόταν ο κυρ Θανάσης , αγκαλιά με την πλουμιστή πραμάτεια του. Και γέλαγε με το πλατύ ξεδοντιάρικο στόμα του και τα’ αστραφτερά μάτια του. Είχε φτάσει η μουτσούνα του στα πέρατα της γης. Ας ήταν καλά τούτο το νεράκι του Θεού το δώρο για τους ανθρώπους και την πλάση όλη». Και στην σελ. 79 « Ο παράδεισος. Ένα όνειρο σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις, μόνο λερώνεσαι και η πεταλούδα σαν να ξεβάφει».
Μέσα στην φρενίτιδα της ζωής και της άστατης καθημερινότητας, η συγγραφέας και παρά την οξύτητα των παρατηρήσεων (έμμεσων ή άμεσων) που βγαίνουν αβίαστα κατά την ανάγνωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή της όποιας τραγικότητας της διήγησης και των γεγονότων, έμμεσα πλανώνται  στο βιβλίο, τα στοιχεία της τρυφερότητας, της αθωότητας και της προσεγμένης ανασκόπησης και ψυχολογίας των ηρώων, έτσι που να διαφαίνεται το αποτέλεσμα καλύτερα και η κάθαρση ως μια εκ προοιμίου θετική λύτρωση και διέξοδος, που να συνδέει τα κοινωνικά δρώμενα μεταξύ τους και να είναι -ταυτόχρονα- ως δίκην δικαίου, το τέλος της διήγησης , ή σαν κάτι αναπόφευκτο -  ως κοινωνική διαπαιδαγώγηση ή σαν αιχμηρό αποτέλεσμα, προηγούμενων εμπειριών της ζωής που κλείδωσαν τα συμφραζόμενα, με ηθική διέξοδο (ως επί το πλείστον), συμμορφούμενος ο ήρωας με το κοινωνικά δίκαιο και αποδεκτό. 
Στο διήγημα «Οι ενδιάμεσοι», θίγει η συγγραφέας την απόλυτη αναγκαιότητα της ύπαρξης της ζωής και της συνέχειας της- με όποιο κόστος. Στα «Προσωπεία των θεών» (τίτλος βιβλίου) μάχεται για την ανθρώπινη ταυτότητα που παραληρεί σε ασύμφορες- συνήθως- συνθήκες ζωής και αλλάζει κατά το δοκούν το πρόσωπο. Ο τίτλος ενώνει νοηματικά- κοινωνικά και παραδειγματικά, όλες τις άλλες διηγήσεις. Στο διήγημα «Οι γείτονες» έδωσε σε διηγηματική κωμωδία , τις ασύμβατες πλευρές των γεγονότων, με τα διπλά πρόσωπα, στην υποβόσκουσα δολιότητα και αντικειμενικότητα της ζωής. Και τον εν τέλει ξεπεσμό, ως μια συνήθη κατάσταση, που δεν φαίνεται καθαρά εξ αρχής, ο ρόλος του γείτονα. Στο «Λίζα σ’ αγαπώ», η φρενίτιδα της ζωής που ενσαρκώνεται στην τρέλα και στην απομόνωση. Στο «Παράπλευρες απώλειες» καταδείχνεται ωμά  το δράμα μιας σχέσης που ξεκίνησε το άτομο με το «έχειν» του, αλλά άδειο σε ψυχισμό και ανταπόκριση. Το τέλος, άκρως οδυνηρό, με απώλεια ζωής ατόμων, έξω του νυμφώνα της άτοπης- άκαιρης και ασύμφορης – κοινωνικά – σχέσης των δύο πρωταγωνιστών. Στο «Μεγαλώνοντας» βγαίνει όλο το κατακάθι της άπρεπης συμπεριφοράς του πατέρα και ο δεύτερος «πατέρας» του πρωταγωνιστή ( ο Καζαντζάκης) , τον οπλίζει δια βίου να παλεύει και να επιβιώνει στη ζωή.  Στα «Κορίτσια» η παιδική αθωότητα και ανεμελιά και η σιωπή που καλύπτουν δεκαετίες, γεγονότα που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.
Συγκίνηση προκαλεί η ρευστότητα της γλώσσας, το σφιχτό δέσιμο της πλοκής – κάθε διήγησης, το άμεσο εφικτό και περιεκτικό, η ουσία της διήγησης να έχει πάντα- κοινωνικό υπόβαθρο και απόηχο ήθους και ύφους, η λαγαρή διήγηση, δεμένη άρρηκτα με το περιβάλλον, οι κεντρομόλες ιδέες του βιβλίου , στα «Προσωπεία των θεών» άμεσες και διακρινόμενες όπως και οι κεκρυμμένες παρασπονδίες της ζωής, όπως ο υποκειμενισμός και η μετριότητα της αντίληψης των ατόμων μπρος στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Γράφει η συγγραφέας σελ. 96-97 «Έβριζε και φώναζε όταν έπινε αργά το βράδυ. Οι μέρες χωρισμένες στα δυο, στα νηφάλια πρωινά και στα μεθυσμένα βράδια.. Καμία λογική. Καμία θύμηση. Καμία συνεννόηση. Μόνο φωνές, νεύρα, θυμός και βία. Οι άνθρωποι, λένε, γεννιούνται ίσοι. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Μερικοί έχουν μόνο δικαιώματα κι άλλοι μόνο υποχρεώσεις. Οι πρώτοι απαιτούν εξυπηρέτηση. Οι δεύτεροι γίνονται δουλικά και σκλάβοι των πρώτων. Κι ο Μιχάλης μεγάλωνε σ’ ένα σπιτικό γεμάτο καυγάδες και σιωπές. Σε μια φαμίλια, που δεν ήξερε προς τα πού πήγαινε. Εκείνη την ημέρα πήρε την «Ασκητική» και βούρκωνε σε κάθε πρόταση και δεν μπορούσε να διαβάσει πιο πέρα. Τόση λευτεριά μέσα στις σελίδες, τόση δύναμη..»
Η ευτέλεια- λοιπόν- ο θεατρινισμός, η πλαγιοσκόπηση της συνείδησης, όπου το άτομο πιέζεται ή αντιστέκεται, η ελπίδα της ευτυχίας, το ξεδίψασμα της ψυχής και το αγίασμα της στάσης του ατόμου, που έρχεται μέσα από το κοινωνικό δίκαιο ή μέσα από τον κρατήρα της κοινωνίας που καλλιεργεί νέο πρόσωπο, νέα συνείδηση, νέα συμπεριφορά και νέες αντιστάσεις στα πράγματα, είναι το συνολικό επίτευγμα στα «Προσωπεία των Θεών» της εκλεκτής φίλης, ποιήτριας, πεζογράφου Ειρήνης Γεροντάρα.
Το βιβλίο προτείνει ν’ αγγίξουμε τον άλλο άνθρωπο και να τον δούμε εσωτερικά, γράφει στο οπισθόφυλλο.
Της ευχόμεθα από καρδιάς, οικογενειακή χαρά, ευτυχία και δύναμη ψυχής να συνεχίσει το έργο της με αισιοδοξία και μεστή λογοτεχνική προσφορά στη ζωή.
Κώστας Καρούσος (Πρόεδρος της Ε. Ε. Λ. , Λογοτέχνης, Εικαστικός)
Αθήνα
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών 20/12/2019

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΓΙΟΡΤΕΣ

Αυτές τις μέρες τις γιορτινές, καταλαβαίνεις καλύτερα την ροή του χρόνου. Και απορείς. Διότι γνωρίζεις πως ο χρόνος είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Μια εφεύρεση να διευκολύνει την ζωή μας. Να οργανώνει το χάος μας. Να βάζει τάξη και να μας ωθεί να εργαζόμαστε, ίσως, πιο ευχάριστα. Η μόνη μου αντίρρηση ήταν και είναι γιατί δεν τον φτιάξαμε κυκλικό. Ναι! Ολοστρόγγυλο. Να μπορεί να κλείνει και να ξαναρχίζει. Να γυρνά σαν ένας τροχός. Πότε να σκαρφαλώνει και πότε να κατρακυλά. Μπροστά ή πίσω. Ανάλογα με τα κέφια μας.Τις διαδρομές. Τις διαθέσεις. 
Αδικία νομίζω. Κακοτεχνία μπορεί να πει κανείς. Κι αφορμή για τις σκέψεις μου είναι που ξύπνησα νωρίτερα από το κανονικό λόγω της φασαρίας που έκαμαν οι γείτονες. Καθότι οι γείτονες μου είναι "παλιοημερολογίτες"  και σήμερα που εμείς γιορτάζουμε του Αη Γιαννιού, εκείνοι έχουν Χριστούγεννα. Ho Ho Ho Merry Christmas και τα συναφή. "Να γιορτές να πήδους", που έλεγε κι η μάνα. 
Και πάμε πάλι από την αρχή. Κι ότι είχα ξεμπερδέψει με τα "Χρόνια Πολλά" και ένα σωρό ευχές που ενώ θα ήθελα να έρχονται από την καρδιά, βγαίνουν προς τα έξω από την συνήθεια. Να τα πάλι. Εμπρός πίσω, λοιπόν. 
Δώστου και ψήνουν και γλεντάνε οι γείτονες. Κι εύχονται ο ένας στον άλλον τα "χρόνια πολλά". Πετάχτηκα κι εγώ να συμμετέχω. 
'Άντε και με το καλό ο Νέος Χρόνος", φώναξα. Με αγριοκοίταξαν. Ακόμα δεν έχω καταλάβει το γιατί.

~Ρένα Γέρου~