Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου