Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

Η Πεταλούδα



Οι γελαστοί άνθρωποι με τ’ άσπρα καφτάνια, έρχονται κάθε καλοκαίρι στο χωριουδάκι μου. Μελίσσι που βουίζει ξεγνοιασιά κι ένα χαμόγελο με δόντια άσπρα, κολλημένο θαρρείς στο πρόσωπο τους. Κοιτάνε την ίδια μπλε θάλασσα που βλέπω κι εγώ κάθε που ξυπνώ. Χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Μοιάζουν ξέγνοιαστοι κι ικανοποιημένοι.
Τους κοιτώ. Παίρνω τα μάτια μόλις με καταλαβαίνουν. «Είναι αγένεια να καρφώνεις το βλέμμα», μου είχε πει πολλές φορές η μάνα. Όπως και το «μη δείχνεις», «μη βήχεις» κι άλλα χιλιάδες μη. Μπήκαν κάτω από το πετσί μου. Σαν τα βελάκια που καρφώνουμε στο στόχο. Όλα τα μη της ζωής μου κρέμονται καρφωμένα στο δέρμα μου.
Ετούτοι οι γελαστοί χίπηδες δεν έχουν «μη». Τους ζηλεύω. Έρχονται εδώ, στον τόπο που γεννήθηκε το «μη» και τολμάνε να το χλευάζουν. Κι όλοι το δέχονται αυτό. Ακόμα κι η μάνα. «Πήγαινε τους καφέδες στο γωνιακό τραπέζι. Άντε μη χαζεύεις». Σχεδόν τρέχοντας, όρμισα να μην περιμένουν. Για 6 και 20 (καφέδες και τυρόπιτες σπιτικές) έβαλα το καλό μου χαμόγελο.
Κανείς δεν προσέχει. Μόνο εγώ. Φταίει που ακούω δυνατά ακόμα και τα φτερά της πεταλούδας. «Βιάσου! Η κυρία στο 2 θέλει τον φρέντο εσπρέσο της. Κουνήσου! Μη χαζεύεις». Να το πάλι εκείνο το «μη» να ξεφυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Μόνο για μας. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια δεν μοιάζουν να ξέρουν τι σημαίνει. «Σε ζηλεύω μικρή», είπε η κυρία, «ζεις στον Παράδεισο». Κοίταξα γύρω μου. Έλεγε παράδεισο την ακρογιαλιά μου. «Δεν προφταίνω να τον χαρώ» ήθελα αν της πω μα δεν μίλησα, εκείνο το «μη» καραδοκούσε. Έριξα τα μάτια κάτω κι έφυγα. Ο παράδεισος είναι μέσα σου μου φώναζα χωρίς να ακούγομαι.
Η κυρία με το λευκό καφτάνι γέλασε βροντερά. Ο νεαρός που την συνόδευε την φίλησε απαλά στο μάγουλο. Ήταν ένα παράξενο φιλί γιατί θα μπορούσε να ήταν γιος της μα το φιλί του ήταν αλλιώτικο. Αν ήταν γιος έμοιαζε βρώμικο. Αν δεν ήταν πάλι κάτι είχε. Σαν πλαστικό. Ούτε κι αυτός έβλεπε τον παράδεισο. Ήμασταν τρεις. Εγώ, ο νεαρός κι η μάνα μου στην κουζίνα που δεν τον βλέπαμε.
Μονάχα η κυρία με το λευκό καφτάνι τον έβλεπε. Ίσως και όχι. Ίσως να το έλεγε μόνο. Ίσως να μην την ένοιαζε καν. Ίσως πάλι να ήθελε να βλέπει γιατί δεν θα άντεχε σαν εμάς να δει κάτι άλλο. Πολλά τα ίσως. Σας είπα. Είναι που ακούω τα φτερά της πεταλούδας σαν πετάει. Βαρύ φορτίο να έχεις οξύτατη ακοή. Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε να κλείσεις τ’ αυτιά σου. Σε κυνηγά ο ήχος κι η αλήθεια του.
Τόσα χρόνια στο ίδιο πόστο. Οι άνθρωποι με τα λευκά καφτάνια πάνε κι έρχονται. Διαφορετικοί. Ίδιοι. Παρόμοιοι. Ολόιδιοι. Συνήθισα κι εγώ. Δεν τους ζηλεύω πια. Γελάνε διαρκώς. Δεν γελώ συχνά. Όταν γελάσω θα είναι από αλήθεια. Είναι μπαλωμένη η ποδιά μου. Κατεβάζω τα μάτια να μην ακούω τα φτερά. Σερβίρω μόνο.
 «6 και 20 κυρία, το σύνολο».
«Πάρε 10 και κράτα τα ρέστα». Ήταν το φιλί πιο ρόδινο. Μπορεί κάτι να της θύμισε.
«Σας ευχαριστώ».
Ο νεαρός μου έγνεψε αντίο. Την άλλη μέρα έμπαινε στο στούντιο να ηχογραφήσει το καινούριο του σι ντι.
Ο παράδεισος. Ένα όνειρο, σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις μόνο λερώνεσαι κι η πεταλούδα σαν να ξεβάφει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου