Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια
εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε
όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη
πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι
ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες
και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες),
πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο
αναίδεια κι ανεμελιά.
Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από
δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε
ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς. Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από
τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι
και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά
βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη
από την μάνα. Καμιά φορά είχε και
κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.
Φορτώναμε το zastava το
άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών
ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα
φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια.
«Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και
πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα
βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να
την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε
τις ευτυχισμένες στιγμές μας.
Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το
χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να
τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην
εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη
και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη
την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.
Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα
ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας
κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε
με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή
παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να
τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.
Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα. Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.