Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.