Της έρημης ξερολιθιάς μια απόκοσμη κραυγή,
τον μουντό του λήθαργο, δεν τάραξε.
Ήτανε, λέει, καταμεσής σε πέλαγο βαθύ
κι ολόγυρα του κόκαλα λευκά, ξεγυμνωμένα, αρμένιζαν.
«Έλεος», ούρλιαξε η ρυτίδα η βαθιά,
εκεί ανάμεσα στα δυο σμιχτά του φρύδια.
Έφτυσε μια βρισιά.
Η πίκρα στην ψυχή του έγινε αλμύρα.
Και η σκέψη του, που γενναίο τον έκανε να δείχνει,
μεμιάς έμεινε ακυβέρνητη.
«Σχώρα με Θε μου», ψέλλισε κι έκανε να προσευχηθεί.
Μα έλειπε ο Θεός.
Θα ήτανε κρίματα πολλά, μιας άλλης πιο εύκολης ζωής λογαριασμοί,
που έμελε σε τούτη να πληρώσει.
Σήκωσε σιωπηλά από κάτω το κουπί. Το μούτρο του τραχύ.
Μια ανάπλαστη σκιά που έγδερνε τον αέρα
και την πυρκαγιά μες την ψυχή του αποκάλυπτε.
Δεν ήξερε πάρα να σκάβει με δύναμη τη γη, πέτρες να κουβαλά, να σπάει.
Έκλαψε με την καρδιά του εκεί στην άκρη του χρόνου.
Νοστάλγησε τον πατέρα του.
Ήταν μόνος τώρα εκεί. Κι αύριο μόνος θα ήταν.
Έμοιαζε λίγο με λυγμό η ανάσα που του ξέφυγε και ξύπνησε.
Ζεύτηκε σαν το βόδι το υνί.
Έσυρε το κορμί του πάνω από το χώμα.
Δεν ήταν ώρα ακόμα να ξεκουραστεί.
Μήτε καν, ηδονόχαρα όνειρα να του στοιχειώσουν τις πικρές του αποδράσεις.
Απόλωλεν η ελπίς. Κι έμεινε η ζωή να απαιτεί τα ναύλα.
Ρένα Γέρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου