Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ

 Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.

Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.

Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει. 

Και ο αφρός είν’ γεμάτος λασπόψαρα…. Ρ.Γ.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΨΩΜΙ

"Πρόσεχε!" φώναζε η μάνα,

"μην σκορπάς τα ψίχουλα στο πάτωμα!

Είν' αμαρτία".

Έπεφτε λίγο ψωμί κάτω

και το φιλούσαμε πριν το βάλουμε στο στόμα,

ευλαβικά σαν ν' ασπαζόμασταν σώμα Θεού.

Είχαμε μάθει να σεβόμαστε αυτό το ψίχουλο.

Δεν έπρεπε να σκορπιστεί στο έδαφος

άσκεφτα κι ανέμελα.

Κι έτσι μεγαλώσαμε.

Με ψωμί που έθρεψε πρώτα την ψυχή μας.

Κυρίως αυτή.

Ψιχία για την ψυχή μας.

Τα πιο σημαντικά κι απαραίτητα.

Φυλαγμένα σε μικρές ιδρωμένες χούφτες.

Κερδισμένα με κόπο.

Ανεκτίμητα. Ρ.Γ.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


 Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.  Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.

Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια" συλλογιζόταν και δούλευε.

Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;» αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.

Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.

Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα ‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.

Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή , καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.

……………………………………………………………………………

Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.

Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.

Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.

Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε μπλέξει σ’ ένα πάρτι  με τον διευθυντή και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.




 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.


Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΟΙΤΙΔΑΣ

23/3/2003
Είμαστε ,σήμερα, για δεύτερη μέρα διασωληνωμένοι στην εντατική των θερμοκοιτίδων.Κι ας είσαι μόνος σου. Νιώθω πως είμαι μαζί σου κι εγώ. Πόσα καλώδια και σωληνάκια. Και μια τεράστια μπουκάλα οξυγόνο δίπλα στο γυάλινο κρεβατάκι. Έρχομαι και σε κοιτάζω καθώς κοιμάσαι ήσυχος. Έχεις τα μάτια ερμητικά σφραγισμένα και μια έκφραση κούρασης ατέλειωτης στο μικροσκοπικό σου πρόσωπο. Φοράω γάντια και σκουφάκι σαν τις νοσοκόμες και προσέχω να μην αγγίξω πουθενά μην και μεταφέρω μικρόβια. Σχεδόν δεν ανασαίνω, Ίσως με την απόπνοια να μολύνω τον αέρα σου. Έχεις μεγάλη παρέα. Γεμάτο το δωμάτιο με τοσοδούληδες ασθενείς. Μα εγώ κοιτάζω μονάχα εσένα. Όποιοι κι αν είναι δίπλα μας δεν έχει σημασία ποιοι είναι. Όλοι το ίδιο είμαστε τώρα. Κανείς δεν έχει μέσον και γνωριμίες να ξεγελάσει τον μαύρο κύριο που στέκεται ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας. Τον βλέπω πως σας παρατηρεί. Νομίζει δεν τον έχω δει. Μα αυτή είναι η κατάρα κι η ευχή που κουβαλώ. Μπορώ να τον διακρίνω. Είναι λυπημένος νομίζω. Φορτίο βαρύ έχει κι αυτός. Κι εμείς. Σιγοψέλνω μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου σαν ήμουνα μικρή. "Άστον ήσυχο" του λέω. "Φύγε". Ξαφνιάζεται. Δεν περίμενε πως τον είχα δει. Θέλω ν' αγκαλιάσω το γυάλινο κουτί που σε έχουν βάλει και να μπω μπροστά να μην σε βλέπει. Να πάρει εμένα και ν' αφήσει την παρεούλα σου ήσυχη. Τίποτα δεν έχει αξία εδώ. Ούτε λεφτά ούτε ποιος είσαι. Τίποτα. Κανένας καλύτερος από τον άλλον. Κανένας ανώτερος και σίγουρος για τον τερματισμό. Πρέπει να φύγω. Τέλειωσε το επισκεπτήριο. Θα είμαι εδώ απ' έξω μέχρι να μπορέσω να σε ξαναδώ. Δεν φεύγω από το νοσοκομείο. Μένω στην αυλή, πότε στο παρεκκλήσι και πότε μέσα στ' αμάξι στο πάρκινγκ. Ανάλογα. Αύριο πάλι. Κοιμήσου ακόμα λίγο.
( Μικρές ιστορίες από το ημερολόγιο μου )

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ Ή .....


Η ποίηση είναι μοναξιά. Κι ο δρόμος της μοναχικός και δύσβατος. Ο ποιητής κατακρεουργεί τον εαυτό του, τις θύμησες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες του και με το αίμα του κορμού του του διαμελισμένου, γράφει στάλες - λέξεις να λυτρωθεί. Να μπορέσει ν' αντέξει τον πόνο.

Η ποίηση δεν θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια προβολής και επικράτησης ενός ικανότερου απέναντι σε λιγότερο ικανούς. Διότι ο ποιητής είναι μόνος. Αυτός και το χαρτί του. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ή αντιπαλότητα με άλλους ποιητές. Δημιουργεί και ελευθερώνει τις σκέψεις του. Έτσι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα διαβαστεί ή όχι. Μπορεί να είναι όσο δυσνόητος θέλει, διότι έτσι εκφράζεται κι έτσι μπορεί να αφήσει τις σκέψεις του να πετάξουν. Γράφει ανεπιτήδευτα γιατί το γραπτό του δεν προορίζεται για διαφήμιση και κατανάλωση αλλά είναι προσπάθεια απεγκλωβισμού από την μοναξιά  και την δυστυχία του. Προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του και να διώξει ότι σκοτεινό τον βαραίνει.

Ως ποιητή, ίσως να μην τον ξέρουν ούτε οι γείτονες του. Και ποιος ο λόγος άλλωστε. Οι γείτονες, οι συγχωριανοί. οι συντοπίτες του, γνωρίζουν το κοινωνικό ον κι όχι τις ενδόμυχες σκέψεις του. Η ψυχή του κάθε ανθρώπου ανήκει στον ίδιο. Μην βλέπετε τώρα με το ίντερνετ, που οι ψυχές μας έπαψαν να μας ανήκουν και έγιναν βορά σε κάθε αγρίμι. Μπορούμε αν θέλουμε να τις κρατήσουμε δικές μας με το να μην ξεγυμνώνουμε το "είναι" μας για κανέναν λόγο. Μπορούμε να κρατάμε  τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας. Κι αν τύχει και θέλουμε να μοιραστούμε κάτι αυτό να είναι γιατί ίσως μας πνίγει το δίκιο κι όχι για να γίνουμε κατ' επίφαση "διάσημοι".

Παρατηρώ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα δρόμου στα social media όπου το γνωστό "ξέρεις ποιος είμαι εγώ" έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Οι δημοσιοσχετιστές, οι μάνατζερ και άλλα απόβλητα έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να λερώσουν χώρους που κατά παράδοση ήταν καθαροί. Χώρους όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Τεχνοκράτες ισχυρίζονται πως είναι ποιητές. Πως έχουν ευαισθησίες και ανησυχίες. Ντύνονται με λέξεις που δεν ε΄ναι δικές τους καν και αυτοπροβάλλονται απαξιώνοντας όσους μπορούν με ευκολία. Κάποιοι που θεωρούν πως έχουν αναγνώριση πουλάν εξυπηρετήσεις και έχουν βρει ένα προσοδοφόρο πελατειακό σύστημα ανταλλαγής επιβραβεύσεων ζητώντας διάφορα ανταλλάγματα ακόμα και σεξουαλικής μορφής ή απλά χρηματικά.

Κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του απέχει από αυτό το παιχνίδι της επιφάνειας. Μα οι χιλιάδες κινούμενοι σαν κανίβαλος όχλος, κατεσθίουν τις σάρκες των άλλων ποιητών με σκοπό να επικρατήσουν σε μια εφήμερη δημοσιότητα. Σαν να εργάζονται σε μια μεγάλη ανώνυμη εταιρεία, μια πολυεθνική, οι ποιητές του σήμερα προσφέρουν όλων των ειδών τις υπηρεσίες σε όποιον θεωρούν πως θα τους προωθήσει. Κι αυτή είναι η ποιότητα που εισπράττει ο κόσμος που δεν γράφει. Έχει γίνει τόσο φανερό πια που δεν διαβάζουν καν. Γιατί να διαβάσουν; Τι να διαβάσουν, κυρίως. Αφού ο κάθε κύκλος προωθεί τους ημέτερους και επιτίθεται στους έτερους. Κι έτσι γράφονται αριστουργήματα που ανήκουν μόνο στους δικούς μας ιδεολογικά ή σε όσους είναι φιλαράκια μας, κολλητάρια, γκομενίτσες, χρηματοδότες κι ότι άλλο ,   ενώ όλοι οι υπόλοιποι γράφουν σκουπίδια.

Υπάρχει χώρος βελτίωσης και εξόδου από το τέλμα της δοσοληψίας στον λογοτεχνικό χώρο;
Η γράφουσα αυτό το κείμενο δεν το πιστεύει. Έχει αλλοτριωθεί το σύμπαν κι έχουν ξεχαστεί οι αξίες και κάθε αγνό κίνητρο. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και μόλις τα πάρουν σε απαξιώνουν και σε απομακρύνουν. Ενώ αρχικά σε ενθαρρύνουν μόλις πληρώσεις αποφασίζουν πως γράφεις "π@π@ριές" με το συμπάθιο. Κι όλα γίνονται για ένα ματαιόδοξο "φαίνεσθαι". Και ότι πληρώσεις είσαι στην τελική.
Ρένα Γέρου

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ




Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.
~Ρ. Γέρου~ Φωτογραφία : ΡΑΦΑΕΛΛΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Η Κατάληψη


Εμένα τα νεοκλασικά σπίτια, μου θυμίζουν βαρετές επισκέψεις και παιχνίδια στις αυλές τους. Με έπαιρνε μαζί της η μάνα να πάμε για τσάι στης κυρίας Καραφύλη. Ήταν μια αρχαία κυρία με κατάλευκα μαλλιά και ρυτίδες στο πρόσωπο της βαθιές κι ανελέητες. Τα ρούχα της προσεγμένα και μουντά και φορούσε πάντα μια λαμπερή καρφίτσα στο στήθος. 
Φοράγαμε τα καλά μας να πάμε στην επίσκεψη. Μου άρεσε το σπίτι. Ήταν μεγάλο και προσφερόταν για ατέλειωτες εξερευνήσεις. Τα ταβάνια είχαν ζωγραφιές. Και τα πόμολα στις τεράστιες πόρτες ήταν σκαλιστά σαν λουλούδια. Μύριζε ανθόνερο όλο το σαλόνι. Τα πατώματα ήταν παλιά και τρίζαν. Δεν μπορούσα καθόλου να τρέξω γιατί τα μεγάλα σανίδια έκαναν θόρυβο. 
Μου άρεσε να τρώω τα μπατόν σαλέ και τα λογής σοκολατάκια από την λουλουδάτη πιατέλα. Είχε και κέηκ πάντα και μπισκότα με πολλές γεύσεις. 
Η κυρία Καραφύλη δεν είχε παιδιά. Έπρεπε να κάνω ησυχία. 
Όταν εκείνη πέθανε το αρχοντικό της το πήραν κάτι ανήψια της. Δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν και άρχισε να καταρρέει.  Περνούσα απ' έξω βιαστική για τη δουλειά, το κοιτούσα και βούρκωνα. Σκεφτόμουν πόσο υπέροχο θα ήταν να το μετέτρεπε κάποιος σε γκαλερί ή σε βιβλιοθήκη ή ένα χώρο για συγγραφείς και ποιητές να μαζεύονται και να πίνουν τσάι ή καφέ και να μιλάνε. 
Μια μέρα είδα ένα πανό να κρέμεται από την μπροστινή βεράντα. Έγραφε "ΚΑΤΑΛΗΨΗ". Λεπτοί νέοι άνθρωποι με μακριά μαλλιά μπαινόβγαιναν στη σάλα της κυρίας Καραφύλη ανενόχλητοι. Ευτυχώς δεν ζούσε να τους δει. Θα πάθαινε συγκοπή. 
Έμεινε έτσι για χρόνια. Κλειδωμένο. Ρημαγμένο. Έρημο. Έρμαιο των επαναστατημένων νεαρών που το έτρωγαν σοβά τον σοβά και ζωγράφιζαν ακατάληπτα συνθήματα στους τοίχους του. Μύριζει μούχλα το σαλόνι πια και ούρα ανθρώπινα. Περιττώματα ποντικιών και σύριγγες ναρκομανών σκόρπιες στα παλιά σανίδια, κάνουν ένα φοβερό θόρυβο με την σιωπή τους. Οι βαριές κουρτίνες που είχε φέρει ο προπάππους της κυρίας Καραφύλη από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έχουν ξεφτίσει και κρέμονται σε τσόλια.  
Μια μέρα ήρθε μια ομάδα αστυνόμων. Έδιωξαν τους επαναστάτες. Ίσως να έφυγαν και μόνοι τους. Είχαν μεγαλώσει άλλωστε πολύ. Μερικοί φορούσαν πουκάμισα λευκά και οδηγούσαν ακριβά αμάξια. Η Κατάληψη είχε λήξει. 
Το παλιό αρχοντικό, χάσκει ξεχαρβαλωμένο πια στην άκρη του δρόμου. Μόνο το πανό που γράφει "ΚΑΤΑΛΗΨΗ"  έχει μείνει μισοκρεμασμένο. Το δέρνουν οι άνεμοι και η βροχή. Τα παράθυρα σφαλισμένα με τάβλες καρφωμένες απ' έξω. 
Μα εκείνο το περίτεχνο ακροκέραμο στην κορυφή της όμορφης στέγης, στέκει αγέρωχο με στραμμένο το βλέμμα στον δρόμο του κάστρου. Περιμένει λες κάτι, κάποιον να γυρίσει να το δει. Να ζηλέψει την ομορφιά του και να σκεφτεί πως τόση αξιοσύνη ξόδεψε ο παλιός ο μάστορας για τούτο το ταπεινό ακροκέραμο. Ίσως είναι ώρα να αγκαλιάσει κάποιος και το υπόλοιπο σπίτι. Να το κάνει καταφύγιο της Τέχνης . Σχολείο και ναό της εκπαίδευσης . Να το αξιοποιήσει αντί να το γκρεμίσει. 
Πόσο ακόμα θα περιμένει; 
~Ρένα Γέρου~ Φωτογραφία :από τον Dionysis Anninos στο 
 · Explore Dionysis Anninos' photos on Flickr

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

Όταν φτάνεις να κλείνεις τα πενήντα χρόνια ζωής, νιώθεις πως έφτασες σε ένα αρκετά σημαντικό σημείο. 
Πρώτα απ' όλα τα κατάφερες να φτάσεις ως εδώ. Πράγμα που από μόνο του είναι μια επιτυχία. Διότι σε τούτη την πορεία του μισού αιώνα (φαντάζει πιο τρομακτικό όταν το γράφεις) είδες και έζησες πάρα πολλά. 
Έπειτα, έμαθες αλήθειες και διέκρινες ψέματα και ψευδαισθήσεις. Ξεχώρισες ανθρώπους και κατάλαβες κίνητρα και ουσία. 
Ανακάλυψες πόσο υπέροχη αλλά και πόσο άδικη κι άσχημη μπορεί να είναι η ζωή. 
Ονειρεύτηκες και προσπάθησες να κάνεις πράξη τα όνειρα. Επαναστάτησες και θέλησες να αλλάξεις τα άσχημα ή απλά τα αποδέχθηκες. Όλα ανάλογα με τις δυνάμεις και τις δυνατότητες σου. 
Μα όντας θηλυκό, δυσανασχέτησες με τα σημάδια του χρόνου στο κορμί σου. Η ψυχή βγήκε νικήτρια. Το σώμα όμως δεινοπάθησε. 
Κι ευτυχώς είχες την δυνατότητα να τα αντιληφθείς όλα αυτά στα πρώτα πενήντα χρόνια. Μα και πάλι το πεπερασμένο της ύπαρξης σου σε σημαδεύει και σε υποδουλώνει. 
Ας είναι όμως. Ψύχραιμα και ειλικρινά, αυτό που θυμάμαι με αγάπη και νοσταλγία είναι η πρώτη μου τούρτα . Μια κατάλευκη, ολοστρόγγυλη τούρτα αμυγδάλου με ένα τεράστιο ζαχαρωτό λευκό, επίσης, τριαντάφυλλο στην πάνω αριστερή μεριά. Το πρώτο πάρτι. Τότε που η μάνα ζούσε κι όλο χαρά κερνούσε  τους συμμαθητές, μεγάλα κομμάτια γλυκού και χυμούς και τυροπιτάκια. Κι εγώ στη μέση της σάλας με τα καλά, τα Κυριακάτικα ρούχα μου να γελώ ολόχαρη με το τραγούδι: "Να ζήσεις και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά.." Έπιασε η ευχή παιδιά. έχω πλέον πολλά άσπρα μαλλιά..
Μα απ' όλες τις χαρές εκείνα τα πρώτα γενέθλια ήταν θαρρώ η πιο αξέχαστη.
~Ρ. Γέρου~ (Η χαρούμενη εορτάζουσα )