Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021
ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ
Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021
ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια
εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε
όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη
πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι
ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες
και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες),
πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο
αναίδεια κι ανεμελιά.
Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από
δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε
ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς. Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από
τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι
και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά
βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη
από την μάνα. Καμιά φορά είχε και
κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.
Φορτώναμε το zastava το
άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών
ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα
φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια.
«Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και
πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα
βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να
την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε
τις ευτυχισμένες στιγμές μας.
Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το
χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να
τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην
εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη
και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη
την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.
Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα
ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας
κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε
με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή
παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να
τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.
Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα. Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.
Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021
ΓΕΝΝΗΘΕΊΣΑ ΤΟ 1970
Εμείς μεγαλώσαμε αλλιώς.
Υποχρεώσεις πολλές
και δικαιώματα κερδισμένα.
Εμείς μεγαλώσαμε κάπως φοβισμένοι.
Χωρίς αυτοπεποίθηση.
Κι αυτήν την διεκδικήσαμε.
Δεν μας τάισε κανείς εγωισμό
ούτε αδιαφορία.
Εκτιμούσαμε τους κόπους των άλλων
και υποχρεωτικά σεβόμασταν τον γεροντότερο.
Καμιά φορά δεν άξιζε ο γεροντότερος
παρ' όλ' αυτά τον σεβόμασταν.
Δεν μπορούσες να μιλήσεις στον οικοδόμο με απαξίωση
ας μην ήξερε τριγωνομετρία.
Ούτε καν στον διακονιάρη δεν μιλούσες άσχημα.
Ακόμα κρατάμε μια δυσκολία στην απόρριψη των άλλων
ακόμα απορούμε με την υποκρισία
ακόμα δεν μπορούμε να εξαπατήσουμε κανέναν
κι ακόμα δεν μιλάμε όταν μας προσβάλει ο κάθε "δήθεν".
Καταπιέσαμε την αυτοπεποίθηση
εξορίσαμε την αξία μας
δώσαμε την θέση μας στο τρόλεϊ σε κάποιον άλλο
κι ας είμαστε εμείς κουρασμένοι.
Υπακούσαμε σε οδηγίες και κατευθύνσεις.
Ευτυχισμένοι δεν ξέρω αν γίναμε,
από συνέπειες ποτέ δεν γλυτώσαμε
ίσως πληρώσαμε και των εκάστοτε υπαιτίων το τίμημα.
Είμαστε μια γενιά με φτερά κομμένα
μια γενιά που όλοι προσπέρασαν.
Όσοι επέζησαν από ναρκωτικά κι ατυχήματα
ζούμε με απορία σ' ένα κόσμο χωρίς καμιά αξία
που δεν τηρεί τίποτα απ αυτά που διδάσκει
σ' ένα κόσμο που λατρεύει το χάος
κι ευδοκιμεί στην υπερφίαλη δόξα του πρόσκαιρου.
Μα είμαστε νικητές γιατί κρατήσαμε την ψυχή μας ατόφια.
Μείναμε πιστοί στο όνειρο μας
και το κυνηγήσαμε.
Είμαστε οι τελευταίοι αληθινά ονειροπόλοι.
Αυτοί που ζουν με ελπίδα στο όνειρο.
Και στα παιδιά μας, σας ορκίζομαι,
όσο ζω και υπάρχω
θα παλεύω ν' αφήσω έναν κόσμο πιο δίκαιο.Ρ.Γ
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021
ΣΙΚΕ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Αποτόλμησα να συμμετέχω
σ' ένα σικέ παιχνίδι
ελπίζοντας αδιάκοπα
πως δεν μετράν οι πλάγιες οδοί
μα οι αξίες και τα ταλέντα.
Κι είδα φίλους που θαύμαζα
να χάνουν και να χάνονται
ν' αλέθονται στο αλεστήρι των γνωριμιών
και της δοσοληψίας.
Με είδα να συντάσσομαι με λάθος ομάδες
να διαφθείρομαι από τα λουλουδένια λόγια
που σάπιζαν πιο κάτω μες την υγρασία του βάζου.
Κι ούτε φαινόταν η σήψη
μονάχα την κάλυπτε μια ευωδιά επινίκιου συμβιβασμού
Κι ήταν το κλάμα σου, αγαπημένε,
που με τράνταξε και ξύπνησα
απ' την ψευδαίσθηση, τη φενάκη και την ομίχλη
που στα μάτια σου σκορπάν
ψεύτικοι, κίβδηλοι κι αγύρτες.
Ανέραστοι και μίζεροι
φανατικοί της διάνοιας μα όχι του πνεύματος.
Αλίμονο καταστρέφουν την ψυχή των ερώτων
μιλώντας οι αδαείς, για έρωτα.
Και γι αποκούμπι της δυστυχίας τους
έχουν τόνους από αδιάβαστα βιβλία.
Κι έρωτα νιώθουν μόνο για τον καθρέφτη τους.
Μα ευτυχώς υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
αγαπημένε.
Και τούτοι όλοι δεν μας φτάνουν
γιατί είμαστε νικητές
χωρίς καν να χρειαστεί να διαγωνιστούμε. Ρ.Γ.
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021
ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΗ
Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021
Η ΚΑΝΑΤΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Απ' όλα τα πράγματα
που χάθηκαν στην μετακόμιση, πιο πολύ λυπάμαι για εκείνη την μοβ- μπλε γυάλινη
κανάτα της γιαγιάς που είχα για να
παίρνω τον αγιασμό κάθε χρόνο ανήμερα των Φώτων. Πάντα ένιωθα τόσο περήφανη για
τούτο το γυάλινο κανάτι που κανονικά ήταν για να σερβίρεις κρασί αλλά εμείς το
είχαμε για τον αγιασμό. Το εκκλησίασμα
ευλαβικά, κουβαλούσαν τα πλαστικά δοχεία τους, αδιάφοροι για το σκεύος που θα
φιλοξενούσε το αγιασμένο περιεχόμενο. Το
δικό μου δοχείο ήτανε παλιό και ξεχωριστό, διαλεγμένο προσεκτικά από τον κομό
της γιαγιάς όπου φύλαγε με προσοχή την προίκα της.
Από νωρίς έπιανα θέση,
κοντά στην εικόνα του Χριστού εκεί δίπλα στην Ωραία πύλη στην Μητρόπολη της
Μυτιλήνης και καμιά φορά καθόμουν και στο λευκό μαρμάρινο σκαλοπάτι ακριβώς από
κάτω.. Κανείς δεν έδιωχνε τα παιδιά από εκεί. Το είχε πει κι ο Χριστός:
"Αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου" και η γιαγιά μου με έστελνε
πάντα να κάτσω εκεί κάτω από την εικόνα
Του. Ο παππούλης που λειτουργούσε ήταν τόσο καλός. Χαρά του ήταν να γεμίζει η
εκκλησιά από παιδάκια. Κι έτσι περίμενα. Καρτερικά περίμενα, γιατί δεν
πολυκαταλάβαινα τότε ακόμα, τα αρχαία λόγια των βιβλίων της εκκλησίας. Ήταν φορές που βαριόμουνα ή νύσταζα, αλλά
περίμενα με τόση λαχτάρα να με πιτσιλίσει ο πάτερ με τον αγιασμό και να μου
δώσει να φιλήσω τον παγωμένο χρυσό σταυρό. Θαρρούσα ήταν η μεγαλύτερη ευλογία
και τύχη απ’ όλες να σου έρθει στο κεφάλι μια τέτοια πιτσιλιά.
Αναπάντεχα, παραδόξως,
ερχόταν η ώρα να πάρουμε το αγιασμένο νεράκι και να το μεταφέρουμε ο καθένας στο δοχείο του. Τότε χτυπούσε
δυνατά η καρδιά μου. Έπρεπε να προφτάσω να γεμίσω το κανάτι μου το γυάλινο
(δώρο στο γάμο της γιαγιάς) και να πάω τον αγιασμό στο σπίτι. Δεν ήταν κι
εύκολο καθώς όλη η «παπαλίνα» όπως λένε τα μικρά παιδιά στην Μυτιλήνη, έκανε
διαγωνισμό ποιος θα πάρει πρώτος το αγιασμένο νεράκι. Αλλά εγώ είχα να δώσω και στην κυρά-Φυναρέτη που καθόταν
στο παράθυρο του σαλονιού δίπλα στο δρόμο και περίμενε να πάρει λίγο αγιασμό
από τα παιδάκια που επέστρεφαν με τα "τρόπαια" τους από τις
εκκλησίες. Η κυρά-Φυναρέτη (την είχαν βαφτίσει Φαιναρέτη αλλά δεν μπορούσε να
το πει κι έτσι της έμεινε το Φυναρέτη) είχε πάντα στην τσέπη της τις πιο σκληρές
"φλόκες" (καραμέλες) που είχα φάει ποτέ μου, κι επέμενε να μας
φιλεύει όποτε μας έβλεπε. Τρέχαμε όλοι μαζί να της γεμίσουμε το ποτηράκι
της έτσι όπως το κρεμούσε από το ανοιχτό παράθυρο με το τρεμάμενο γερασμένο χέρι
της. Και μόλις το πολυπόθητο υγρό έμπαινε στο σπίτι της να η βροχή με τις
φλόκες που φύλαγε για τέτοιες κι άλλες παρόμοιες εξαιρετικές περιπτώσεις.
Κι αφού επιστρέφαμε
στο σπίτι κι ακουμπούσαμε τις κανάτες
μας στα τραπέζια, ορμούσαμε με φωνές και καλπασμούς να κατέβουμε κάτω στο
λιμάνι εκεί που είχαν στήσει την εξέδρα για τον Σταυρό. Θα στεκόταν ο Δεσπότης
εκεί και όλοι οι επίσημοι και ο πιο γενναίος και δυνατός βουτηχτής θα έπιανε
τον Σταυρό. Όλοι οι πιτσιρίκοι
στεκόμασταν στριμωγμένοι και σπρωχνόμαστε
να πιάσουμε την καλύτερη θέση. Παράξενο που κανείς μας ποτέ δεν είχε
πέσει μέσα στα βρώμικα νερά του λιμανιού μας κατά λάθος. Κι άρχιζε ο πάτερ το
«εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..» κι όλοι τεντωνόμασταν να δούμε τον Σταυρό
να πέφτει. Και τι δέος και σεβασμός όταν το παλληκάρι που τον έπιανε ευλαβικά
Τον παρέδινε στον Δεσπότη μας τον Σεραφείμ. Κι εκείνος με προσοχή τύλιγε την
λευκή, φαρδιά κορδέλα και του έδινε τα Τον προσκυνήσει. Φωνές και γέλια και
χειροκροτήματα από την μαζεμένη παπαλίνα που θαύμαζε και ξεσηκωνόταν να
ανδραγαθήσει κάποια στιγμή κι εκείνη με την σειρά της στο μέλλον. Κι
αδημονούσαμε να μεγαλώσουμε να μοιάσουμε σ’ όλους τούτους τους γενναίους
«Μυτληνιούς» που είχαμε ως πρότυπα στα μικράτα μας. Κι ας μην αφήνε ο πάτερ τα
κορίτσια να πιάσουν τον Σταυρό. Τι πείραζε; Θα τον έπιανε μια μέρα ο Αρίστος ή
ο Θεολόγος τα φιλαράκια μου. Και θα γιορτάζαμε όλοι την ευλογία την ξεχωριστή.
Γιατί έτσι είμαστε
εμείς στην Μυτιλήνη. Μια γροθιά ενωμένη κι υποστηρικτική. Δεν έχουμε φθόνο ή
ζήλιες. Διαπρέπει ένας, διαπρέπουμε όλοι μας. Και πουθενά αλλού δεν το έχω βρει
αυτό παρά μονάχα στην Πατρίδα. Ας μην το πιστεύετε. Αυτή είναι η αλήθεια.
Βλέπετε μας δένει η μοναξιά μας και η απομόνωση του νησιού. Κι έτσι πορευόμαστε
στους αιώνες, καταλαβαίνοντας ο ένας τον άλλον και με αποδοχή και σεβασμό. Κι
όλα αυτά τα θυμήθηκα σήμερα τόσο αναπάντεχα και τυχαία καθώς ξετρύπωσα από το
μπαούλο στο πατάρι την ξεχασμένη γυάλινη κανάτα μου. Κι ανακουφισμένη την
απίθωσα στο τραπέζι αφού δεν είχε τελικά χαθεί στην μετακόμιση.
Τόσες αναμνήσεις όμορφες και θεραπευτικές από
τα Φώτα στο νησί μας. Κι όλα, πάντα όμορφα, ευλαβικά, αξέχαστα...Ρ.Γ.
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021
ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ (ΑΛΛΑΓΕΣ)
Το αγαπημένο μου κραγιόν είναι το νούμερο εξήντα, της Σανέλ. Περιμένω κάθε χρόνο την Άνοιξη να το φορέσω. Φέτος δεν ήρθε. Άδικα περίμενα όλη τη χρονιά. Η Άνοιξη απαρνήθηκε τους ανθρώπους. Για την υπόλοιπη φύση όλα βαίνουν κανονικά. Προγραμματισμένα. Προβλέψιμα.
Τα έλλογα όντα, μόνο, αναστείλαμε προς το
παρών την έλευση της εποχής, στις κοινωνίες μας. Ήρθε η πανδημία. Ντυθήκαμε όλοι με μάσκες και γάντια
μιας χρήσης. Λουζόμαστε στο απολυμαντικό και δεν τολμάμε να μιλήσουμε σε
άνθρωπο μην και κολλήσουμε τον ιό. Από πού να τρυπώσει η Άνοιξη στη ζωή μας;
Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Ρίχνω πάνω μου μια ρόμπα και
γυροφέρνω στα σαράντα τετραγωνικά του σπιτιού μου, σέρνοντας τις πάνινες
παντόφλες μου. Έχω απολυμάνει και την παραμικρή του γωνία. Μυρίζει σαν
νοσοκομείο.
Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Κοιτάω τηλεόραση. Περιμένω την
μεγάλη είδηση για το φάρμακο και δεν έρχεται. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Χαιρετώ την
κυρία Μυρτώ απέναντι. Παράξενο. Δεν μου φαίνεται πια ξινή και απόμακρη. Η
ηλικιωμένη και ατημέλητη γειτόνισσα μου, σε τίποτα δεν θυμίζει την πρύτανη της
Φιλοσοφικής από την προηγούμενη καθημερινότητα. Άρχισα να την συμπαθώ τις
τελευταίες εβδομάδες. Ίσως που η κοινή μας μοίρα απάλυνε τις γωνίες της επηρμένης
εγωπάθειας που ροκάνιζε τις σχέσεις μας στην προ πανδημίας εποχή.
Με ενοχλεί αυτή η ησυχία. Τόσες ώρες χαμένες από
τη ζωή μου. Αναπολώ το παρελθόν μέσα από τις φωτογραφίες. Τις οργάνωσα όλες από
την αρχή. Πενήντα χρόνια ζωής χώρεσαν σε δέκα άλμπουμ. Ακριβώς δέκα.
Μετράω την θερμοκρασία μου διαρκώς. Ανακαλύπτω
ολοένα πως έχω κάποια συμπτώματα. Δεν
ξέρω τι μέρα είναι. Δεν έχει καμιά σημασία. Κατάθλιψη; Όχι. Δεν έχω.
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και βάφομαι με
ανοιξιάτικα χρώματα. Νιώθω καλύτερα
σήμερα. Ζωή σε παύση. Αδημονώ να πατήσω πάλι το “play”. Ποιος θα μου επιστρέψει τον χρόνο
μου πίσω;
Μόνη. Δούλευα δώδεκα ώρες τη μέρα. Τα βράδια πάντα
έπαιρνα τηλέφωνο την Νίτσα από το λογιστήριο να κουτσομπολέψουμε. Έχω να της
μιλήσω από τότε που άρχισε η καραντίνα. Τι να πούμε;
Όλα απομακρύνθηκαν. Σαν να είμαι μια άλλη. Με
έχασα ξαφνικά. Αλάργεψε ο προηγούμενος μήνας. Η ζωή μου όλη. Κοιτώ τις στιγμές
απ’ τα άλμπουμ. Δεν τις καλοθυμάμαι.
Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Προσπαθώ να επιβιώσω χωρίς να
μπορώ να ζήσω. Νιώθω ανέτοιμη να νικηθώ από ένα μονοκύτταρο οργανισμό. Είναι
πολλά που θέλω να κάνω ακόμα. Φορές ακούω μόνο τις ανάσες μου. Και χαμογελώ από
ευτυχία. Απορώ με εμένα που χαίρομαι με κάτι που πριν το θεωρούσα απλά δεδομένο.
Ανάσες.
Κοιμάμαι. Και φορές, θαρρώ, δεν ξυπνάω. Ρ.Γ.
Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Είμαι πια, στο σημείο εκείνο της ζωής
που δεν ρωτώ "γιατί" αλλά μονάχα "πως".Πως να το διορθώσω, πως να το προσπεράσω.
Είμαι εκεί που και λίγο αγενής να είσαι μαζί μου
ή με κάνεις να νιώσω άσχημα με εμένα ή τον εαυτό μου
(πάρτο όπως θες),
αμέσως θα σε κλειδώσω έξω από την ζωή μου
και θα πετάξω το κλειδί.
Και ξέρεις κάτι;
Χαίρομαι απίστευτα που έφτασα αυτό το σημείο.
~Ρένα Γέρου~
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020
ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΦΡΟΥ
Μ’ ενοχλούν αφάνταστα -μέχρι αηδίας θα πω- εκείνες οι μικροπρεπείς κατ’ ουσίαν «κυριούλες» που πίσω από την μάσκα της αξιοπρέπειας καλύπτουν την ασχήμια της ψυχής τους. Μ’ ένα προπέτασμα νοικοκυροσύνης σε «βάζουν στη θέση σου» (έτσι νομίζουν) σκορπώντας τη λάσπη τους.
Προσποιούνται τις μεγάλες κυρίες και όμως στην αλήθεια συμπεριφέρονται ως «τσόκαρα» και να με συμπαθά το ταπεινό τούτο υπόδημα που τόσο το πρόσβαλα. Το παπούτσι είναι το παπούτσι. Και στ’ ανάκτορα να πας και στο γήπεδο εσύ το φοράς δεν σε φοράει εκείνο.Δώσαν οι άνθρωποι αξία σε τέτοια υποκείμενα. Κάμποσα, την πήρανε μόνα τους. Σ’ έναν κόσμο που το ήθος χάνεται μαζί με την αδερφή του την ευγένεια, ακόμα και στους κύκλους του πνεύματος επιβιώνουν και έρπουν με επιτυχία φοβάμαι, τέτοιοι απίστευτοι άνθρωποι.
Αλίμονο, στο βάθος του χρόνου όλο αυτό δεν αλλάζει.
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020
ΤΟ ΨΩΜΙ
"Πρόσεχε!" φώναζε η
μάνα,
"μην σκορπάς τα ψίχουλα στο
πάτωμα!
Είν' αμαρτία".
Έπεφτε λίγο ψωμί κάτω
και το φιλούσαμε πριν το βάλουμε
στο στόμα,
ευλαβικά σαν ν' ασπαζόμασταν σώμα Θεού.
Είχαμε μάθει να σεβόμαστε αυτό
το ψίχουλο.
Δεν έπρεπε να σκορπιστεί στο
έδαφος
άσκεφτα κι ανέμελα.
Κι έτσι μεγαλώσαμε.
Με ψωμί που έθρεψε πρώτα την
ψυχή μας.
Κυρίως αυτή.
Ψιχία για την ψυχή μας.
Τα πιο σημαντικά κι απαραίτητα.
Φυλαγμένα σε μικρές ιδρωμένες
χούφτες.
Κερδισμένα με κόπο.
Ανεκτίμητα. Ρ.Γ.
Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να
φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε
ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη
κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια"
συλλογιζόταν και δούλευε.
Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα
χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;»
αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε
χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.
Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το
τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν
και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο
πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα
σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή
τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα
να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα
δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.
Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα
νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα
‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.
Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά
σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή ,
καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά
κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.
……………………………………………………………………………
Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα.
Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το
γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.
Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα
χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό
ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί
στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο
ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο
αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.
Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από
την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα
καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα
στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.
Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της
πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε
μπλέξει σ’ ένα πάρτι με τον διευθυντή
και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020
Η ΜΠΑΚΛΑΒΟΥ
Η Μυτιληνιά παράδοση των γιορτών είναι γλυκιά. Καμιά νοικοκυρά που σέβεται τον εαυτό της, δεν αφήνει το οικογενειακό τραπέζι ορφανό από την παραδοσιακή "μπακλαβού". Οι γιορτές οι μεγάλες, οι γάμοι και τ' αραβωνιάσματα έχουν πάντα ένα δίσκο γεμάτο ως πάνω με ρομβοειδή κομμάτια μπακλαβά. Σιροπιασμένα και ζουμερά, έτοιμα να σε ξελογιάσουν και να σε λιγώσουν. Μ' ένα καρφάκι γαρύφαλλο καρφιτσωμένο εκεί που διχοτομούνται οι διαγώνιοι του ρόμβου. Έτσι ριγμένο ανέμελα, τάχα απρόσεχτα και τυχαία, μα ειλικρινά ζυγισμένο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το καρφάκι αυτό το ταπεινό και μοσχομυρωδάτο, είναι εκείνο που κάνει όλη την διαφορά.
Η "μπακλαβού" μας είναι μοναδική σε γεύση και μυρουδιά. Όπου και αν ταξίδεψα στην Ελλάδα, σαν την Μυτιληνιά την "μπακλαβού" δεν έφαγα πουθενά. Τα φύλλα είναι λεπτά σαν το πιο φίνο μετάξι και τα χοντροκομμένα μύγδαλα είναι τόσο χοντρά όσο πρέπει. Όλα είναι στο ίδιο μέγεθος κι ας τα κοπάνησαν στο "γδι" (γουδοχέρι) με προσοχή και τάξη δήθεν απρόσεχτα και βιαστικά. Το μυστικό της "μπακλαβούς" μας όμως, είναι το μυρωδάτο βούτυρο από τα αρνάκια του νησιού μας. Βλέπεις, βοσκάνε στον Μεσότοπο και το γάλα τους έχει τη γεύση θυμαριού, σκίνου και κλαδιών ελιάς. Μέλι είναι τούτο κι όχι γάλα και βούτυρο. Μα είναι κι άλλη μια προσθήκη που κάνει το γλυκό μας να ξεχωρίζει. Εμείς, λοιπόν, δεν βάζουμε σκέτο μύγδαλο καβουρντιστό, μα προσθέτουμε γερή ποσότητα από πικραμύγδαλα στην γέμιση. Σ' άλλα μέρη το πικραμύγδαλο το πετάνε. Για εμάς είναι λιχουδιά ξεχωριστή και θησαυρός. Και τέλος το ανθόνερο να βρέχει τα φύλλα να τα δροσίζει.
Σαν ξεκινήσει το τρατάρισμα και καταπιαστείς με το μαχαιροπίρουνο να φας το σοροπιαστό κομμάτι που σε κεράσαν, θα δεις πως τα μαχαίρια είναι περιττά. Κάθε φύλλο ξεχωρίζει και τυλίγεται μαζί με τα μύγδαλα του πάνω στο πιρούνι σου, σε μια λαχταριστή μπουκιά που σε ξελογιάζει και σε κάνει να ξεχνάς όλα σου τα σεκλέτια. Κι ενώ είναι χρυσαφένιο και καλοψημένο, δεν είναι διόλου σκληρό να μην μπορείς να το φας. Κι από μυρουδιές, εκεί δεν την φτάνει κανείς την "μπακλαβού" μας. Τι πικραμύγδαλο, τι ανθόνερο και γαρύφαλλο μαζί με μια ιδέα από κανέλα μπλέκονται και γεμίζουν τον ουρανίσκο σου θύμησες και αναπολήσεις παιδιάστικες και γλυκές. Όλη η ευδαιμονία σε μια μπουκιά.
Φέτος με τούτη την δύσκολη χρονιά της πανδημίας και της καραντίνας και του θανάτου, σκέφτηκα πως το σπιτικό μου χρειαζόταν την πατροπαράδοτη "μπακλαβού" πιότερο από ποτέ.Έχω ξεκινήσει με τα μύγδαλα και σπάω με γενναιότητα και το καλό σφυρί του άντρα μου, αυτά που μάζεψα από την "καλογερική", το χωραφάκι της πεθεράς μου στην Δεσφίνα Φωκίδας, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Όσο για πικραμύγδαλα, ομολογώ έκλεψα κάμποσα από ένα δέντρο κοντά στον δρόμο για το μοναστήρι του Οσίου Λουκά. Μονάχα βούτυρο Μυτιληνιό δεν έχω, αλλά θα βάλω από το στερεοελλαδίτικο, δεν πειράζει. Θα την σοροπιάσω γερά και θα τρατάρω την οικογένεια μου να γλυκάνω τον τόπο όλο. Να έρθει ο νέος χρόνος να ξελογιαστεί. Να τον καλοπιάσω κομματάκι ώστε να μπει με το δεξί και να μας φερθεί καλύτερα απ' όλους τους άλλους χρόνους που περάσανε. Πάντα πιάνει το κόλπο με την "μπακλαβού" αφού κανείς ποτέ δεν αντιστάθηκε στην ζουμερή και μοσχομυρωδάτη Μυτιληνιά λιχουδιά. Από τον πιο δύσκολο γαμπρό που τσίναγε κι απέφευγε τους γάμους, μέχρι την πιο στριμμένη πεθερά, όλοι αλλάζαν γνώμη μόλις την δοκίμαζαν. Αυτό σας το υπογράφω. Ρ.Γ.