Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα #ΖΩΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

 Είμαι πια, στο σημείο εκείνο της ζωής

που δεν ρωτώ "γιατί" αλλά μονάχα "πως".
Πως να το διορθώσω, πως να το προσπεράσω.
Είμαι εκεί που και λίγο αγενής να είσαι μαζί μου
ή με κάνεις να νιώσω άσχημα με εμένα ή τον εαυτό μου
(πάρτο όπως θες),
αμέσως θα σε κλειδώσω έξω από την ζωή μου
και θα πετάξω το κλειδί.
Και ξέρεις κάτι;
Χαίρομαι απίστευτα που έφτασα αυτό το σημείο.
~Ρένα Γέρου~

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ

 Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.

Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.

Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει. 

Και ο αφρός είν’ γεμάτος λασπόψαρα…. Ρ.Γ.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ


 Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.  Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.

Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια" συλλογιζόταν και δούλευε.

Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;» αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.

Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.

Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα ‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.

Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή , καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.

……………………………………………………………………………

Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα. Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.

Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.

Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.

Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε μπλέξει σ’ ένα πάρτι  με τον διευθυντή και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.

Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.




 

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

ΤΑ ΔΩΡΑ



Δειλιάζουν τα σήμερα, αναθυμούνται στιγμές.
Στοιχειωμένα από την μοναξιά, δοξάζουν το παρελθόν τους.
Μια συλλογή από ανολοκλήρωτα «τώρα».
Δόξα και τιμή στους θιασώτες όλων των ανεύθυνων στόχων.
Κάθε εγώ , ξεκαρδίζεται στα γέλια κι αφηνιάζει αχαλίνωτο.
Απωθημένες ενοχές  που βρίθουν κενότητας
αποθεώνουν έναν όχλο,
που αλαλάζοντας υιοθετεί νόρμες και στάσεις βαρβάρων.
Ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό.
Απαξιώθηκε κάθε θυσία με ζητωκραυγές.
Πρόσεχε! Η πίστη κι η συνείδηση ελλοχεύουν σε σκοτεινές ατραπούς.
Μια μοναξιά μεθυσμένη εγωισμό, κερνά αλλοτρίωση σε ραγισμένα ποτήρια.
Κι ο ποιητής θα σωπάσει κι απόψε.
Εδώ κι εκεί κείτονται ριγμένες ευθύνες.
Αποποίηση. Ελευθερία.
Μονάδες οπλισμένες πισώπλατα πυροβολούν.
Νεκρός ο ποιητής. Η γραφίδα στάζει αίμα.
Άδειασε πάνω στο χαρτί την ψυχή του.
Χάθηκε χωρίς λογική. Χωρίς λογισμό.
Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία.
Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά
που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια.
Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;
~Ρένα Γέρου~
                                                                           

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυλιόμενες Σκάλες
Οι μέρες μας,
μοιάζουν σκαλιά από σκάλες κυλιόμενες.
Η μια την άλλη διαρκώς καταπίνουν
και χάνονται.
Μια μάταιη ανάβαση
μέχρι ένα τυχαίο σημείο.
Σκαλιά νέα, το ένα το άλλο διαδέχονται
ευπροσήγορα, ελπιδοφόρα.
Διαρκώς διαψεύδονται στις κορυφές σαν αγγίζουν.
Και πάνω τους τόσοι οι τυχαίοι
περαστικοί
νωχελικά και ανέξοδα ακουμπάνε
ν' ανέβουν στον όροφο.
Ούτε καν τα κοιτάνε.
Σκοπός το "κάπου" που έφτασαν
αγχωμένοι την συναλλαγή να επιτελέσουν.
Σπέρμα κι ιδρώτα αντί για χρήμα
συναλλάσσονται' αλόγιστα.
Κι οι σκάλες διαρκώς ν' ανεβαίνουν.
Αδηφάγες. Σαν να μην σταματούν
πουθενά δεν πηγαίνουν.
Κι εγώ
πεζή, πασχίζω
ν' ανέβω και
το κορμί καταπονώ. Αμετανόητη συνεχίζω.
Οι μέρες σαν σκάλες κυλιόμενες
για όλους θα χαθούν εκεί κάπου στο τέλος.
Με αίμα κι ίδρωτα τις πλήρωσα και σήμερα.
~Ρένα Γέρου~