Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΓΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΑΓΩΝΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυλιόμενες Σκάλες
Οι μέρες μας,
μοιάζουν σκαλιά από σκάλες κυλιόμενες.
Η μια την άλλη διαρκώς καταπίνουν
και χάνονται.
Μια μάταιη ανάβαση
μέχρι ένα τυχαίο σημείο.
Σκαλιά νέα, το ένα το άλλο διαδέχονται
ευπροσήγορα, ελπιδοφόρα.
Διαρκώς διαψεύδονται στις κορυφές σαν αγγίζουν.
Και πάνω τους τόσοι οι τυχαίοι
περαστικοί
νωχελικά και ανέξοδα ακουμπάνε
ν' ανέβουν στον όροφο.
Ούτε καν τα κοιτάνε.
Σκοπός το "κάπου" που έφτασαν
αγχωμένοι την συναλλαγή να επιτελέσουν.
Σπέρμα κι ιδρώτα αντί για χρήμα
συναλλάσσονται' αλόγιστα.
Κι οι σκάλες διαρκώς ν' ανεβαίνουν.
Αδηφάγες. Σαν να μην σταματούν
πουθενά δεν πηγαίνουν.
Κι εγώ
πεζή, πασχίζω
ν' ανέβω και
το κορμί καταπονώ. Αμετανόητη συνεχίζω.
Οι μέρες σαν σκάλες κυλιόμενες
για όλους θα χαθούν εκεί κάπου στο τέλος.
Με αίμα κι ίδρωτα τις πλήρωσα και σήμερα.
~Ρένα Γέρου~ 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Με μια χάρτινη βαρκούλα

Τα ταξίδια με χάρτινες βαρκούλες στους ωκεανούς, είναι συναρπαστικά όσο κι επικίνδυνα.
Θέλει σθένος, τόλμη και μπόλικη τρέλα μιας και το χαρτί σαν υλικό δεν τα πάει καλά με το νερό.
Μα εδώ σε θέλω καπετάνιο μου. Να έχεις, λέει, την ναυτοσύνη να διανύεις μίλια ολάκερα, θαλασσινά με την χάρτινη βαρκούλα σου. Να σε κοιτάζουν τα σιδερένια και τα ξύλινα σκαριά και να γελάνε στην αρχή. Έπειτα, όμως, να απορούν με εσένα και την προσπάθεια σου.

Το χαρτί. Αυτό το τιποτένιο χαρτί, να αναδεικνύεται πιο ικανό απ' όλα τα άλλα υλικά. Και το σκαρί από το ροζ επιστολόχαρτο, να βγαίνει στις Ιθάκες των ωκεανών και να τις προσπερνά. Γιατί τι είναι δα, οι Ιθάκες παρά απλές στεριές. Κι εμάς εδώ δεν μας μέλλουν οι στεριές παρά τα ταξίδια. Εμείς εδώ, δεν θέλουμε να αράξουμε, ούτε να ξεμπαρκάρουμε σ' αλαργινά λιμάνια. Αλίμονο, τα έχουμε δει όλα. Ως και την ίδια μυρωδιά έχουν. Μα η θάλασσα. Αχ, αυτή η πλανεύτρα, έχει πάντα μια φρεσκάδα. Μια μοσκοβολιά. Κι ας κουράζεσαι. Κι ας λες να αράξω τώρα, να λασκάρω λιγάκι. Μα μόλις φτάνεις γίνονται όλα μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Και πάλι πίσω να γυρνάς στην αγκαλιά της να κουρνιάσεις. Να σε κανακέψει. Μα και να σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Και δος του πάλι αγώνας για επιβίωση. Και ξανά προσπάθεια κι ανάκαρα ν' αντέξεις μη σε φάνε τα θεριά. 

Τότε ακριβώς είναι που έρχεται κι ο γλάρος στο κατάστρωμα. Σε κοιτά έτσι δα λίγο περιπαιχτικά, λίγο παραξενεμένος. Μόλις κάνεις να τον ακουμπήσεις, ανοίγει τα φτερά του και πετά. όπου θέλει αυτός. Όπου του αρέσει. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα βουνά, τα νερά, τα σκαριά όλα, πατρίδα τα έχει. "Κι εγώ; " λες. "Κι εγώ. Κι ας μην έχω φτερά. Μονάχα αυτή εδώ την χάρτινη βάρκα". 'Τα πάντα πατρίδα".

Θέλει, όμως κουράγιο. Κι εκεί που χάνεις την πίστη, να την ξαναβρίσκεις. Κι εκεί που νικιέσαι, να νικάς. Κι ακόμα. Κι ακόμα. Ως την φθορά την αναπόφευκτη. Ως το τέλος. Αυτό το ίδιο τέλος που είναι για όλους. Και για τα σίδερα και για τα ξύλα και για τα χαρτιά. Κι αφού είναι να έρθει, καλοδεχούμενο. Μα στο μεταξύ, κάνε το ταξίδι σου ζηλεμένο.
Έτσι για την αλητεία.
Έτσι για να το ευχαριστηθείς.
Γιατί το θέμα ήταν πάντα το ταξίδι κι όχι οι λογιών λογιών στεριές.
Και στο τέλος γυρνάς πίσω εκεί που ήταν πάντα η πατρίδα σου. Αυτό στο δίνει η θάλασσα για δώρο. Επειδή την σεβάστηκες και την αγάπησες τόσο βαθιά.
Αυτό είναι το δώρο για τους ξεχωριστούς ταξιδευτές. Μήτε για τους συνηθισμένους, μήτε τους ξιπασμένους και τους πολύξερους. Μα για τους διαλεχτούς. Αυτούς που μπόρεσαν να σεβαστούν τα "εν σοφία εποίησας". Κι αφουγκράστηκαν τον παλμό τους. Και γίναν ένα μαζί τους.
Τα παιδιά της φύσης.
Τα παιδιά του Θεού. 
Τα παιδιά που θέλησαν να πορευτούν πάνω στις χάρτινες βαρκούλες.

~Ρένα Γέρου~

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Χαμένη Ελπίδα

Της έρημης ξερολιθιάς μια απόκοσμη κραυγή,
τον μουντό του λήθαργο, δεν τάραξε.
Ήτανε, λέει, καταμεσής σε πέλαγο βαθύ
κι ολόγυρα του κόκαλα λευκά, ξεγυμνωμένα, αρμένιζαν.
«Έλεος», ούρλιαξε η ρυτίδα η βαθιά,
εκεί ανάμεσα στα δυο σμιχτά του φρύδια.
Έφτυσε μια βρισιά.
Η πίκρα στην ψυχή του έγινε αλμύρα.
Και η σκέψη του, που γενναίο τον έκανε να δείχνει,
μεμιάς έμεινε ακυβέρνητη.
«Σχώρα με Θε μου», ψέλλισε κι έκανε να προσευχηθεί.
Μα έλειπε ο Θεός.
Θα ήτανε κρίματα πολλά, μιας άλλης πιο εύκολης ζωής λογαριασμοί,
που έμελε σε τούτη να πληρώσει.
Σήκωσε σιωπηλά από κάτω το κουπί. Το μούτρο του τραχύ.
Μια ανάπλαστη σκιά που έγδερνε τον αέρα
και την πυρκαγιά μες την ψυχή του αποκάλυπτε.
Δεν ήξερε πάρα να σκάβει με δύναμη τη γη, πέτρες να κουβαλά, να σπάει.
Έκλαψε με την καρδιά του εκεί στην άκρη του χρόνου.
Νοστάλγησε τον πατέρα του.
Ήταν μόνος τώρα εκεί. Κι αύριο μόνος θα ήταν.
Έμοιαζε λίγο με λυγμό η ανάσα που του ξέφυγε και ξύπνησε.
Ζεύτηκε σαν το βόδι το υνί.
Έσυρε το κορμί του πάνω από το χώμα.
Δεν ήταν ώρα ακόμα να ξεκουραστεί.
Μήτε καν, ηδονόχαρα όνειρα να του στοιχειώσουν τις πικρές του αποδράσεις.
Απόλωλεν η ελπίς. Κι έμεινε η ζωή να απαιτεί τα ναύλα.

Ρένα Γέρου