Ο δόκτωρ Νικόλαος
Αργυρός, διευθυντής του Παγκόσμιου Φόρουμ Υγείας, σηκώθηκε αργά εκείνο το πρωί
από το κρεβάτι του. Ήταν τα γενέθλια του και η σύζυγος του είχε οργανώσει, όπως
κάθε χρόνο, το ετήσιο πάρτι προς τιμήν του. Φέτος θα έκλεινε τα 127. Ήταν πολύ ικανοποιημένος
με τα επιτεύγματα του. Είχε γεννηθεί έναν και κάτι αιώνα πριν. Στην ζωή του
είχε γίνει μάρτυρας κοσμοϊστορικών γεγονότων και αλλαγών. Σε πολλά από αυτά
είχε ο ίδιος πρωταγωνιστήσει. Συνεπώς είχε κάθε λόγο να γιορτάζει αφού ακόμα
ζούσε και διέπρεπε στον τομέα που είχε σπουδάσει κι εξελίξει.
Ο δόκτωρ Αργυρός, δεν
ήταν απλά ένα μεγάλο στέλεχος του Φόρουμ Υγείας, του μεγαλύτερου κυβερνητικού
οργανισμού στον κόσμο. Ήταν ο ιδρυτής και ο ιθύνων νους πίσω από την επιστήμη
της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους. Οι μελέτες του στρέφονταν γύρω από την
επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής αλλά και της αναπαραγωγής σε προχωρημένη ηλικία. Ο κόσμος γύρω του είχε
αλλάξει ριζικά και κύριος υπεύθυνος ήταν εκείνος και οι συνεργάτες του. Βέβαια,
η ποιότητα ζωής είχε προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που είχαν προκύψει μετά
από την μεγάλη Πανδημία του κορονωιού, που είχε ξεσπάσει το 2019. Τότε ακριβώς,
ήταν που είχε αρχίσει να καταρρέει με γρήγορους ρυθμούς και το φυσικό
περιβάλλον του πλανήτη, ύστερα από την ασύστολη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Ήταν οι μελέτες και η
έρευνα του δόκτορος, που είχαν φέρει εκπληκτικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση
της Πανδημίας και της ασφαλούς διατήρησης του ανθρώπινου είδους. Όλοι οι
μεγαλύτεροι σε ηλικία κάτοικοι του πλανήτη είχαν σωθεί χάρις στο εμβόλιο του.
Δυστυχώς οι νεώτεροι δεν ανταποκρίθηκαν θετικά στην ανακάλυψη του με αποτέλεσμα
να έχουν όλοι εξαφανισθεί. Την ημέρα των γενεθλίων του, στις 11 Ιανουαρίου 2137
ο παγκόσμιος πληθυσμός της Γης, αριθμούσε γύρω στα 80 εκατομμύρια υπερήλικες,
οι οποίοι ζούσαν συγκεντρωμένοι σε ότι
είχε απομείνει από τις πάλαι ποτέ πέντε ηπείρους, στον υδάτινο πλέον πλανήτη. Μετά
τις αλυσιδωτές εκρήξεις των ηφαιστείων της Νισύρου, της Σαντορίνης, της Αίτνας,
του όρους της Αγίας Ελένης και όλων των μεγάλων ηφαιστείων του Ειρηνικού
Ωκεανού, οι κατοικημένες και κατοικήσιμες εκτάσεις του πλανήτη είχαν
συρρικνωθεί σημαντικά. Το ανθρώπινο είδος είχε δώσει μια σημαντική μάχη αλλά
δεν τα κατάφερε.
Οι επιβιώσαντες ζούσαν
συγκεντρωμένοι, σε 7 τεράστιες πόλεις-θερμοκήπια στα υψηλότερα σημεία του
εδάφους κι έτσι επιβίωναν. Η τεχνολογία για την διατήρηση της ζωής, είχε
βασιστεί στις έρευνες του κορυφαίου Έλληνα γενετιστή, επιδημιολόγου και
ανθρωπολόγου, δόκτορος Αργυρού. Όλοι στο πρόσωπο του αναγνώριζαν τον σωτήρα
τους. Δυστυχώς είχαν χάσει τα παιδιά τους και η ζωή, όσο κι αν είχε
επιμηκυνθεί, κάποια στιγμή θα έπαυε. Όδευαν αργά αλλά σταθερά προς την
εξαφάνιση. Οι έρευνες τώρα επικεντρώνονταν στην αναπαραγωγή του είδους με
τρόπους τεχνητούς. Ακόμα δεν είχαν όμως καταφέρει να κάμψουν την αντίσταση της
φύσης. Τα πειράματα αποτύγχαναν το ένα μετά το άλλο. Ως ώρας είχαν καταφέρει να
δημιουργήσουν κλώνους που ενισχυμένοι με τεχνητή νοημοσύνη και επίσης τεχνητά
μέλη του σώματος, δεν έμοιαζαν σε τίποτα με ανθρώπους. Τους χρησιμοποιούσαν ως
εργάτες, στρατιώτες ή υπηρέτες, ανάλογα με τις ανάγκες τους.
Οι τεράστιες
πόλεις-θερμοκήπια με μεγαλύτερη το Παρίσι, είχαν όλες σημαιοστολιστεί για τον
εορτασμό των γενεθλίων του ιδρυτή και σωτήρα τους. Τα μεγάφωνα δονούνταν από τις
μελωδίες των επιτυχιών του 1970, 1980 και 1990, τότε που οι περισσότεροι
κάτοικοι είχαν περάσει την εφηβεία και τα νεανικά τους χρόνια. Αν κάποιος
κοιτούσε γύρω του προσεκτικά θα έμοιαζε πως ο χρόνος είχε παγώσει στο τότε.
Ακόμα και η μόδα στα ρούχα και στα κοσμήματα αλλά και στα χτενίσματα, ήταν
επηρεασμένη από αυτές τις δεκαετίες. Οι υπερήλικες ζούσαν με τους ρυθμούς
αυτούς κι αν και όλοι ήταν πάνω από 100 ετών, η εμφάνιση τους σε τίποτα δεν
μαρτυρούσε την αληθινή ηλικία τους. Σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος στην
επιδερμίδα τους. Εξωτερικά η ηλικία τους ήταν απλά ακαθόριστη. Με δέρμα
τεντωμένο και λαμπερό χωρίς ρυτίδες ή κηλίδες θύμιζαν πλαστικές κούκλες παρά
ανθρώπινα όντα. Η όραση και τα άλλα όργανα, λειτουργούσαν υποβοηθούμενα με
σωστή φαρμακευτική αγωγή και πολλά χημικά σκευάσματα. Γενετικά η γήρανση είχε
σταματήσει και ζούσαν διατηρώντας την ύπαρξη και βελτιώνοντας την εμφάνιση τους
με πλαστικές επεμβάσεις.
Σε αυτές τις δύσκολες
συνθήκες ζωής, ήταν επόμενο να υπάρχει τεράστια αυστηρότητα. Τα απαιτούμενα
μέτρα συντήρησης της ζωής, ήταν σκληρά και δεν άφηναν περιθώριο για πολλές
ελευθερίες. Ο αέρας έξω από την πόλη ήταν τοξικός και όποιος προσπαθούσε να
βγει, κατάφερνε να φτάσει μόνο μέχρι την τάφρο που περιτριγύριζε τις πόλεις,
προτού πνιγεί από τα αέρια. Είχε θεωρηθεί απαραίτητη η κήρυξη της νέας
μοναρχικής δημοκρατίας. Αυτή η νέα τάξη πολιτικής ελίτ, είχε επιβάλει την
παρουσία της και κυβερνούσε όλες τις πόλεις μέσα από το Παγκόσμιο Φόρουμ
Υγείας. Οι ιθύνοντες ήταν επιστήμονες και η αρχηγική ηγετική μορφή ήταν ο ίδιος
ο Δόκτωρ Αργυρός. Σε κάθε πόλη-θερμοκήπιο, είχε οριστεί ένα επιστημονικό
συμβούλιο που καθόριζε τον τρόπο ζωής και την καθημερινότητα. Πέρα από τους
κλώνους, κανείς δεν υπήρχε να καλλιεργήσει την γη και κυρίως τρέφονταν με
χημικά τρόφιμα. Λόγω έλλειψης νέων ανθρώπων καινοτομία και πρωτοπορία δεν
υπήρχε. Είχαν όλα στεγνώσει. Το μοντέλο διαβίωσης δεν ήταν συντηρητικό παρ’ όλα
αυτά. Αστυνομία δεν υπήρχε καθώς δεν υπήρχε έγκλημα. Ο νέος κόσμος ήταν
κομμένος και ραμμένος στα μέτρα όσων είχαν επιβιώσει.
Υπήρχαν, όμως, άσχημες
φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους πιο νέους από τους επιζήσαντες. Ψιθύριζαν
πως ο δόκτορας και η ομάδα του είχαν βίαια εξαλείψει τις φωνές διαμαρτυρίας των
νεότερων. Η απειθαρχία τους είχε παταχθεί εξαρχής. Χαμηλόφωνα διέδιδαν πως ενώ
είχε βρεθεί θεραπεία για τον ιό στους νεώτερους, είχε μείνει κρυφή η έρευνα και
τελικά καταστράφηκε, όταν οι νέοι είχαν αντισταθεί στην δημιουργία της νέας
τάξης πραγμάτων. Πολλοί μιλούσαν για αιματηρά επεισόδια και αιματηρές τιμωρίες
για όσους δεν συμφωνούσαν. Κάθε αντίσταση και κάθε επαναστατική κραυγή είχε
καταπνιγεί. Οι γηραιοί δεν δέχονταν με τίποτα να χάσουν τα ηνία. Φήμες που όλο
κι ελαττώνονταν, έκαναν λόγο για ένα στρατό κλώνων που είχε εξολοθρεύσει κάθε
νεανικό θύλακα αντίστασης μέσα στις πόλεις – θερμοκήπια. Καθώς ο χρόνος
περνούσε και κάθε απόδειξη διαγραφόταν από την συλλογική μνήμη των ανθρώπων, οι
γηραιοί εδραίωναν την εξουσία τους. Έτσι, σήμερα, στις 11 Ιανουαρίου του
σωτήριου έτους 2137, στα γενέθλια του ηγέτη και σωτήρα τους, όλοι είχαν ένα
λόγο να γιορτάζουν, έχοντας διαγράψει εντελώς από την μνήμη τους τις απώλειες
παιδιών και συγγενών κι έχοντας κρατήσει την πολύτιμη επιβίωση τους στην
πλαστική συσκευασία της συντήρησης όπου και διαβίωναν.
Εκείνη την Κυριακή ο
Κώστας ξύπνησε από την έντονη ακτινοβολία του ήλιου. Ζούσε σε μια μικρή
παραγκούπολη κρυμμένη στην παχιά βλάστηση του Παρνασσού. Μαζί του υπήρχαν και
είκοσι περίπου οικογένειες Ελλήνων που είχαν μείνει εκτός των
πόλεων-θερμοκηπίων και ζούσαν σαν αγρίμια, κρυμμένοι στις σπηλιές του όρους,
εκεί που στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής του 1940, οι κάτοικοι της
Αράχοβας έκρυβαν τα μικρά παιδιά για να μην τα βρουν οι Γερμανοί και τα
σκοτώσουν.
Ο Κώστας σηκώθηκε από
το πρόχειρο κρεβάτι του και τεντώθηκε νωχελικά. Το μάτι του έπεσε, όπως κάθε
πρωί στην σκουριασμένη και μισοκατεστραμμένη διαφημιστική πινακίδα, απέναντι
από το στρογγυλό παράθυρο του. Χρόνια πολλά πριν, από εκεί περνούσε ο
αυτοκινητόδρομος που οδηγούσε στους Δελφούς. Τώρα δεν είχε μείνει παρά πυκνή
βλάστηση και τα κατεστραμμένα ίχνη της ανθρώπινης παρέμβασης. Ότι ανθρώπινο
είχε καταστραφεί και η θάλασσα έφτανε μέχρι το μαντείο των Δελφών έχοντας πνίξει τα πάντα.
Η πινακίδα διαφήμιζε το
τελευταίο βιβλίο του διάσημου συγγραφέα της δεκαετίας του 2020, Κλωντ Μορρίς.
Ότι είχε απομείνει από τον τίτλο του βιβλίου έγραφε: «Ζήσε την στιγμή» και
παρότρυνε τους περαστικούς αλλά και τον Κώστα με τους γείτονες του να
επιμένουν. Βέβαια οι στιγμές του Μορρίς και οι στιγμές του Κώστα είχαν μεγάλη
διαφορά. Παρ’ όλα αυτά ήταν μια όμορφη συμβουλή.
Γενικά οι λιγοστοί
Έλληνες που κατοικούσαν στις σπηλιές και στις παράγκες του Παρνασσού, είχαν
διατηρήσει τις κτηνοτροφικές συνήθειες των προγόνων τους. Στα εναπομείναντα όρη
της Ελλάδας, ο χρόνος είχε μείνει στάσιμος. Από την κλασσική αρχαιότητα του
Περικλή μέχρι το σκοτεινά μοναχικό 2137 όλα γίνονταν με τον ίδιο τρόπο. Οι
τρομερές πόλεις θερμοκήπια είχαν φτάσει στ’ αυτιά των κατοίκων. Παλιότερα μια
ομάδα είχε ξεκινήσει να πάει σε μια από αυτές. Συγκεκριμένα είχαν αποπειραθεί να
φτάσουν στο Παρίσι που τώρα πια βρισκόταν κοντά στην οροσειρά των Άλπεων καθότι
όλα τριγύρω είχαν πλημυρίσει. Είχαν κατορθώσει να φτάσουν στο άντρο των
ηλικιωμένων, πιστεύοντας πως θα γίνονταν δεκτοί με χαρά από τον διάσημο
συμπατριώτη τους γιατρό που είχε σώσει την ανθρωπότητα.
Αρχικά όλα έδειχναν
θετικά. Αφού τους έβαλαν σε σαρανταήμερη καραντίνα, οι κάτοικοι της πρωτεύουσας
τους τακτοποίησαν σε μια άκρη της πόλης τους. Θα περίμενε κανείς πως οι
λιγοστοί πιονιέροι τριαντάρηδες που είχαν καταφέρει να έρθουν στο Παρίσι θα
γίνονταν θέμα συζήτησης κι όλοι θα ήθελαν να βγουν να ψάξουν και για άλλους
νέους. Γρήγορα η ελπίδα διαψεύστηκε. Το συμβούλιο τους έκρυψε καλά σε έναν
σκοτεινό συνοικισμό και γρήγορα κανείς δεν μιλούσε για αυτούς. Δεν μπορούσαν να
βγούνε στους δρόμους με τους άλλους κατοίκους. Ούτε τους επιτρεπόταν να
εγκαταλείψουν τα όρια της γειτονιάς τους. Όποιος είχε τολμήσει να βγει είχε
πέσει σε θανατηφόρα παγίδα. Εγκλωβισμένοι εκεί έγιναν αντικείμενα πειραμάτων
και δοκιμών. Γρήγορα κατάλαβαν πως δεν ήταν καθόλου ευπρόσδεκτοι και θέλησαν να
απελευθερωθούν. Ο στρατός των κλώνων έπαιξε τον ρόλο του ως άρμοζε σε στρατό
και αφού τους έκλεισαν σε εργαστήρια για να τους γονιμοποιήσουν και να σώσουν
το είδος τους άρχισαν τα πειράματα. Τα παιδιά που δημιουργήθηκαν είχαν
γενετικές ανωμαλίες και πέθαιναν νωρίς. Σε λίγο καιρό δεν έμεινε κανένας από
την αρχική ομάδα που είχε φτάσει στο Παρίσι και θέλησε να ζήσει εκεί.
Νιώθοντας να απειλείται
η θέση και η κατάσταση ζωής που είχε δημιουργήσει ο δόκτωρ Νικόλαος Αργυρός
αποφάσισε πως η παλιά ρήση «τόπο στα νιάτα» ήταν απαράδεκτη. Με συνοπτικές
διαδικασίες αποφάσισε να συλλάβει και να θανατώσει όσους ζούσαν εκτός των
τειχών και είχαν καταφέρει αν επιβιώσουν χωρίς την αρωγή του. Στρατοί από κλώνους ξεχύθηκαν σε κάθε γωνιά
του πλανήτη, προσπαθώντας να ξετρυπώσουν τους επιζώντες. Τα νέα έφταναν αργά
στους οικισμούς που ζούσαν χωρίς ηλεκτρισμό και τεχνολογία. Μα έφταναν με την
μορφή προφορικού λόγου και εξιστορήσεων των τραγικών συμβάντων. Πολλοί θύλακες
είχαν ανακαλυφθεί και οι κάτοικοι τους είχαν θανατωθεί βίαια από τους κλώνους. Σε
πολλά μέρη η θάλασσα είχε βαφτεί κόκκινη από το αίμα των νεκρών νέων. Ο
Παρνασσός είχε μείνει κρυφός προς το παρόν.Ο Κώστας και οι συμπατριώτες του
κατάφερναν να ξεγελάνε τους κλώνους τόσο καιρό τώρα.
Εκείνη την Κυριακή του
2137, μπήκε απότομα μέσα στο δωμάτιο του ο φύλακας Λάιος μεταφέροντας μήνυμα
από τον οικισμό του Σουλίου. Οι νέοι που ζούσαν στο παλιό μοναστήρι στην ρίζα
του ιστορικού βράχου είχαν πάρει μια απόφαση. Αντίσταση οργανωνόταν από Έλληνες
και Βαλκάνιους επιζώντες. Είχαν μαζέψει έναν μικρό στρατό που αποφάσισε
επιτεθεί στο αποστειρωμένο κατεστημένο των ηλικιωμένων. Νέοι επαναστάτες από τα
Ουράλια, τον Καύκασο και το Αραράτ ξεκινούσαν από τα όρη τους να καταλάβουν τις
πόλεις. Δεν θα επέτρεπαν άλλο στους κλώνους να επιτίθενται και να τους
αποδεκατίζουν. Είχε φτάσει η ώρα να αντισταθούν. Η σπίθα της ζωής και της
δημιουργίας έπρεπε να επιζήσει. Τα σαθρά, πολυκαιρισμένα απομεινάρια έπρεπε να
εκλείψουν πια. Η ανθρωπότητα ζητούσε να επιβιώσει. Ο αποκλεισμός και η
καταπίεση και η απαξίωση και ο όλεθρος που σκορπούσε το κατεστημένο των
ηλικιωμένων, έπρεπε να εξαφανιστούν. Η ώρα της Επανάστασης είχε φτάσει. Σήμερα
ήταν η μέρα να οργανωθεί και να εκτελεστεί η δολοφονία του δικτάτορα ηγέτη των
κλώνων. Πρώτα θα τον σκότωναν κι έπειτα θα έπαιρναν πίσω την ζωή που τους
στέρησε. Την τεχνογνωσία και την ευημερία που δικαιωματικά τους ανήκαν.
Γιατί οι νέοι ήταν η
ελπίδα της γης. Η διαιώνιση του είδους και η νίκη εναντίον του παρελθόντος. Με
τα αρχαία όπλα τους και την σπίθα της ζωής αλλά και την εξυπνάδα και την
ικανότητα να επιβιώνουν και να παλεύουν με αντιξοότητες ξεκίνησαν να επιτεθούν
στις πόλεις-θερμοκήπια. Εκεί που κάποτε διατηρήθηκε η στρεβλή νοοτροπία πως ο
άνθρωπος είναι το κυρίαρχο ον του πλανήτη κι αν ήθελε του επιτρεπόταν να τον
καταστρέψει μαζί με τα ίδια τα παιδιά του, προκειμένου να ζήσει εκείνος όπως κι
αν ήταν. Η ανθρωπότητα άξιζε μια καλύτερη τύχη. Η νέοι είχαν την απόφαση και
ξεκίνησαν να διεκδικήσουν την ζωή τους πίσω.
Η ομάδα του Παρνασσού
και του Σουλίου ενώθηκαν λίγο έξω από τα παλιά σύνορα της Ιταλίας με την
Αυστρία. Είχαν σχεδόν φτάσει έξω από τα όρια του θερμοκηπίου. Μέσα στον θόλο
μπορούσαν να διακρίνουν λουλούδια και χρώματα απίστευτα. Μοντέρνα, λαμπερά και
γυάλινα κτίρια και δρόμοι πολλών λωρίδων χωρίς οχήματα να τους διασχίζουν,
φαίνονταν από όπου κι αν κοίταζες. Η ευημερία και η ξεγνοιασιά ήταν έκδηλα
στοιχεία της ζωής των κατοίκων του θερμοκηπίου. Ο Κώστας ένιωσε ένα τσίμπημα
στην καρδιά. Ένιωσε απίστευτα αδικημένος και λεηλατημένος από όσα του
αναλογούσαν στην ζωή. Θυμόταν την μητέρα και τον πατέρα του που τον μεγάλωναν
με τα στοιχειώδη, χωρίς ανέσεις κι ευκολίες. Αναλογιζόταν όλες τις στιγμές που
οι γονείς του καταβεβλημένοι από τον καθημερινό κάματο της επιβίωσης δάκρυζαν
νικημένοι λίγο πριν την «Καληνύχτα» και το γλυκό φιλί στα δυο τους παιδιά. Αυτό
τον θύμωνε και τον πείσμωνε περισσότερο. Εκείνοι είχαν στερηθεί τα πάντα και
ζούσαν σαν αγρίμια, κυνηγημένοι ενώ βλέποντας την ευμάρεια που επικρατούσε μέσα
στην πόλη θερμοκήπιο, ο Κώστας καταλάβαινε πως υπήρχε άπλετος χώρος και για
όλους όσους ζούσαν εκτός των τειχών. Αν υπήρχε καλή θέληση όλοι χωρούσαν να
συμβιώσουν. Η ζωή έξω από τα θερμοκήπια ήταν δύσκολη αλλά υπήρχε. Οι κάτοικοι
των πόλεων αγνοούσαν την ύπαρξη των νέων εκτός των τειχών. Μόνο ο ηγέτης τους γνώριζε. Με εγκληματική
δράση εναντίον του μέλλοντος της ανθρωπότητας, ο «σωτήρας» της είχε αποφασίσει
να υπερασπιστεί το έργο του και να θανατώσει την φυσική εξέλιξη του είδους του.
Ο Κώστας στεκόταν έξω
από την τάφρο. Η βασική δυσκολία του εγχειρήματος των νέων ήταν να περάσουν από
τα τοξικά αέρια που ψέκαζαν κάθε εισβολέα. Οι κλώνοι στέκονταν παρατεταγμένοι
σε τρεις σειρές ακριβώς έξω από την μεγάλη τάφρο. Αν κατάφερνες να περάσεις
μέσα από την δηλητηριώδη ατμόσφαιρα της τάφρου σε περίμεναν πάνοπλοι, μηχανικοί
στρατιώτες με τα δάχτυλα στην σκανδάλη. Τα όπλα των νέων ήταν πρωτόγονα μπροστά
στα εξελιγμένα τεχνολογικά αυτόματα όπλα των κλώνων. Ο Κώστας σκεφτόταν έντονα
κρυμμένος πίσω από τις συστάδες της πυκνής βλάστησης που περιτριγύριζε την
πόλη. Εδώ χρειαζόταν ένας καινούριος «Δούρειος Ίππος» να αποπροσανατολίσει τους
κλώνους και την προσοχή τους, ώστε να μπουν οι νέοι στην πόλη. Η τύχη του
χαμογέλασε στο πρόσωπο του πρεσβευτή του Τόκιο που έφτανε εκείνη την ώρα με την
πολυπληθή συνοδεία του, επίσημος
προσκεκλημένος του δόκτορος Αργυρού για τον εορτασμό των γενεθλίων του. Με
τόλμη κι αποφασιστικότητα οι νέοι του Παρνασσού και του Σουλίου κατέλαβαν τα
οχήματα της συνοδείας και κρύφτηκαν ανάμεσα στους ανθρώπους του πρεσβευτή. Έτσι
πέρασαν την δηλητηριώδη τάφρο και μπήκαν στην πόλη.
Οι εορτασμοί είχαν
ξεκινήσει και οι νέοι επαναστάτες κοιτούσαν τριγύρω με δέος για την ομορφιά και
την υπεροχή της αναπτυγμένης πόλης. Η πολυτέλεια και τα τεχνολογικά επιτεύγματα
φάνταζαν απίστευτα στα μάτια των νέων. Στο βάθος του δρόμου εκεί που άνοιγε σε
μια καταπράσινη πλατεία είχε στηθεί η εξέδρα με τα μπαλόνια και τα σημαιάκια
για την μεγάλη γιορτή. Κι εκεί πάνω στο τεράστιο βάθρο στεκόταν ο ίδιος ο
Δόκτορας Νικόλαος Αργυρός, υπέρλαμπρος και καλοντυμένος, έτοιμος να σβήσει τα
κεριά της τριώροφης τούρτας του. Ακριβώς
εκείνη την στιγμή που τα μεγάφωνα έπαιζαν δυνατά την επιτυχία “I will survive” οι νέοι πέταξαν από
πάνω τους τα χρυσά ρούχα των Ιαπώνων κι εμφανίστηκαν στην μέση της πλατείας
οπλισμένοι με λίγες σφεντόνες και δόρατα ντυμένοι όπως οι αρχαίοι Έλληνες
πρόγονοι. Με δυνατή φωνή όλοι μαζί κραύγασαν: «Παρνασσός». Οι συνδαιτυμόνες και
όλοι οι καλεσμένοι απομακρύνθηκαν και σταμάτησαν να μιλάνε και να γελούν. Τους
κοιτούσαν με περιέργεια και απορία. Δεν είχαν ξαναδεί νέους ανθρώπους πιο πριν.
Ο δικτάτορας γούρλωσε τα μάτια του χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε μπροστά
του. Έκανε να καλέσει τους κλώνους αλλά δεν μπορούσε. Θα έπρεπε να πυροβολήσει
και τους υπόλοιπους συνομηλίκους του.
Ο κόσμος περιτριγύρισε
τους νέους και λαμπερά χαμόγελα φώτισαν τα πρόσωπα τους. Η ελπίδα για την νέα ζωή ζωγραφίστηκε στα μάτια τους. Ο
καθένας τους έβλεπε τα παιδιά που είχε χάσει στα πρόσωπα των νέων τούτων
ανθρώπων. Οι γυναίκες έτρεξαν να τους αγκαλιάσουν. Δάκρυα χαράς κι ευτυχίας
πλημύρισαν τα γέρικα στήθη. Ο δόκτωρ Αργυρός δεν μπορούσε πια να κρύψει την
αλήθεια από τον λαό του. Οι στενοί συνεργάτες του που γνώριζαν την αλήθεια
έσπευσαν να κρυφτούν. Τώρα στεκόταν απόλυτα μόνος του απέναντι από τους
«επαναστάτες». Η φρουρά των κλώνων έκανε τις απαραίτητες κινήσεις και κύκλωσε
τον θύλακα των νέων. Μα η ίδια η σύζυγος του Αργυρού με δάκρυα στα μάτια
κατέβηκε από το βάθρο και αγκάλιασε τον Κώστα. Στο πρόσωπο του έβλεπε τον
αδικοχαμένο γιο της και τρέμοντας από θυμό και απογοήτευση, στάθηκε απέναντι
από τον κραταιό σύζυγο της και του είπε: «Γνώριζες λοιπόν; Και τι έκανες τόσο
καιρό για τα παιδιά τούτα;» Ο Αργυρός έμοιαζε κέρινος τώρα. Η έκφραση του
προσώπου της γυναίκας του ήταν ότι χειρότερο για εκείνον. Η καρδιά του
σταμάτησε να χτυπά και σωριάστηκε στο έδαφος. Κανείς δεν έτρεξε κοντά του. Οι
νέοι είχαν νικήσει χωρίς καν να χρειαστεί να χυθεί σταγόνα αίμα. Η αλήθεια είχε
βρει τον δρόμο να λάμψει. Μια καινούρια ζωή άρχισε να δείχνει πως ήταν δυνατό
να δημιουργηθεί. Με δικαιοσύνη και ισονομία και με σεβασμό στον Άνθρωπο και
στην Φύση. Η καινούρια μέρα για την ανθρωπότητα είχε ανατείλει στις 11
Ιανουαρίου 2137 την ημέρα των γενεθλίων του σωτήρα αλλά και δυνάστη του
ανθρώπινου είδους.Ρ.Γ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου