Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

ΓΙΟΡΤΕΣ

Αυτές τις μέρες τις γιορτινές, καταλαβαίνεις καλύτερα την ροή του χρόνου. Και απορείς. Διότι γνωρίζεις πως ο χρόνος είναι ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Μια εφεύρεση να διευκολύνει την ζωή μας. Να οργανώνει το χάος μας. Να βάζει τάξη και να μας ωθεί να εργαζόμαστε, ίσως, πιο ευχάριστα. Η μόνη μου αντίρρηση ήταν και είναι γιατί δεν τον φτιάξαμε κυκλικό. Ναι! Ολοστρόγγυλο. Να μπορεί να κλείνει και να ξαναρχίζει. Να γυρνά σαν ένας τροχός. Πότε να σκαρφαλώνει και πότε να κατρακυλά. Μπροστά ή πίσω. Ανάλογα με τα κέφια μας.Τις διαδρομές. Τις διαθέσεις. 
Αδικία νομίζω. Κακοτεχνία μπορεί να πει κανείς. Κι αφορμή για τις σκέψεις μου είναι που ξύπνησα νωρίτερα από το κανονικό λόγω της φασαρίας που έκαμαν οι γείτονες. Καθότι οι γείτονες μου είναι "παλιοημερολογίτες"  και σήμερα που εμείς γιορτάζουμε του Αη Γιαννιού, εκείνοι έχουν Χριστούγεννα. Ho Ho Ho Merry Christmas και τα συναφή. "Να γιορτές να πήδους", που έλεγε κι η μάνα. 
Και πάμε πάλι από την αρχή. Κι ότι είχα ξεμπερδέψει με τα "Χρόνια Πολλά" και ένα σωρό ευχές που ενώ θα ήθελα να έρχονται από την καρδιά, βγαίνουν προς τα έξω από την συνήθεια. Να τα πάλι. Εμπρός πίσω, λοιπόν. 
Δώστου και ψήνουν και γλεντάνε οι γείτονες. Κι εύχονται ο ένας στον άλλον τα "χρόνια πολλά". Πετάχτηκα κι εγώ να συμμετέχω. 
'Άντε και με το καλό ο Νέος Χρόνος", φώναξα. Με αγριοκοίταξαν. Ακόμα δεν έχω καταλάβει το γιατί.

~Ρένα Γέρου~


Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Κυλιόμενες Σκάλες
Οι μέρες μας,
μοιάζουν σκαλιά από σκάλες κυλιόμενες.
Η μια την άλλη διαρκώς καταπίνουν
και χάνονται.
Μια μάταιη ανάβαση
μέχρι ένα τυχαίο σημείο.
Σκαλιά νέα, το ένα το άλλο διαδέχονται
ευπροσήγορα, ελπιδοφόρα.
Διαρκώς διαψεύδονται στις κορυφές σαν αγγίζουν.
Και πάνω τους τόσοι οι τυχαίοι
περαστικοί
νωχελικά και ανέξοδα ακουμπάνε
ν' ανέβουν στον όροφο.
Ούτε καν τα κοιτάνε.
Σκοπός το "κάπου" που έφτασαν
αγχωμένοι την συναλλαγή να επιτελέσουν.
Σπέρμα κι ιδρώτα αντί για χρήμα
συναλλάσσονται' αλόγιστα.
Κι οι σκάλες διαρκώς ν' ανεβαίνουν.
Αδηφάγες. Σαν να μην σταματούν
πουθενά δεν πηγαίνουν.
Κι εγώ
πεζή, πασχίζω
ν' ανέβω και
το κορμί καταπονώ. Αμετανόητη συνεχίζω.
Οι μέρες σαν σκάλες κυλιόμενες
για όλους θα χαθούν εκεί κάπου στο τέλος.
Με αίμα κι ίδρωτα τις πλήρωσα και σήμερα.
~Ρένα Γέρου~ 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018

Με μια χάρτινη βαρκούλα

Τα ταξίδια με χάρτινες βαρκούλες στους ωκεανούς, είναι συναρπαστικά όσο κι επικίνδυνα.
Θέλει σθένος, τόλμη και μπόλικη τρέλα μιας και το χαρτί σαν υλικό δεν τα πάει καλά με το νερό.
Μα εδώ σε θέλω καπετάνιο μου. Να έχεις, λέει, την ναυτοσύνη να διανύεις μίλια ολάκερα, θαλασσινά με την χάρτινη βαρκούλα σου. Να σε κοιτάζουν τα σιδερένια και τα ξύλινα σκαριά και να γελάνε στην αρχή. Έπειτα, όμως, να απορούν με εσένα και την προσπάθεια σου.

Το χαρτί. Αυτό το τιποτένιο χαρτί, να αναδεικνύεται πιο ικανό απ' όλα τα άλλα υλικά. Και το σκαρί από το ροζ επιστολόχαρτο, να βγαίνει στις Ιθάκες των ωκεανών και να τις προσπερνά. Γιατί τι είναι δα, οι Ιθάκες παρά απλές στεριές. Κι εμάς εδώ δεν μας μέλλουν οι στεριές παρά τα ταξίδια. Εμείς εδώ, δεν θέλουμε να αράξουμε, ούτε να ξεμπαρκάρουμε σ' αλαργινά λιμάνια. Αλίμονο, τα έχουμε δει όλα. Ως και την ίδια μυρωδιά έχουν. Μα η θάλασσα. Αχ, αυτή η πλανεύτρα, έχει πάντα μια φρεσκάδα. Μια μοσκοβολιά. Κι ας κουράζεσαι. Κι ας λες να αράξω τώρα, να λασκάρω λιγάκι. Μα μόλις φτάνεις γίνονται όλα μετά από λίγο ξανά τα ίδια. Και πάλι πίσω να γυρνάς στην αγκαλιά της να κουρνιάσεις. Να σε κανακέψει. Μα και να σου ψήσει το ψάρι στα χείλη. Και δος του πάλι αγώνας για επιβίωση. Και ξανά προσπάθεια κι ανάκαρα ν' αντέξεις μη σε φάνε τα θεριά. 

Τότε ακριβώς είναι που έρχεται κι ο γλάρος στο κατάστρωμα. Σε κοιτά έτσι δα λίγο περιπαιχτικά, λίγο παραξενεμένος. Μόλις κάνεις να τον ακουμπήσεις, ανοίγει τα φτερά του και πετά. όπου θέλει αυτός. Όπου του αρέσει. Σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Τα βουνά, τα νερά, τα σκαριά όλα, πατρίδα τα έχει. "Κι εγώ; " λες. "Κι εγώ. Κι ας μην έχω φτερά. Μονάχα αυτή εδώ την χάρτινη βάρκα". 'Τα πάντα πατρίδα".

Θέλει, όμως κουράγιο. Κι εκεί που χάνεις την πίστη, να την ξαναβρίσκεις. Κι εκεί που νικιέσαι, να νικάς. Κι ακόμα. Κι ακόμα. Ως την φθορά την αναπόφευκτη. Ως το τέλος. Αυτό το ίδιο τέλος που είναι για όλους. Και για τα σίδερα και για τα ξύλα και για τα χαρτιά. Κι αφού είναι να έρθει, καλοδεχούμενο. Μα στο μεταξύ, κάνε το ταξίδι σου ζηλεμένο.
Έτσι για την αλητεία.
Έτσι για να το ευχαριστηθείς.
Γιατί το θέμα ήταν πάντα το ταξίδι κι όχι οι λογιών λογιών στεριές.
Και στο τέλος γυρνάς πίσω εκεί που ήταν πάντα η πατρίδα σου. Αυτό στο δίνει η θάλασσα για δώρο. Επειδή την σεβάστηκες και την αγάπησες τόσο βαθιά.
Αυτό είναι το δώρο για τους ξεχωριστούς ταξιδευτές. Μήτε για τους συνηθισμένους, μήτε τους ξιπασμένους και τους πολύξερους. Μα για τους διαλεχτούς. Αυτούς που μπόρεσαν να σεβαστούν τα "εν σοφία εποίησας". Κι αφουγκράστηκαν τον παλμό τους. Και γίναν ένα μαζί τους.
Τα παιδιά της φύσης.
Τα παιδιά του Θεού. 
Τα παιδιά που θέλησαν να πορευτούν πάνω στις χάρτινες βαρκούλες.

~Ρένα Γέρου~

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Χαμένη Ελπίδα

Της έρημης ξερολιθιάς μια απόκοσμη κραυγή,
τον μουντό του λήθαργο, δεν τάραξε.
Ήτανε, λέει, καταμεσής σε πέλαγο βαθύ
κι ολόγυρα του κόκαλα λευκά, ξεγυμνωμένα, αρμένιζαν.
«Έλεος», ούρλιαξε η ρυτίδα η βαθιά,
εκεί ανάμεσα στα δυο σμιχτά του φρύδια.
Έφτυσε μια βρισιά.
Η πίκρα στην ψυχή του έγινε αλμύρα.
Και η σκέψη του, που γενναίο τον έκανε να δείχνει,
μεμιάς έμεινε ακυβέρνητη.
«Σχώρα με Θε μου», ψέλλισε κι έκανε να προσευχηθεί.
Μα έλειπε ο Θεός.
Θα ήτανε κρίματα πολλά, μιας άλλης πιο εύκολης ζωής λογαριασμοί,
που έμελε σε τούτη να πληρώσει.
Σήκωσε σιωπηλά από κάτω το κουπί. Το μούτρο του τραχύ.
Μια ανάπλαστη σκιά που έγδερνε τον αέρα
και την πυρκαγιά μες την ψυχή του αποκάλυπτε.
Δεν ήξερε πάρα να σκάβει με δύναμη τη γη, πέτρες να κουβαλά, να σπάει.
Έκλαψε με την καρδιά του εκεί στην άκρη του χρόνου.
Νοστάλγησε τον πατέρα του.
Ήταν μόνος τώρα εκεί. Κι αύριο μόνος θα ήταν.
Έμοιαζε λίγο με λυγμό η ανάσα που του ξέφυγε και ξύπνησε.
Ζεύτηκε σαν το βόδι το υνί.
Έσυρε το κορμί του πάνω από το χώμα.
Δεν ήταν ώρα ακόμα να ξεκουραστεί.
Μήτε καν, ηδονόχαρα όνειρα να του στοιχειώσουν τις πικρές του αποδράσεις.
Απόλωλεν η ελπίς. Κι έμεινε η ζωή να απαιτεί τα ναύλα.

Ρένα Γέρου

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

ΕΛΠΙΔΑ

Στις ρωγμές της σιωπής
εκεί κοιμάται ένας θάνατος.
Σκεπασμένος με γέλια παιδικά
κι όνειρα φευγαλέα.
Εκεί λιμνάζει μια ελπίδα δειλή
που κρατιέται στη ζωή
από ανάσες νιογέννητων.
Κάθε στιγμή λέει να κλείσει τα μάτια
να ξεκουραστεί, να ηρεμήσει.
Μα αμέσως μετά μετανιώνει 
και ξανά περιμένει.

Εκεί στις ρωγμές της σιωπής 
παλεύει σαν αμαζόνα 
η ελπίδα να ζήσει.
Κανείς αρωγός της δεν γίνεται.
Μόνη της χάνεται 
και μόνη της βρίσκει τον δρόμο.
Σε κάθε στιγμή ηττημένης αδράνειας
μάχεται άκοπα να επιβιώσει.
Απελπισμένη, κρατά το κεφάλι της
πάνω απ' τη στάθμη του βούρκου της.
Πόσο ακόμη ν' αντέξει;

Στις ρωγμές της σιωπής
ο χρόνος πια χάνεται
κι η ελπίδα μοναχή αργοσβήνει.
Θλιμμένοι οι θνητοί 
μαζί της οργίζονται
αντί να την πάρουν αγκαλιά 
να την βγάλουν πιο έξω.
Εναντίον της στρέφονται
και πέτρες και λάσπη της ρίχνουν.
Σε μια κόλαση αδράνειας
χάνονται και μετράνε τις ήττες τους.
Και ποιος νοιάζεται
αν η ελπίδα πια πέθανε;
Και ποιος σκέφτεται τι βρίσκεται 
πέρα από το είδωλο 
που διαρκώς προσκυνά
στον γυαλιστερό εκείνον καθρέφτη;

~Ρένα Γέρου~

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ο ΗΛΙΟΣ



Λαθραία ξημέρωσε και σήμερα.
Διστακτικός ο ήλιος, άφησε την αγκαλιά μιας αισιόδοξης αυγής κι έπιασε δουλειά στον ορίζοντα.
Ακόμα και για εκείνον η δουλειά της διαδρομής του από ανατολή σε δύση ήταν βαρετή.
Κάθε μέρα το ίδιο τροπάρι.
"Ρουτηνιάσαμε" σκεφτόταν,"γεράσαμε κι ακόμα το ίδιο αιώνες τώρα".
Μα οι υποχρεώσεις δεν τον άφηναν να ξεκουραστεί.
Τι κι αν ήταν ο πιο φωτεινός ζωοδότης του σύμπαντος; Τα "πρέπει" δεν αφήνουν κανέναν ελεύθερο. Βαριανασαίνοντας, μια που τα είχε τα χρονάκια του, ανέβηκε για άλλη μια φορά στο όχημα του και ξεκίνησε το ίδιο ταξίδι που έκανε χιλιάδες χρόνια τώρα.
Είχε χρέος απέναντι στους απογόνους.
Τα παιδιά! Να φροντίσει, τα παιδιά. Κι αυτό το γέλιο το χωρίς δόντια εκείνου του μικρούλη μπέμπη, τον έκανε να παίρνει θάρρος και δύναμη να συνεχίζει. Κι ας είχε κουραστεί. Κι ας μην είχε αφήσει για τον εαυτό του ικμάδα ανάκαρας. Ο μπεμπούλης εκείνος τον χρειαζόταν.
Γιατί, όταν σε εγκαταλείπουν όλοι ακόμα και οι γονείς που σε γέννησαν, όταν οι άνθρωποι γίνονται τέρατα και τρώνε τα παιδιά τους, τι μένει, παρά ο Ήλιος να ζεστάνει τις ψυχές μας;
Και το φως να πέσει πάνω στα σκοτάδια μας να τα καθαρίσει. Μήπως και κάποτε, μετά από αιώνες τα καταφέρουμε και γίνουμε Άνθρωποι!!
~ Ρένα Γέρου~

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Αμοιβαιότητα

Λάγνο το βλέμμα
την άλικη πεθυμιά 
θωπεύει.
Αμαύρωσε το ζεστό της στιγμής
με τον δόλο της αμφιθυμίας του
ο Εραστής.
Καλλίστη όλων, η Αγάπη
προσπέρασε
της αμοιβαιότητας 
την προδομένη παρακμή.
"Δέχομαι"
είπε ο φαύλος
κι η μοναξιά του ξεχύθηκε βίαια
σε λευκά, μεταξένια
σεντόνια.
Ολάκερη, μια κραυγή απελπισίας
πλημμύρισε
μιας θολής στιγμής
τα ζεστά ακόμα
αποκαΐδια.
Κι εσύ!
Τις κραυγές τους τις πίστεψες
κι όσους σε εσένα πιστεύαν
τους πρόδωσες.
Πόνο σκορπά η αντίληψη
των κακώς πεπραγμένων
Και το τίμημα;
ένα σκοτάδι ζοφερό
σ' αντικατάσταση του φωτοδότη ηγεμόνα.
Αφελής κι επιπόλαιη η μέρα,
ξημέρωσε, άραγε;

Ρένα Γέρου 

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018

Φιλιά από άμμο



Τα φιλιά σου από άμμο
δεν χώρεσαν
αγκαλιά να κρατήσουν τον έρωτα.
Αέρας με δύναμη έσπρωξε
σα νιφάδες χιονιού,
τυχαία κι ανάλαφρα
κάθε ψήγμα αγάπης που σου 'δωσαν.
Όλα χαθήκαν στου χρόνου
το πέρασμα που χνάρια νωπά και κόκκινα άφησε
στης καρδιάς μου τον δρόμο
που εσύ, πρώτος, πάτησες.
Τα φιλιά σου από άμμο
δεν άντεξαν
την καυτή την ανάσα μου.
Σκόρπισαν, χάθηκαν
στων λεπτών τους χτύπους
αλάργεψαν.
Σε κοιτώ.
Απορώ που συνέχισα
κι ας ξοδεύτηκαν μάταια.
Είν' η άνοιξη μέσα μου
τραγουδά , επιβιώνει, γεννάει
και την άμμο, εύφορο έδαφος έκανε.
Συνεχίζω πιο πάνω από σένα
πετάω.

~Ρένα Γέρου~