Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

Η ΚΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ




Απ' όλα τα πράγματα που χάθηκαν στην μετακόμιση, πιο πολύ λυπάμαι για εκείνη την μοβ- μπλε γυάλινη κανάτα  της γιαγιάς που είχα για να παίρνω τον αγιασμό κάθε χρόνο ανήμερα των Φώτων. Πάντα ένιωθα τόσο περήφανη για τούτο το γυάλινο κανάτι που κανονικά ήταν για να σερβίρεις κρασί αλλά εμείς το είχαμε για τον αγιασμό.  Το εκκλησίασμα ευλαβικά, κουβαλούσαν τα πλαστικά δοχεία τους, αδιάφοροι για το σκεύος που θα φιλοξενούσε το αγιασμένο περιεχόμενο.  Το δικό μου δοχείο ήτανε παλιό και ξεχωριστό, διαλεγμένο προσεκτικά από τον κομό της γιαγιάς όπου φύλαγε με προσοχή την προίκα της.

Από νωρίς έπιανα θέση, κοντά στην εικόνα του Χριστού εκεί δίπλα στην Ωραία πύλη στην Μητρόπολη της Μυτιλήνης και καμιά φορά καθόμουν και στο λευκό μαρμάρινο σκαλοπάτι ακριβώς από κάτω.. Κανείς δεν έδιωχνε τα παιδιά από εκεί. Το είχε πει κι ο Χριστός: "Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου" και η γιαγιά μου με έστελνε πάντα να κάτσω εκεί κάτω από  την εικόνα Του. Ο παππούλης που λειτουργούσε ήταν τόσο καλός. Χαρά του ήταν να γεμίζει η εκκλησιά από παιδάκια. Κι έτσι περίμενα. Καρτερικά περίμενα, γιατί δεν πολυκαταλάβαινα τότε ακόμα, τα αρχαία λόγια των βιβλίων της εκκλησίας.   Ήταν φορές που βαριόμουνα ή νύσταζα, αλλά περίμενα με τόση λαχτάρα να με πιτσιλίσει ο πάτερ με τον αγιασμό και να μου δώσει να φιλήσω τον παγωμένο χρυσό σταυρό. Θαρρούσα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία και τύχη απ’ όλες να σου έρθει στο κεφάλι μια τέτοια πιτσιλιά. 

Αναπάντεχα, παραδόξως, ερχόταν η ώρα να πάρουμε το αγιασμένο νεράκι και να το μεταφέρουμε  ο καθένας στο δοχείο του. Τότε χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Έπρεπε να προφτάσω να γεμίσω το κανάτι μου το γυάλινο (δώρο στο γάμο της γιαγιάς) και να πάω τον αγιασμό στο σπίτι. Δεν ήταν κι εύκολο καθώς όλη η «παπαλίνα» όπως λένε τα μικρά παιδιά στην Μυτιλήνη, έκανε διαγωνισμό ποιος θα πάρει πρώτος το αγιασμένο νεράκι.   Αλλά εγώ είχα   να δώσω και στην κυρά-Φυναρέτη που καθόταν στο παράθυρο του σαλονιού δίπλα στο δρόμο και περίμενε να πάρει λίγο αγιασμό από τα παιδάκια που επέστρεφαν με τα "τρόπαια" τους από τις εκκλησίες. Η κυρά-Φυναρέτη (την είχαν βαφτίσει Φαιναρέτη αλλά δεν μπορούσε να το πει κι έτσι της έμεινε το Φυναρέτη)  είχε πάντα στην τσέπη της τις πιο σκληρές "φλόκες" (καραμέλες) που είχα φάει ποτέ μου, κι επέμενε να μας φιλεύει όποτε μας έβλεπε. Τρέχαμε όλοι μαζί να της γεμίσουμε το ποτηράκι της έτσι όπως το κρεμούσε από το ανοιχτό παράθυρο με το τρεμάμενο γερασμένο χέρι της. Και μόλις το πολυπόθητο υγρό έμπαινε στο σπίτι της να η βροχή με τις φλόκες που φύλαγε για τέτοιες κι άλλες παρόμοιες εξαιρετικές περιπτώσεις.

Κι αφού επιστρέφαμε στο σπίτι κι ακουμπούσαμε τις  κανάτες μας στα τραπέζια, ορμούσαμε με φωνές και καλπασμούς να κατέβουμε κάτω στο λιμάνι εκεί που είχαν στήσει την εξέδρα για τον Σταυρό. Θα στεκόταν ο Δεσπότης εκεί και όλοι οι επίσημοι και ο πιο γενναίος και δυνατός βουτηχτής θα έπιανε τον Σταυρό.  Όλοι οι πιτσιρίκοι στεκόμασταν στριμωγμένοι και σπρωχνόμαστε   να πιάσουμε την καλύτερη θέση. Παράξενο που κανείς μας ποτέ δεν είχε πέσει μέσα στα βρώμικα νερά του λιμανιού μας κατά λάθος. Κι άρχιζε ο πάτερ το «εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..» κι όλοι τεντωνόμασταν να δούμε τον Σταυρό να πέφτει. Και τι δέος και σεβασμός όταν το παλληκάρι που τον έπιανε ευλαβικά Τον παρέδινε στον Δεσπότη μας τον Σεραφείμ. Κι εκείνος με προσοχή τύλιγε την λευκή, φαρδιά κορδέλα και του έδινε τα Τον προσκυνήσει. Φωνές και γέλια και χειροκροτήματα από την μαζεμένη παπαλίνα που θαύμαζε και ξεσηκωνόταν να ανδραγαθήσει κάποια στιγμή κι εκείνη με την σειρά της στο μέλλον. Κι αδημονούσαμε να μεγαλώσουμε να μοιάσουμε σ’ όλους τούτους τους γενναίους «Μυτληνιούς» που είχαμε ως πρότυπα στα μικράτα μας. Κι ας μην αφήνε ο πάτερ τα κορίτσια να πιάσουν τον Σταυρό. Τι πείραζε; Θα τον έπιανε μια μέρα ο Αρίστος ή ο Θεολόγος τα φιλαράκια μου. Και θα γιορτάζαμε όλοι την ευλογία την ξεχωριστή.

Γιατί έτσι είμαστε εμείς στην Μυτιλήνη. Μια γροθιά ενωμένη κι υποστηρικτική. Δεν έχουμε φθόνο ή ζήλιες. Διαπρέπει ένας, διαπρέπουμε όλοι μας. Και πουθενά αλλού δεν το έχω βρει αυτό παρά μονάχα στην Πατρίδα. Ας μην το πιστεύετε. Αυτή είναι η αλήθεια. Βλέπετε μας δένει η μοναξιά μας και η απομόνωση του νησιού. Κι έτσι πορευόμαστε στους αιώνες, καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον και με αποδοχή και σεβασμό. Κι όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα τόσο αναπάντεχα και τυχαία καθώς ξετρύπωσα από το μπαούλο στο πατάρι την ξεχασμένη γυάλινη κανάτα μου. Κι ανακουφισμένη την απίθωσα στο τραπέζι αφού δεν είχε τελικά χαθεί στην μετακόμιση.


Τόσες αναμνήσεις όμορφες και θεραπευτικές από  τα Φώτα στο νησί μας. Κι όλα, πάντα όμορφα, ευλαβικά, αξέχαστα...Ρ.Γ.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ (ΑΛΛΑΓΕΣ)

 
Το αγαπημένο μου κραγιόν είναι το νούμερο εξήντα, της Σανέλ. Περιμένω κάθε χρόνο την Άνοιξη να το φορέσω. Φέτος δεν ήρθε. Άδικα περίμενα όλη τη χρονιά. Η Άνοιξη απαρνήθηκε τους ανθρώπους. Για την υπόλοιπη φύση όλα βαίνουν κανονικά. Προγραμματισμένα. Προβλέψιμα.

Τα έλλογα όντα, μόνο, αναστείλαμε προς το παρών  την έλευση της εποχής,  στις κοινωνίες μας. Ήρθε  η πανδημία. Ντυθήκαμε όλοι με μάσκες και γάντια μιας χρήσης. Λουζόμαστε στο απολυμαντικό και δεν τολμάμε να μιλήσουμε σε άνθρωπο μην και κολλήσουμε τον ιό. Από πού να τρυπώσει η Άνοιξη στη ζωή μας;

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Ρίχνω πάνω μου μια ρόμπα και γυροφέρνω στα σαράντα τετραγωνικά του σπιτιού μου, σέρνοντας τις πάνινες παντόφλες μου. Έχω απολυμάνει και την παραμικρή του γωνία. Μυρίζει σαν νοσοκομείο.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Κοιτάω τηλεόραση. Περιμένω την μεγάλη είδηση για το φάρμακο και δεν έρχεται. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Χαιρετώ την κυρία Μυρτώ απέναντι. Παράξενο. Δεν μου φαίνεται πια ξινή και απόμακρη. Η ηλικιωμένη και ατημέλητη γειτόνισσα μου, σε τίποτα δεν θυμίζει την πρύτανη της Φιλοσοφικής από την προηγούμενη καθημερινότητα. Άρχισα να την συμπαθώ τις τελευταίες εβδομάδες. Ίσως που η κοινή μας μοίρα απάλυνε τις γωνίες της επηρμένης εγωπάθειας που ροκάνιζε τις σχέσεις μας στην προ πανδημίας εποχή.

Με ενοχλεί αυτή η ησυχία. Τόσες ώρες χαμένες από τη ζωή μου. Αναπολώ το παρελθόν μέσα από τις φωτογραφίες. Τις οργάνωσα όλες από την αρχή. Πενήντα χρόνια ζωής χώρεσαν σε δέκα άλμπουμ. Ακριβώς δέκα.

Μετράω την θερμοκρασία μου διαρκώς. Ανακαλύπτω ολοένα πως έχω κάποια συμπτώματα.  Δεν ξέρω τι μέρα είναι. Δεν έχει καμιά σημασία. Κατάθλιψη; Όχι. Δεν έχω.

Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και βάφομαι με ανοιξιάτικα   χρώματα. Νιώθω καλύτερα σήμερα. Ζωή σε παύση. Αδημονώ να πατήσω πάλι το “play”. Ποιος θα μου επιστρέψει τον χρόνο μου πίσω;

Μόνη. Δούλευα δώδεκα ώρες τη μέρα. Τα βράδια πάντα έπαιρνα τηλέφωνο την Νίτσα από το λογιστήριο να κουτσομπολέψουμε. Έχω να της μιλήσω από τότε που άρχισε η καραντίνα. Τι να πούμε;

Όλα απομακρύνθηκαν. Σαν να είμαι μια άλλη. Με έχασα ξαφνικά. Αλάργεψε ο προηγούμενος μήνας. Η ζωή μου όλη. Κοιτώ τις στιγμές απ’ τα άλμπουμ. Δεν τις καλοθυμάμαι.

Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Προσπαθώ να επιβιώσω χωρίς να μπορώ να ζήσω. Νιώθω ανέτοιμη να νικηθώ από ένα μονοκύτταρο οργανισμό. Είναι πολλά που θέλω να κάνω ακόμα. Φορές ακούω μόνο τις ανάσες μου. Και χαμογελώ από ευτυχία. Απορώ με εμένα που χαίρομαι με κάτι που πριν το θεωρούσα απλά  δεδομένο.  Ανάσες.

Κοιμάμαι. Και φορές, θαρρώ, δεν ξυπνάω. Ρ.Γ.


Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 Είμαι πια, στο σημείο εκείνο της ζωής

που δεν ρωτώ "γιατί" αλλά μονάχα "πως".
Πως να το διορθώσω, πως να το προσπεράσω.
Είμαι εκεί που και λίγο αγενής να είσαι μαζί μου
ή με κάνεις να νιώσω άσχημα με εμένα ή τον εαυτό μου
(πάρτο όπως θες),
αμέσως θα σε κλειδώσω έξω από την ζωή μου
και θα πετάξω το κλειδί.
Και ξέρεις κάτι;
Χαίρομαι απίστευτα που έφτασα αυτό το σημείο.
~Ρένα Γέρου~

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ

 Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.

Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.

Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει. 

Και ο αφρός είν’ γεμάτος λασπόψαρα…. Ρ.Γ.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΤΟ ΨΩΜΙ

"Πρόσεχε!" φώναζε η μάνα,

"μην σκορπάς τα ψίχουλα στο πάτωμα!

Είν' αμαρτία".

Έπεφτε λίγο ψωμί κάτω

και το φιλούσαμε πριν το βάλουμε στο στόμα,

ευλαβικά σαν ν' ασπαζόμασταν σώμα Θεού.

Είχαμε μάθει να σεβόμαστε αυτό το ψίχουλο.

Δεν έπρεπε να σκορπιστεί στο έδαφος

άσκεφτα κι ανέμελα.

Κι έτσι μεγαλώσαμε.

Με ψωμί που έθρεψε πρώτα την ψυχή μας.

Κυρίως αυτή.

Ψιχία για την ψυχή μας.

Τα πιο σημαντικά κι απαραίτητα.

Φυλαγμένα σε μικρές ιδρωμένες χούφτες.

Κερδισμένα με κόπο.

Ανεκτίμητα. Ρ.Γ.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


 Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.  Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.

Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια" συλλογιζόταν και δούλευε.

Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;» αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.

Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.

Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα ‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.

Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή , καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.

……………………………………………………………………………

Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.

Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.

Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.

Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε μπλέξει σ’ ένα πάρτι  με τον διευθυντή και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.




 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ

 Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά. 

Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση  θυμαριού,  σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.  

Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά. 

Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι  ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΡΜΟΚΟΙΤΙΔΑΣ

23/3/2003
Είμαστε ,σήμερα, για δεύτερη μέρα διασωληνωμένοι στην εντατική των θερμοκοιτίδων.Κι ας είσαι μόνος σου. Νιώθω πως είμαι μαζί σου κι εγώ. Πόσα καλώδια και σωληνάκια. Και μια τεράστια μπουκάλα οξυγόνο δίπλα στο γυάλινο κρεβατάκι. Έρχομαι και σε κοιτάζω καθώς κοιμάσαι ήσυχος. Έχεις τα μάτια ερμητικά σφραγισμένα και μια έκφραση κούρασης ατέλειωτης στο μικροσκοπικό σου πρόσωπο. Φοράω γάντια και σκουφάκι σαν τις νοσοκόμες και προσέχω να μην αγγίξω πουθενά μην και μεταφέρω μικρόβια. Σχεδόν δεν ανασαίνω, Ίσως με την απόπνοια να μολύνω τον αέρα σου. Έχεις μεγάλη παρέα. Γεμάτο το δωμάτιο με τοσοδούληδες ασθενείς. Μα εγώ κοιτάζω μονάχα εσένα. Όποιοι κι αν είναι δίπλα μας δεν έχει σημασία ποιοι είναι. Όλοι το ίδιο είμαστε τώρα. Κανείς δεν έχει μέσον και γνωριμίες να ξεγελάσει τον μαύρο κύριο που στέκεται ακουμπισμένος στον παραστάτη της πόρτας. Τον βλέπω πως σας παρατηρεί. Νομίζει δεν τον έχω δει. Μα αυτή είναι η κατάρα κι η ευχή που κουβαλώ. Μπορώ να τον διακρίνω. Είναι λυπημένος νομίζω. Φορτίο βαρύ έχει κι αυτός. Κι εμείς. Σιγοψέλνω μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου σαν ήμουνα μικρή. "Άστον ήσυχο" του λέω. "Φύγε". Ξαφνιάζεται. Δεν περίμενε πως τον είχα δει. Θέλω ν' αγκαλιάσω το γυάλινο κουτί που σε έχουν βάλει και να μπω μπροστά να μην σε βλέπει. Να πάρει εμένα και ν' αφήσει την παρεούλα σου ήσυχη. Τίποτα δεν έχει αξία εδώ. Ούτε λεφτά ούτε ποιος είσαι. Τίποτα. Κανένας καλύτερος από τον άλλον. Κανένας ανώτερος και σίγουρος για τον τερματισμό. Πρέπει να φύγω. Τέλειωσε το επισκεπτήριο. Θα είμαι εδώ απ' έξω μέχρι να μπορέσω να σε ξαναδώ. Δεν φεύγω από το νοσοκομείο. Μένω στην αυλή, πότε στο παρεκκλήσι και πότε μέσα στ' αμάξι στο πάρκινγκ. Ανάλογα. Αύριο πάλι. Κοιμήσου ακόμα λίγο.
( Μικρές ιστορίες από το ημερολόγιο μου )

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ Ή .....


Η ποίηση είναι μοναξιά. Κι ο δρόμος της μοναχικός και δύσβατος. Ο ποιητής κατακρεουργεί τον εαυτό του, τις θύμησες, τις γνώσεις, τις εμπειρίες του και με το αίμα του κορμού του του διαμελισμένου, γράφει στάλες - λέξεις να λυτρωθεί. Να μπορέσει ν' αντέξει τον πόνο.

Η ποίηση δεν θα μπορούσε να είναι μια προσπάθεια προβολής και επικράτησης ενός ικανότερου απέναντι σε λιγότερο ικανούς. Διότι ο ποιητής είναι μόνος. Αυτός και το χαρτί του. Δεν έρχεται σε αντιπαράθεση ή αντιπαλότητα με άλλους ποιητές. Δημιουργεί και ελευθερώνει τις σκέψεις του. Έτσι δεν τον ενδιαφέρει εάν θα διαβαστεί ή όχι. Μπορεί να είναι όσο δυσνόητος θέλει, διότι έτσι εκφράζεται κι έτσι μπορεί να αφήσει τις σκέψεις του να πετάξουν. Γράφει ανεπιτήδευτα γιατί το γραπτό του δεν προορίζεται για διαφήμιση και κατανάλωση αλλά είναι προσπάθεια απεγκλωβισμού από την μοναξιά  και την δυστυχία του. Προσπάθεια να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του και να διώξει ότι σκοτεινό τον βαραίνει.

Ως ποιητή, ίσως να μην τον ξέρουν ούτε οι γείτονες του. Και ποιος ο λόγος άλλωστε. Οι γείτονες, οι συγχωριανοί. οι συντοπίτες του, γνωρίζουν το κοινωνικό ον κι όχι τις ενδόμυχες σκέψεις του. Η ψυχή του κάθε ανθρώπου ανήκει στον ίδιο. Μην βλέπετε τώρα με το ίντερνετ, που οι ψυχές μας έπαψαν να μας ανήκουν και έγιναν βορά σε κάθε αγρίμι. Μπορούμε αν θέλουμε να τις κρατήσουμε δικές μας με το να μην ξεγυμνώνουμε το "είναι" μας για κανέναν λόγο. Μπορούμε να κρατάμε  τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας. Κι αν τύχει και θέλουμε να μοιραστούμε κάτι αυτό να είναι γιατί ίσως μας πνίγει το δίκιο κι όχι για να γίνουμε κατ' επίφαση "διάσημοι".

Παρατηρώ έναν άνευ προηγουμένου αγώνα δρόμου στα social media όπου το γνωστό "ξέρεις ποιος είμαι εγώ" έχει πάρει τραγικές διαστάσεις. Οι δημοσιοσχετιστές, οι μάνατζερ και άλλα απόβλητα έχουν βρει πρόσφορο έδαφος να λερώσουν χώρους που κατά παράδοση ήταν καθαροί. Χώρους όπως η καλλιτεχνική δημιουργία. Τεχνοκράτες ισχυρίζονται πως είναι ποιητές. Πως έχουν ευαισθησίες και ανησυχίες. Ντύνονται με λέξεις που δεν ε΄ναι δικές τους καν και αυτοπροβάλλονται απαξιώνοντας όσους μπορούν με ευκολία. Κάποιοι που θεωρούν πως έχουν αναγνώριση πουλάν εξυπηρετήσεις και έχουν βρει ένα προσοδοφόρο πελατειακό σύστημα ανταλλαγής επιβραβεύσεων ζητώντας διάφορα ανταλλάγματα ακόμα και σεξουαλικής μορφής ή απλά χρηματικά.

Κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του απέχει από αυτό το παιχνίδι της επιφάνειας. Μα οι χιλιάδες κινούμενοι σαν κανίβαλος όχλος, κατεσθίουν τις σάρκες των άλλων ποιητών με σκοπό να επικρατήσουν σε μια εφήμερη δημοσιότητα. Σαν να εργάζονται σε μια μεγάλη ανώνυμη εταιρεία, μια πολυεθνική, οι ποιητές του σήμερα προσφέρουν όλων των ειδών τις υπηρεσίες σε όποιον θεωρούν πως θα τους προωθήσει. Κι αυτή είναι η ποιότητα που εισπράττει ο κόσμος που δεν γράφει. Έχει γίνει τόσο φανερό πια που δεν διαβάζουν καν. Γιατί να διαβάσουν; Τι να διαβάσουν, κυρίως. Αφού ο κάθε κύκλος προωθεί τους ημέτερους και επιτίθεται στους έτερους. Κι έτσι γράφονται αριστουργήματα που ανήκουν μόνο στους δικούς μας ιδεολογικά ή σε όσους είναι φιλαράκια μας, κολλητάρια, γκομενίτσες, χρηματοδότες κι ότι άλλο ,   ενώ όλοι οι υπόλοιποι γράφουν σκουπίδια.

Υπάρχει χώρος βελτίωσης και εξόδου από το τέλμα της δοσοληψίας στον λογοτεχνικό χώρο;
Η γράφουσα αυτό το κείμενο δεν το πιστεύει. Έχει αλλοτριωθεί το σύμπαν κι έχουν ξεχαστεί οι αξίες και κάθε αγνό κίνητρο. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι τα χρήματα και μόλις τα πάρουν σε απαξιώνουν και σε απομακρύνουν. Ενώ αρχικά σε ενθαρρύνουν μόλις πληρώσεις αποφασίζουν πως γράφεις "π@π@ριές" με το συμπάθιο. Κι όλα γίνονται για ένα ματαιόδοξο "φαίνεσθαι". Και ότι πληρώσεις είσαι στην τελική.
Ρένα Γέρου

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Ανθρώπινες σκέψεις


Διαβάζω τις τελευταίες μέρες εκατοντάδες αναρτήσεις στο ίντερνετ, σχετικές με τον θάνατο μιας μεγάλης σύγχρονης ποιήτριας. Όλοι την είχαν γνωρίσει. Όλοι την αγαπούσαν και την διάβαζαν. Όλοι έβγαζαν φωτογραφίες μαζί της. Και κάθε τόσο στο facebook και σε διάφορους τόπους διαδικτυακούς, εμφανιζόταν όλοι μαζί "γελαστοί και γελασμένοι", όπως λέει και το τραγούδι.

Κι όλο αυτό με κάνει να προβληματίζομαι έντονα και να αναρωτιέμαι. Να θυμώνω και να θέλω να βρω απαντήσεις σε όσα με βασανίζουν. Που ήταν όλοι αυτοί οι φίλοι, οι γνωστοί, οι θαυμαστές στην ώρα της ανάγκης; Εκεί έξω στην καθημερινότητα. Εκεί που η μοναξιά και η φτώχεια και η ερημιά καραδοκούν και κυβερνάνε την πραγματικότητα. Εκεί που όλα τελειώνουν στην στιγμή. Εκεί που όλα οδηγούν σε μια φωτογραφία κι έπειτα ακολουθεί η σιωπή.
Ενέργειες και πράξεις και υποχωρήσεις και ανέντιμα σκαρφαλώματα πολλών ειδών για μια στιγμή εφήμερης δόξας. Μια ματαιοδοξία που περιβάλλεται από ματαιοπονία. Γιατί όλοι σχεδόν, παλεύουν να φανούν για μια στιγμή που θα απαθανατίσουν με το κινητό τους και θα την δείξουν στα social media προς άγρα των like. Που είναι όλοι αυτοί οι θαυμαστές όταν ξυπνάς το πρωί και δεν υπάρχει κανένας να σε καλημερίσει; Που είναι όταν πεινάς ή κρυώνεις;
Τελικά αυτοπροβάλλονται και μέσα από τον θάνατο;
Τελικά όλα έχουν καταλήξει να γίνονται για ένα like;
Μήπως όλος αυτός ο εθισμός στα media μας έχει κάνει λιγότερο αυθεντικούς; Λιγότερο ανθρώπους;
Πόσοι έμειναν ακέραιοι και δεν υπέκυψαν στα like; Πόσοι είναι αληθινοί γείτονες, όπως παλιά που ήταν με την παρουσία τους πλάι στον άνθρωπο; Τώρα μαθαίνουν πως πέθανες από το facebook. Ακόμα και οι συγγενείς.
Για μένα αυτό είναι κατάντια της ανθρωπότητας.
Ρένα Γέρου
Υ.Γ
Νιώθω τυχερή που δεν είμαι διάσημη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ραφαέλλα Χατζηκωνσταντίνου