Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2022

Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΗ ΘΟΔΩΡΑ

 

Σαν σήμερα ντυνόμασταν με τα ρούχα της παρέλασης και μαζεύαμε κρίνους άσπρους από τις αυλές των μεγάλων αρχοντικών. Άντε να βρεις κρίνους τέτοια εποχή. Μα τι να γίνει; Έτσι προστάζει το έθιμο στην Μυτιλήνη.
Γινόμασταν αλυσίδες παιδιών και στην ένωση κρατούσαμε τους κρίνους. Το βήμα αργό, συρτό, τελετουργικό.
Μπροστά πήγαινε ο Δεσπότης και κρατούσε το τίμιο κεφάλι του Άι Θόδωρα από την μητρόπολη. Πιο πίσω ήταν το κουβούκλιο με τα λείψανα του και η εικόνα του. Μερικές μαθήτριες ντυμένες με τα παραδοσιακά μας "σαλβάρια' και μαθητές με τις βράκες τους. Άλλες ντυμένες "Αμαλίες" κι εύζωνοι. Όλες οι φορεσιές οι παραδοσιακές να έχουν την θέση τους. Ακόμα πιο πίσω εμείς οι αλυσίδες με τα κρίνα. Να γίνει η Λιτανεία εις ανάμνηση εκείνης της μιας που είχε σώσει το νησί μας από την πανώλη. Και περιφέραμε τα τίμια οστά απ' την διαδρομή του Επιτάφιου.
Ψέλναν οι ιερείς και όλοι οι άνθρωποι τα τροπάρια. Έραινε τον κόσμο με αγίασμα που μοσχοβολούσε ο διάκος.
Μεγάλη γιορτή για εμάς η σημερινή μέρα.
Χρόνια Πολλά σε όλους του Μυτιληνιούς και Μυτιληνιές και μακάρι και φέτος να κάνει το θαύμα του ο Άγιος μας. Ρ.Γ


Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2022

ΣΠΙΤΙΑ



Τα σπίτια απ την ματωμένη πέτρα
χτισμένα με θεμέλια παλιά.
Εκεί με του νησιού τις μυρουδιές νοτισμένα
από παλιά μα σαν χτες
δονούνται από φωνές, γέλια και δάκρυα
Κι ένα καυγά για την κληρονομιά
σαν πέθανε ο παππούς χωρίς διαθήκη
Τώρα σιωπή γεμάτο
Και άρωμα του η υγρασία κι η κλεισούρα.
Μείναν τα γέλια ν'αντηχούν
στ αυτιά των ποιητών και των αλαφροΐσκιωτων αντάμα.
Κι οι πέτρες πάντα να ματώνουν.
Κυρίως όταν βρέχει.Ρ. Γ.
Εικόνα : σπίτι στα Πάμφιλα της Λέσβου. Από το διαδίκτυο)



Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

ΤΑ ΓΙΑΠΡΑΚΕΛΙΑ

 Τα γιαπρακέλια τα έφτιαχνε η Ρηνιώ η γιαγιά μου στο πετρογκάζ. Με δυόσμο μυρωμένα και μαϊντανό. Μικρούτσικα και καλοτυλιγμένα βαλμένα πλάι-πλάι, προσεκτικά. Ολόισιες πράσινες σειρές μέσα στην κατσαρόλα με λίγο λεμονοχυμό ραντισμένα να μοσχοβολά όλη η κουζίνα. Και τέλος σου έφτιαχνε και κρέμα αυγολέμονο με τα ολόφρεσκα αυγά της Αρετούλας από τις παχουλές κοτούλες της που βοσκάγανε  στην απέναντι αυλή. Γιατί τότε όλα ήταν μοίρασμα και οι γεύσεις πιο έντονες μιας που η αγάπη κι η απλότητα κάνανε τα φαγητά πεντανόστιμα. "Να παίρνεις μυρουδιά να γλιθμάς" και δώστου κι έβγαζε μικρές, πράσινες "μυρουδιές" μέσα στο πιάτο η Ρηνιώ και γέλαγε ολάκερη. Όλη η γειτονιά έτρωγε απ' τα γιαπρακέλια μας. Κι ας ήταν λιγοστά. Πάντα φτάναν και χορταίναμε όλοι.  Καλέ τι χορταίναμε; Σκάγαμε από το φαΐ.  

"Έλα Ρηνέλι μ να φας" φώναζε η γιαγιούλα μου κι εγώ ίσα με δυο-τρία γιαπρακέλια φούσκωνα από την χαρά και δεν μπορούσα να φάω άλλο. Είναι, βλέπεις η αγάπη και το νοιάξιμο που σε γεμίζει. Και σαν γυρνούσα από το σκολειό σκασμένη που δεν ήξερα να πω σωστά τις αριθμητικές και βουρκωμένη έφτανα στο σπίτι, αρκούσε κείνη η μυρωδιά του δυόσμου και του αμπελόφυλλου που σε ξεσήκωνε και σε παρηγορούσε. Και μια αγκαλιά ζεστή απ' τη γιαγιά που είχε πάντα μες την τσέπη της ποδιάς της κείνο το μυστηριώδες "αληκότις" που δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά η συνωμοτική λέξη ανάμεσα στην μάνα και την γιαγιά πως κάτι δεν πήγαινε καλά κι έπρεπε να με παρηγορήσει εκείνη κρατώντας με στην κουζίνα ώσπου η μάνα  να ετοιμάσει το τραπέζι και τις λιχουδιές να ξεχαστώ. 

Αχ τι ονειρεμένες μέρες. Τι γεύσεις μεστές και δυνατές. Και τι γέλια τρανταχτά ήταν εκείνα. Τότε που το πρόβλημα ήταν που δεν ήξερα 7+8 ίσον δεκαπέντε και η κυρα Αγγέλα-θεός σχωρέστην- μ' έβαζε να το γράψω πολλές φορές να το μάθω καλά. Τότε που φτάναν τέσσερα γιαπράκια να πνίξω το πόνο μου για τις δυσκολίες της ζωής. Τότε που όλες οι γειτόνισσες κερνάγανε η μια στην άλλη ένα πιατάκι με φαγητό να πάρει μυρουδιά κι ο γείτονας. Κι όλο γεμίζαμε τα πιάτα και τα πήγαινα εγώ από πόρτα σε πόρτα καθώς έπαιρνα με την σειρά μου πίσω τα δικά μας τα χτεσινά γεμάτα με ότι είχε φτιάξει κείνη τη μέρα η κάθε γειτόνισσα.

Η Ρηνιώ μου σίγουρα, ακόμα μαγειρεύει γιαπρακέλια αβέρτα και  μοσκοβολάει όλη η παράδεισος με μυρουδιές Μυτιληνιές . Σίγουρα τους έχει ξεσηκώσει και δωστου τα πιάτα με τους μεζέδες της θα πηγαινοέρχονται και θα γλιθμάν απ' την λαχτάρα όλοι εκεί πάνω.Ρ.Γ.


Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

ΑΠΟΒΡΑΔΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

 

 

 

Σαν τα κυριακάτικα φορούσαμε, όλος ο τόπος μύριζε λεβάντα. Η μάνα διάλεγε το καλοκαιρινό ταγέρ. Το καλό. Από ύφασμα κρεπ.  Είχε ένα χρώμα μπεζ ανοιχτό και ταίριαζε με εκείνα τα όμορφα, καφέ- ταμπά παπούτσια με το λουράκι στο κουντεπιέ και το ψηλό τακούνι. Κι ο πατέρας που δεν αγαπούσε τα ασορτί, διάλεγε το παντελόνι «της εκκλησίας», και το σακάκι το «ελαφρύ». Έτσι ντυμένοι τα καλά μας, κάθε Κυριακάτικο απόβραδο παίρναμε να κατηφορίζουμε την οδό Σκρα. Μέσα από τις βυζαντινές της διακλαδώσεις και τα παραδοσιακά σπίτια με τα σαχίνια και τα αρχοντικά πορτοπαράθυρα, μας έβγαζε γρήγορα πίσω από το σημερινό Λιμεναρχείο κι από εκεί στην Προκυμαία. Εκεί ήταν η μεγάλη βόλτα του νησιού.

Σαν έπεφτε ο ήλιος όλη η πόλη ντυμένη σαν να βγήκε από σκηνή του κινηματογράφου, κατέβαινε στην προκυμαία για τον απογευματινό της περίπατο. Ολόκληρες οικογένειες μαζικά σεργιανούσαν πάνω στο φαρδύ πεζοδρόμιο της παραλίας. Εκεί που ήταν δεμένα τα καΐκια του κυρ Αντώνη και του καπτάν Νικόλα και το φορτηγό «Ελεονόρα»  που κουβαλούσε ζωοτροφές από τη Μαύρη Θάλασσα και τις ξεφόρτωνε στο λιμάνι μας για τα ζωντανά. Εκεί λίγο πιο κάτω άραζε και το «Σαπφώ» που κάθε Σάββατο πρωί ξεμπάρκαρε τους επιβάτες από τον Πειραιά και καθόταν εκεί αραγμένο μέχρι να φύγει Κυριακή κατά τις έξι το απόγευμα. Ο πατέρας πάντα κατέβαινε στον απόπλου γιατί έτσι συνηθίζαμε τότε. Να λέμε «αντίο» στους επιβάτες. Να τους ξεπροβοδίζουμε με μια ευχή για «καλό ταξίδι» . Κι έπειτα να ξεκινάμε την απογευματινή μας βόλτα.

Όταν το πλοίο χανόταν στο ορίζοντα για την Χίο, ξεκινούσαμε κι εμείς για το πάρκο της Αγίας Ειρήνης να παίξουμε στις κούνιες όσο οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ τους στο αναψυκτήριο κοντά στα Κτελ. Και η ώρα περνούσε απίστευτα γρήγορα. Όπως περνάνε οι ώρες οι ευτυχισμένες για όλο τον κόσμο και τελειώνουν προτού αντιληφθείς πως άρχισαν. Σαν έπαιρνε να βραδιάζει, εμείς οι μικροί ιδρωμένοι και μέσα στην σκόνη αρχίζαμε τον περίπατο μαζί με τους περιποιημένους γονείς μας κατεβαίνοντας στην προκυμαία ξανά, αυτή τη φορά από τον δεξιό   λιμενοβραχίονα εκεί που ήταν το κτήριο της Νομαρχίας.

Εκεί, στην βόλτα ήταν η κοσμοπλημμύρα. Σαν τρένα που κυλούσαν σε αντίθετες ράγες οι άνθρωποι «ανέβαιναν» σύριζα στην θάλασσα, ή κατέβαιναν από την εσωτερική μεριά, από την στεριά. Δεν μπορούσες να παραβλέψεις την φορά και να μπεις στο αντίθετο ρεύμα. Υπήρχε μια σιωπηλή συνεννόηση που επέβαλε την τάξη της βόλτας. Μιας βόλτας όμορφης και καθόλου ήσυχης. Υπήρχε ένα αδιάκοπο μουρμουρητό που το έπαιρνε το θαλασσινό αεράκι και το μετέφερε μέχρι μέσα στ’ ανοιχτά. Κουβέντες και λόγια και γέλια και χαχανητά ανέβαιναν σαν τον καπνό στον ουρανό κι από εκεί η θάλασσα ολόχαρη που είχε μουσαφίρηδες, τις πήγαινε πιο μέσα ν’ ακουστούν κι από τα σιωπηλά της πλάσματα, να τους δώσουν χαρά. Γιατί αυτό λείπει από τον βυθό της. Και το παίρνει από εμάς. Σε αντάλλαγμα μας αφήνει να την διασχίζουμε , να την ταξιδεύουμε και στον ψαρά να ζει από τα πλάσματα της. Μα έχει πάρει κι εκείνη αντάλλαγμα, τούτη την ανθρωπιά και την αγάπη που ξεχειλίζει από τις βόλτες.  Βλέπεις τούτα τα τρένα δεν βιάζονταν κι όλη την ώρα σταματούσαν να χαιρετηθούν. Πότε έβλεπες τους παλιούς γειτόνους από την «απάνω Σκάλα», πότε τους συγχωριανούς που είχαν κατεβεί στην Μυτιλήνη για να παν στην αγορά και ξεμείνανε στο σπίτι της «αξαδέρφης» για το βράδυ, για την βόλτα. Και να τα γέλια και τα αγκαλιάσματα και οι χαιρετούρες. Και τα «πόσο μεγάλωσες εσύ πιτσιρίκο» και τα «καλέ, κοτζάμ κοπέλα γίνηκε η μικρή». Πιο κάτω πάλι σταματούσε το τρένο και μια άλλη ομάδα είχε στήσει πηγαδάκι και διαφωνούσε για τα πολιτικά αλλά με πειράγματα και γέλια. Όχι με κακία και εμπάθεια. Ήταν αγάπη στον αέρα. Κι αυτό η θάλασσα το είχε ανεκτίμητο. Τα κρύα πλάσματα της δεν ένιωθαν αυτό το συναίσθημα. Περίμενε, λοιπόν, κι αυτή τούτη τη βόλτα, την ανεπίσημα προγραμματισμένη, για να ρουφήξει την αγάπη απ’ τον αέρα.

Τότε, τελείως ξαφνικά και αναπάντεχα, φτάναμε μπροστά στου «Φλόκα». Εδώ ήταν το πιο γλυκό κομμάτι της εξόδου μας. Κοιτούσαμε με αγωνία τα γεμάτα τραπέζια και κάπου στην μέση να κι ένα που μόλις είχε αδειάσει και τα ποτήρια και τα πιάτα ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. Με ευλυγισία και χάρη χορεύτριας ο πατέρας πρώτος κυλούσε σχεδόν ανάμεσα στις καρέκλες κι έπιανε την θέση. Καθόμασταν κατάκοποι από την αργόσυρτη βόλτα μας με τα χιλιάδες σταματήματα, και περιμέναμε το γκαρσόνι για την παραγγελία. Η μάνα καθόταν πάντα στην κεντρική θέση. Να βλέπει τον κόσμο και την θάλασσα. Η γιαγιά καθόταν πλάι της κι εμείς τα μικρά με τον πατέρα στις καρέκλες που περίσσευαν. Τούτη η ώρα ήταν δική τους. Σαν αστραπή ερχόταν ο λευκός και μαύρος σερβιτόρος και καθάριζε το ασημένιο μεταλλικό τραπέζι , το σκούπιζε και το γέμιζε λάμψη. Όλοι παραγγέλνανε το ίδιο: Λουκουμάδες και κορμό, πορτοκαλάδα και βυσσινάδα. Να δροσιστούν από την κούραση της βόλτας και να γλυκάνουν το στόμα τους . Η μεγαλύτερη χαρά ήταν η ώρα που ο δίσκος ο ξέχειλος με πιατικά και ποτήρια κατέφθανε στα τραπέζια. Το γκαρσόνι είχε βάλει επάνω δυο ή τρεις παραγγελίες μαζί και με επιδεξιότητα χορευτή περνούσε με τον παραγεμισμένο του δίσκο να αιωρείται   με λικνίσματα πάνω από τα κεφάλια μας και να μας γεμίζει με απορία πως δεν του έπεφτε. Το τσίγκινο τετράγωνο πιατάκι με τους λουκουμάδες τους πασπαλισμένους με μέλι και καρύδια πάρκαρε με χάρη μπροστά στα μάτια μου. Πάντα ήταν εφτά οι λουκουμάδες. Ποτέ λιγότεροι ή περισσότεροι. Δεν έκανε λάθος ο ζαχαροπλάστης ποτέ. Και ο κορμός ήταν ένα τεράστιο σχεδόν στρογγυλό κομμάτι φτιαγμένο από τα υλικά του προφιτερόλ κι όχι της πάστας. Η μάνα προτιμούσε την πορτοκαλάδα γιατί πρόσεχε την σιλουέτα της. Και η γιαγιά ήθελε την βυσσινάδα.

Καμιά φορά περνούσαν και παλιοί συμμαθητές του μπαμπά που είχε βγάλει το γυμνάσιο στην πόλη. Κάθονταν κι αυτοί μαζί μας ή δίπλα μας κι άρχιζε η κουβέντα. Κανείς δεν ήθελε να φύγει και οι υπόλοιποι περαστικοί μας κοιτούσαν με ανυπομονησία γιατί ήθελαν κι εκείνοι να κάτσουν κι εμείς κρατούσαμε τις θέσεις ενώ είχαμε τελειώσει με το κέρασμα.  Μα δεν φεύγαμε. Τότε, που οι μεγάλοι πιάναν την κουβέντα, εμείς τα παιδιά από όλα τα τραπέζια, άγνωστα μεταξύ μας, σαν να συνεννοούμασταν χωρίς να μιλάμε και μαζευόμασταν λίγο πιο πέρα στην άπλα του πεζοδρομίου να παίξουμε κρυφτό στα στενά πίσω από το ζαχαροπλαστείο. Κι ερχόταν η ώρα κι έβγαινε κείνο το πορτοκαλί, τεράστιο Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Που καθώς ανέβαινε στον ουρανό ασήμωνε την θάλασσα με το φως του κι έλαμπε ολόχαρο πάνω από τα κεφάλια μας. Που να κρυφτείς και πώς να μην σε «φτύσουν» που είχες τον προβολέα από τον ουρανό να μαρτυρά την κρυψώνα σου;

Αυτές οι βραδιές οι αξέχαστες του Αυγούστου, οι γεμάτες αγάπη και πειράγματα και γείτονες καλόκαρδους και γελαστούς. Αυτές οι  βραδιές που ξεχαρβαλωμένοι από την γλύκα της βόλτας μα και μεθυσμένοι από το αλισβερίσι της ανθρώπινης ζεστασιάς πέφταμε λουσμένοι ευχαρίστηση στα λευκά μας κρεβάτια να μπει η επόμενη εβδομάδα γεμάτη απαντοχή για ένα όμορφο αύριο. Αυτές μου λείπουν τώρα απέραντα. Τα απογεύματα της Κυριακής έχουν γίνει κάπως λυπημένα πια.  Κάπως κουρασμένα και μοναχικά. Σχεδόν καταθλιπτικά. Ενώ παλιά δεν μας ένοιαζε καθόλου που ξημέρωνε Δευτέρα.Ρ.Γ.

Φωτογραφία από :Greek Travel Pages 

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΤΑ ΚΑΨΑΛΑ

 


Του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν η μεγάλη γιορτή του Ιούνη στην Μυτιλήνη. Αποβραδίς είχε τον εσπερινό στο εκκλησάκι εκεί στο λόφο απέναντι από τη θάλασσα πηγαίνοντας προς τη Βαριά. Στολισμένο κι ολόχαρο , μας υποδεχόταν με την κατάλευκη απλότητα του. Κι ήμασταν κόσμος πολύς, που στεκόμασταν εκεί μέσα στην ξεραΐλα αφού μόνο ο παπάς χωρούσε στον μικροσκοπικό ναό.  

Η παπαλίνα χαιρόταν λες κι είχαμε πάει εκδρομή. Δεν ξέρω τι είχε αυτό το εκκλησάκι που σ’ έκανε να γεμίζεις ξεγνοιασιά. Αυτή η γιορτή πάντα στο τέλος της σχολικής χρονιάς,  έκανε όλους εμάς τους πιτσιρίκους να τρελαινόμαστε από χαρά καθώς πλησίαζε η χάρη Του. Είχε έρθει ο καιρός για τα Κάψαλα.

Τα Κάψαλα , οι μεγάλες οι φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα ήταν γιορτή υπέροχη για όλον τον κόσμο στο νησί. Μια γιορτή χριστιανική και παγανιστική συνάμα, όπως όλες οι παραδόσεις του μυρωδάτου τόπου μου. Στην Λέσβο, βλέπετε, ζει ακόμα ο Όμηρος και η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Και κάθε μέρα στήνουν χορό με τους «γατελούζους» που πέρασαν από τον τόπο μας, και τους Οθωμανούς που μας κρατήσαν σκλάβους αλλά και με όλους εμάς τους Χριστιανούς ορθόδοξους που μέσα από αιώνες και αιώνες σκλαβιάς και βίας και ξενικής επιρροής, εμείς μείναμε πιστοί στα ομηρικά μας έθιμα και τα κρατήσαμε και τα προσαρμόσαμε σε κάθε τι καινούριο. Ακόμα κι η ντοπιολαλιά μας έχει τις ρίζες της στη γλώσσα του Ομήρου και τα έπη του.

Έτσι στις 23 Ιούνη ξυπνούσε η παπαλίνα από νωρίς. Ήταν η μέρα της γιορτής κι είχαμε δουλειές πολλές να κάνουμε. Συνεννοημένοι όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς να μαζέψουμε ξύλα και κλαδιά από τις αλάνες τριγύρω για να βγει η γειτονιά μας πρώτη. Η μεγαλύτερη φωτιά κέρδιζε πάντα. Μ’ αλαλαγμούς και γέλια τρανταχτά βάζαμε τα λάφυρα στην αυλή της κυρά-Πόπης που είχε δυο εγγονάκια στην Αθήνα και κάθε χρόνο τέτοια μέρα τα έστελνε η κόρη της να ξεκαλοκαιριάσουν στης γιαγιάς τους. Χαρά εμείς που θα ξαναβρισκόμασταν με τον Αποστόλη και τον Παναγιώτη, «τους Αθηναίους». Χαρές και γέλια κι αποφασιστικότητα να βγάλουμε την γειτονιά μας πρώτη.

Στο σταυροδρόμι κοντά στον φοίνικα, στήναμε τα ξύλα μας σε τρεις εστίες διαδοχικές μ’ απόσταση σωστή να δρασκελίζουν   πάνω απ’ τις φωτιές οι πιο γενναίοι. Εμείς τα πιτσιρίκια αρχίζαμε πρώτοι καθώς ήταν χαμηλές οι φωτιές. Παίρναμε φόρα και προσέχαμε να πηδήξουμε από την μέση της φωτιές κι όχι από την άκρη . Έπρεπε να υπάρχει κίνδυνος για να γίνει σωστό το έθιμο. Μα το καλύτερο ήταν σαν βράδιαζε πια. Τότε οι φωτιές μεγάλωναν και οι μεγαλύτεροι μας, οι έφηβοι και οι κοπελιές στήναν χορό ερωτικό γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Ερχόντουσαν και οι μανάδες κι οι πατεράδες μας και οι γέροι οι παππούδες όλοι. Και να τα γέλια και τα ξεφαντώματα. Και να τα στιχάκια τα σόκιν τα παγανιστικά , που υμνούσαν τις ερωτικές επιδόσεις. Τα «ξεδιάντροπα». Κι αυτή ήταν η εκτόνωση από την καθημερινότητα. Η διασκέδαση και το ξεφάντωμα και το ξέδομα από το άγχος και την πίεση για τους μεγάλους και η ερωτική εκπαίδευση για τους μικρούς. Έπεφταν οι μάσκες της σοβαροφάνειας και του καθωσπρεπισμού κι όλοι, φτωχοί και πλούσιοι, μορφωμένοι κι αγράμματοι γίνονταν ένα. Ο θεός Διόνυσος ερχόταν και γλεντούσε με αφορμή τούτη την ορθόδοξη γιορτή και κανείς δεν προσπαθούσε να τον εξοντώσει. Τον συμπεριλαμβάναμε κι αυτόν  αφού υπήρχε από πριν και τον δεχόμασταν.

Τα ανύπαντρα κορίτσια  είχαν για κείνη την ημέρα τα δικά τους έθιμα που θα φανέρωναν ποιον θα παντρευτούν. Κι όλο κρυφογελούσαν και πονηρεύονταν. Κι εμείς οι μικρότεροι, νιώθαμε έτοιμοι να πάρουμε τα σκήπτρα από τους προηγούμενους. Απλά και μόνο γιατί συμμετείχαμε σε τούτο το πατροπαράδοτο έθιμο. Κι οι φωτιές καθάριζαν όλου του χρόνου την κακία και την έγνοια και τον προβληματισμό. Γέλαγε λίγο το χειλάκι του πατέρα που σχολούσε φουρκισμένος κάθε μέρα από το γραφείο. Τρανταζόταν απ’ τα γέλια η γιαγιά από τα σόκιν δίστιχα που σκάρωνε με τις γειτόνισσες και ακόμα και η μάνα χαλάρωνε τα φρύδια και χαμογελούσε.

Κι όλη η γειτονιά είχε να το συζητά για μέρες. Τι μεγάλες είχαν γίνει και φέτος οι φωτιές μας και τι ανεμελιά και πανηγύρι ήταν αυτό και γλέντι αξέχαστο στα Κάψαλα.   Ρ.Γ.

Εικόνα από Ιγνάτης Τσικνής από emprosnet.gr



Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΩΤΟ

 


 

Κάθε χρόνο, παραμονή του Ευαγγελισμού, το παγωτατζίδικο Special απέναντι από το Lesvos market, είχε την τιμητική του. Ήταν, βλέπεις, το παιδικό μας έθιμο, μετά την παρέλαση να περνάμε από εκεί για να κεραστούμε με τις δυο δραχμές μας, ένα παγωτό από κείνα τα αφράτα, τα στριφογυριστά, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα. Κρατούσε το χωνάκι κάτω από την «βρύση» του μηχανήματος, ο παγωτατζής, κι εκείνο έτρεχε παχύρευστο και νόστιμο πάνω στην κωνική βάφλα, που εκείνος κουνούσε επιδέξια και το γέμιζε με το πολυπόθητο γλυκό. Μετά την παρέλαση το μικροσκοπικό μαγαζάκι του γέμιζε με «ευζωνάκια» και «Αμαλίες» που στριμώχνονταν χαριτωμένα για να φάνε συνήθως στα κρυφά από τις μανάδες, το παγωτό. Ήταν το πρώτο παγωτό της χρονιάς και ο διαγωνισμός ανάμεσα σ’ όλους εμάς, την «παπαλίνα» ξεκινούσε από την 25η Μαρτίου μέχρι το πρώτο κουδούνι του Σεπτέμβρη, όταν, έχοντας μετρήσει κάθε παγωτό δηλώναμε ευτυχισμένοι τον αριθμό που είχαμε κατακτήσει καταναλώνοντας λογής παγωτά στην διάρκεια του καλοκαιριού.  Νικητής πάντα ήταν ο  Αποστόλης, που  έβγαζε ένα τεράστιο τριψήφιο νούμερο κοντά στο πεντακοσάρι.

Ήταν εκείνη η μέρα, η συνήθως ηλιόλουστη, που σήμαινε την αρχή σχεδόν της υπέροχης αναμονής για το κλείσιμο του σχολείου και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Από εκεί και μετά ο χρόνος άρχιζε να μετρά αντίστροφα και οι διακοπές και τα παιχνίδια στα «Τσαμάκια» και στ’ «Απελή» όλο και πλησίαζαν. Μαζί με εμάς που ξαμολιόμασταν ανέμελοι στα στενά της Μυτιλήνης ακόμα ντυμένοι με τις φορεσιές μας και χαχανίζοντας δυνατά και μιλώντας με τις κελαρυστές φωνές μας γεμάτοι σχέδια και φαντασία για νέα παιχνίδια και διασκέδαση σε αλάνες και οικόπεδα άχτιστα τότε ακόμα, ήταν και τα χελιδόνια, άρτι αφιχθέντα από τις ακτές της Αφρικής και γεμάτα ευτυχία, σαν εμάς ακριβώς, για την καινούρια χρονιά που ξεκινούσε. Πετούσαν ανέμελα σε χαμηλές πτήσεις μετέχοντας κι αυτά στο αυτοσχέδιο γλέντι μας.

Γιατί, ναι, του Ευαγγελισμού ήταν για τα παιδιά και τα χελιδόνια, μια Πρωτοχρονιά μέσα στην μέση της χρονιάς που είχε ξεκινήσει τον Γενάρη. Μα πάνω απ’ όλα γιόρταζε η Πατρίδα τον ξεσηκωμό της και την Ελευθερία. Πιο συμβολικό και μεγαλύτερη ταύτιση δεν μπορούσες να βρεις. Όλα άρχιζαν εκείνη την ημέρα. Όλοι κι όλα απελευθερώνονταν. Οι Έλληνες από τους Τούρκους. Η φύση από τον χειμώνα. Τα παιδιά από τα διαβάσματα. Και τα χελιδόνια. Κυρίως αυτά, από το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Όλα έφταναν στον προορισμό τους. Όλες οι δυσκολίες, οι θυσίες κι οι αγώνες έμοιαζαν εκείνη την ημέρα, απόλυτα δικαιωμένα. Κι αυτή η  γεύση του παγωτού βανίλια, ερχόταν να δώσει  γλύκα στην όλη διαδικασία. Σαν επιστέγασμα κι επιβράβευση για τα όσα κατακτήθηκαν με δυσκολία. Θαρρώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, μπορούσα να δω του ήρωες του ’21, όπως τους έδειχναν τα κάδρα στις σχολικές μας αίθουσες, να χαμογελάνε ικανοποιημένοι. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές είχαν θυσιαστεί και εκείνοι. Να μπορούμε εμείς οι πιτσιρικάδες απόγονοι, να τρέχουμε ξέγνοιαστοι στα στενά της «Κουμιδιάς» και να γευόμαστε την γεύση της Ελευθερίας στο πρώτο  παγωτό.  Ρ,Γ.



Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.


Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Ο Χρησμός


Κόπιασε. Γύρε σιμά μου κι αφουγκράσου: « Εστ’ ήμαρ…».
Πολύβουες κάθε χειμώνα οι μέρες, μ’ ανάσες καλοκαιρινές δονούνται
Εδώ στης γης τον ομφαλό, μ’ ένα κρεσέντο απάνεμο η πηγή σιωπές υψώνει: « Εστ’ ήμαρ ότε…»
Μην με ρωτάς τι να ήθελε να πει. Ελεύθερη άσε την ψυχή σου, άκου.
Τούτον τον προπατορικό τον λυρισμό, αιώνες με αποσπερίτες
τους φώτισε Απολλώνιος  στέφανος. «… Φοίβος…»
Οι πέτρες ίδιες. Πάνω τους οι ηλιαχτίδες ελπίδες προσκυνάνε κάθε αυγή.
Αγνότητα κι αλήθεια ο αέρας ες αεί ομολογεί, καθώς ανάμεσα περνά.
Διδάσκεται, ωριμάζει «…πάλιν ελεύσεται…»
Κάθε λογής πετούμενο και κάθε ον τετράποδο τον απαράμιλλο βωμό
μ’ ευλάβεια προσκυνά.
Απ’ το μελίσσι που βουίζει θαλερά και τον ανθό του θυμαριού και του έλατου ρουφά, μέχρι την γερακίνα που αγέρωχη ψηλά εκεί τριγυρίζει.
Ο ήλιος λούζει κεχριμπάρι τα βουνά, δανείζεται το φως του από τα βράχια τα ίδια.
Τ’ αηδόνι στου μαντείου την πηγή βουτά κι ευθύς τραγούδι αρχινά με σθένος: « Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος…»
Η πλάση ολόγυρα σμιλεύεται αρμονία κι ομορφιά.
Τι κι αν την αίγλη σου ζηλέψαν πορθητές να την κουρσέψουν δεν κατάφεραν.
Ανθρώπων έργα τα λάφυρα τους, μόνο.
Χαμένο το σημάδι των ανομιών τους μέσα στης κερήθρας την μοσχοβολιά.
Κι η θάλασσα ροδόσταμο ξεπλένει την κακία απ’ τ’ ακρογιάλι.
Το χώμα Ελληνικό.  Αέρας από ρίγανη, χαμόμηλο και δάφνη.
Διαβάτη άκου με την παιδική σου την καρδιά. Μπορείς.
Η Πυθία δεν έπαψε ποτέ να προφητεύει:
« Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται
και ες αεί έσεται».


{Το ποίημα μου "Ο Χρησμός" διακρίθηκε στους 32ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης}

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Τα ματωμένα φεγγάρια



Σ' ένα ματωμένο φεγγάρι
κρέμασα τόσα όνειρα.
Αγκαλιά τα νυχτοπούλια τα σήκωσαν
κι ακούστηκε μακρινό  πλατάγισμα φτερών 
καθώς τα οδηγούσαν 
σε πήλινες ταξιανθίες αστεριών 
και τ' ακουμπούσαν απαλά , να ξαποστάσουν
στους κρατήρες του αποσπερίτη.
Τα ματωμένα φεγγάρια
δεν δέχονταν πια άλλα όνειρα.
Ξόδεψαν τις αντοχές τους
σε ανάξιους πραματευτάδες.
Ευτυχώς τα νυχτοπούλια ξέρανε το δρόμο της υπομονής,
ευτυχώς υπάρχουν οι κρατήρες του αποσπερίτη. 


( Ρ. Γέρου)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Πολέμα

Αν κουραστείς να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις
θα σε πουν κακό, υποκριτή και ψεύτη.
Αν βαρεθείς να προσποιείσαι πως δεν είδες
θα σε καταδικάσουν με την εσχάτη των ποινών.
Αν αντιδράσεις είσαι κατάπτυστος.
Πρέπει να ανέχεσαι για να είσαι καλός.
Και το χειρότερο:
Σε κρίνουν πάντα οι απυρόβλητοι
οι δήθεν επαναστάτες του καναπέ
αυτοί που στέρφα ζουν τη ζωή τους
εκ του ασφαλούς
κρίνοντας μόνο όλους τους άλλους.
Σήκω!!
Ξεσηκώσου!
Διώξε τους άφοβα. τολμηρά, χωρίς μεταμέλεια.
Μην τους αφήνεις τη ζωή να σου χαλάν.
~Ρένα Γέρου~

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ζωή μου όλη μια εικόνα

Μοσχοβολά θυμάρι, ρίγανη κι απήγανο ετούτος ο αέρας!
Και το γαλάζιο τ' ουρανού καθάριο.
Το χελιδόνι , κάθε χρόνο να βρίσκει τη φωλιά του 
Και οι αυγές, γεμάτες κελαηδίσματα!
Νάμα οι πηγές, αστείρευτες
Ψηλά στον Ελικώνα~
Μια πεταλούδα τρίχρωμη να φτερουγά ανέμελα
Κι η γάτα μου , που λιάζεται, μονάχα την κοιτά!
Γιομάτες οι μέρες της αρμονίας!
Βαθιά γραμμένες θύμισες
Έρχονται από παλιά!
Την Ευτυχία!
Σαν την προσπερνάς ... σε χάνει!