Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

«ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ» Της ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

 

Μέσα στις «Χρονικές Δευτερεύουσες» η Ειρήνη Γεροντάρα, βρίσκεται σε ένα αδιάκοπο, κρυφό κυνηγητό με τον χρόνο. Από την εποχή της προετοιμασίας για τα πρώτα πετάγματα της, στα χρόνια της εφηβείας, μέχρι και σήμερα, στα τωρινά ώριμα χρόνια. Με υπαρξιακά ερωτηματικά για την συνέχεια της ζωής. Κυρίως όμως για το αναπόφευκτο τέλος της.

Από το πρώτο ποίημα της συλλογής θα μοσχοβολήσουν τα παιδικά της χρόνια. Η τρυφερή ανάμνηση των παιδικών χρόνων με τις θαλασσοδαρμένες βάρκες, τον νοτισμένο βασιλικό, την μυρωδιά των εσπερινών και της ταπεινοφροσύνης, το αλέρωτο καλό φουστάνι, πιστή στην προσταγή της μάνας της.

Από τότε αρχίζει η προετοιμασία. Προετοιμασία για τα αναπάντεχα μελλούμενα της ζωής. Θα μας μιλήσει για τα φθινοπωρινά δάκρυα με τα οποία προσπαθούσε να μαλακώσει τους κρύους χειμώνες. Ήθελε να διώξει τον φόβο για εκείνες τις άδειες ψυχές που θα συναντούσε στην ζωή της.

Είναι στην φύση μας, «Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό», όπως έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης. Μέσα στο χρόνο που δεν σταματά, η ποιήτρια γύρευε την Άνοιξη για να ευωδιάσει τον κόσμο της. Μα αυτή η Άνοιξη αργοπορούσε. Και κάποτε πέρασε έξω από την πόρτα της χωρίς να σταματήσει.

Θα γράψει : «Τι τα θες, όλα στην ώρα τους οφείλουν να γίνονται αλλιώς τελειώνουν σύντομα προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.»

Δεν ήξερε ότι η διάψευση των προσδοκιών είναι η αναπόφευκτη μοίρα της ύπαρξης μας. Και όπως έχει ειπωθεί θα πρέπει: «Να σελώνεις τα όνειρα σου πριν τα καβαλήσεις».

Αγωνιά για τον χρόνο. Ο χρόνος βαδίζει σταθερός και αμείλικτος. Όσο περνά το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά το σώμα ασθενεί. Μόνο η καρδιά ακολουθεί το ρυθμό του χρόνου, όλα τα άλλα υποτάσσονται στο αναπόφευκτο με τα χέρια ψηλά.

Θα μας πει : «Μα ήταν του χρόνου τα δάκρυα που πόνεσαν πιότερο απ’ αυτά της καρδιάς. Σαν εκείνος τελείωνε, αυτή ακμαία, αγέρωχη πορευόταν ξέφρενη σ’ ονειρικούς παφλασμούς μ’ ένα σώμα αδύναμο ν’ ακλουθεί».

2.

Ο Έρωτας είναι διάχυτος στα ποιήματα της Ειρήνης. Όμως δεν είναι ύμνοι στολισμένοι με τα συνήθη αστραφτερά κι αθώα τιμαλφή. Θυμάται έντονα τον παιδικό έρωτα. Την ιερή στιγμή, όπου όλοι και όλα μυρίζουν φρεσκοστυμμένο λεμόνι. Θυμάται το γαλάζιο βλέμμα του αγοριού, να σκαρώνει σκαριά για να ταξιδέψουν σε όνειρα νιότης. Μα τα χάδια είναι ανήμπορα για χαρταετούς και μεγάλα πετάγματα

στον ουρανό. Και η ψευδαίσθηση διαλύεται απ’ την αλήθεια. Γιατί όπως θα πει : «Η ζωή πάντα κερδίζει», μα «τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουν».

Είναι η διακύμανση της ερωτικής σχέσης, με τις μεγαλοπρεπείς μικρότητες και την επιστροφή στην πρωτόπλαστη αθωότητα. Την ακούνε να λέει: «Ίσως μια μέρα, αν ορκιστώ στην αγάπη και ν’ αθετήσω τον όρκο μου. Ίσως τότε, εγώ να μην είμαι εντός της ψυχής μου». Όμως ο αληθινός έρωτας δεν γνωρίζει εγωισμούς, φόβους κι άγαρμπες συμπεριφορές. Ο έρωτας είναι η βαθιά συνομιλία και η αφοσίωση. Να διαβάσετε εκείνη την ερωτική συνομιλία στις «Καθημερινές Ασκήσεις». Με το τζιμάνι παιδί που ονειρεύεται την παιδικότητα που χάθηκε και που όμως διαρκώς αναζητά το αυθεντικό και το πρωτόπλαστο: «τότε που ήταν παιδί κι έκοβε νεράντζια και τα πέταγε στους δρόμους τους κατηφορικούς να τα κοιτά να κυλάνε». Τώρα με τα μπλουτζίν, τα φρέντο εσπρέσσο και την πρωινή γκαρσόνα του καφέ, τον κυκλώνει η νοσταλγία. Για εκείνα τα Σαββατόβραδα της προσμονής και της αγκαλιάς : «Να προσμένει τα Σάββατα. Γιατί χωρίς εκείνην μοιάζανε Δευτέρες».

Κάποτε η ποιήτρια σωπαίνει μπροστά στα μελαγχολικά, ερωτικά αδιέξοδα. Όταν στον απολογισμό του έρωτα, νοιώθει να περιτριγυρίζεται από ανολοκλήρωτα «τώρα». Όταν διαπιστώνει ότι ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό. Κι ότι κάθε θυσία απαξιώθηκε μέσα σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές. Τότε θα κατεβάσει το μολύβι και θα παραδεχθεί: «Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία. Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια. Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;»

Απρόβλεπτος κι αδίστακτος και ο χρόνος και ο έρωτας. Το ΠΟΤΕ και το ΠΑΝΤΑ μοιάζουν με ανορθογραφίες της ζωής, συχνά μας ξεφεύγουν εν επιγνώσει μας. Και το βασανιστικό ερώτημα παραμένει : Φεύγει ο έρωτας με τον χρόνο ή ο χρόνος φεύγει μέσα σε έναν διαρκή έρωτα;

3

Κάθε στίχος αποπνέει την αγωνία για την ζωή, την αγωνία για την ύπαρξη μας. Κάνει συχνά τον απολογισμό, για να προσδιορίσει το πρόσημο της πορείας μας. Για να χαράξει καινούρια σημάδια και αν ξεκινήσει από την αρχή, με βήματα βελτιωμένα για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Γράφει η ποιήτρια: «Τα φθινόπωρα της ζωής έρχονται συνήθως σαν μιας αρχαίας τραγωδίας την κάθαρση. Να μεταβαίνεις στον Χειμώνα, άσπιλος, όπως γεννήθηκες. Να κλείνει ο κύκλος». Προσομοιάζει την ζωή με τον κύκλο των εποχών, ώσπου κλείνει ο κύκλος για να παραδοθούμε, Έτσι άσπιλοι και αμόλυντοι να σβήσουμε τον ανερμήνευτο κύκλο της ζωής μας.

Ψάχνει για την καταγωγή και τον τελικό προορισμό. Που και πότε χαράζει. Που και πότε θα βραδιάσει. Όταν φύγει η πλάνη και αντικρίζει το αληθινό πρόσωπο της ζωής, έχει πάρει να βραδιάζει. Κάπου αλλού θα ξημερώσει, ίσως την ίδια πλάνη κουβαλώντας. Μας βεβαιώνει: «Κάπου αλλού θα ξημερώσει σίγουρα. Εδώ, όμως, πήρε να βραδιάζει».

Ωστόσο, ένας ανεξήγητος φόβος την ώθησε να μπάσει την ζωή μέσα σε οδυνηρές παρενθέσεις για να την προστατέψει από τις συναρτήσεις του αγνώστου. «Έκλεισα τη ζωή μου σε παρένθεση από το φόβο μήπως και τη ζήσω» Έτσι λησμόνησε να ζήσει, στερήθηκε εκείνη τη ζωή που προχωράει με θορύβους και ζητωκραυγές. Όμως, μέσα από την εκούσια παρένθεση ξόδεψε την αγάπη που περιείχε. «Να ζεις όπως σ’ αρέσει ακόμα κι από την παρένθεση γιατί ο χρόνος είναι λίγος και τελειώνει».

4

Η μοναξιά είναι θέμα αγαπημένο της ποιήτριας. Ακροβατεί πάνω στις διάφορες εκδοχές της και συχνά οπλίζεται με την απόφαση να την αποτινάξει και να λυτρωθεί. Η ερημιά που είναι συνώνυμη της μοναξιάς, που είναι ταίρι της ένδον ξενιτιάς, που γυροφέρνει εντός μας και δεν μας αφήνει να γευτούμε τις ομορφιές της ζωής και τις άγριες αμαρτίες μας. Θα γράψει: « Πίσω μου τα Χτες, γκρεμός που έχασκε μπροστά του Τώρα πηχτό σκοτάδι. Την μοναξιά μου κοίταξα κατάματα την σφιχταγκάλιασα να μου υποταχθεί».

Η μοναξιά που βαραίνει την ζωή μας, σαν την παλιά περισπωμένη, που έχει το δικό της βάρος όταν σκεπάζει τα φωνήεντα, την απασχολεί αλλά έχει πάρει την απόφαση να την ξεχάσει και να την αποτινάξει από την ψυχή της. Ποτέ δεν θα υποκύψει στη θέα της σκονισμένης βαλίτσας, όπου αποθήκευσε οριστικά τις μοναξιές που την συνέθλιψαν, Όπως θα γράψει η ποιήτρια: «Κάθε φθινόπωρο είναι μια άνοιξη που προσμένει μια αρχή. Ας μείνει για πάντα λησμονημένη αυτή η βαλίτσα».

5 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πρόκειται για μια σπουδαία κι απολαυστική Ποίηση. Πότε μελαγχολική και πότε αποπνέει την απόφαση να συγκρουστεί με τα αδιέξοδα. Με βαθιά αυτογνωσία, με διακριτικό φιλοσοφικό στοχασμό, με προεκτάσεις που δείχνουν ότι δεν θητεύει μονάχα το ιδιωτικό της όραμα αλλά αφορά όλους μας. Και κάνοντας χρήση δικών της εκφράσεων, θα πω ότι οι στίχοι της υπενθυμίζουν «τις καταβολές και τον προορισμό μας», οι στίχοι της «ραίνουν τα σκοτάδια μας» και «χελιδονιάζουν την ψυχή μας».

Ο Πλάστης έπλασε αμέτρητους μοναχικούς πλανήτες στο μέγα στερέωμα. Ανάμεσα τους όμως, έβαλε κι έναν ήλιο γεμάτο φως.

Η Ποίηση και ο πλάστης-ποιητής έχουν μια ανά πάσα στιγμή εξελισσόμενη σχέση. Ο ποιητής θα πλάσει πολλά ποιήματα-πλανήτες. Κάποια ώριμη όμως στιγμή ανάμεσα τους θα βάλει και τα ποιήματα-ήλιος, έτσι ώστε αυτά να χωρέσουν μέσα στην ζωή των άλλων.

Η Ειρήνη Γεροντάρα με τις «Χρονικές Δευτερεύουσες» έχει ήδη προχωρήσει πολύ και πλάθει τον δικό της ήλιο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

Ο Δημήτρης Φαφούτης γεννήθηκε στην Μενδενίτσα Λαμίας. Είναι Χημικός Μηχανικός κι εργάστηκε επί 35 χρόνια στο εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια (Παραλία Διστόμου) στην Βοιωτία.

Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές , ένα βιβλίο δοκιμίων και μια μελέτη για το Νικηφόρο Βρεττάκο.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου