Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.