Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΡΕΜΠΕΤΑΣ

 "Δύσκολοι οι καιροί, παιδάκι μου. Να πεις δεν είχα μια δουλειά. Τότες ο δάσκαλος δεν ήταν μόνο δάσκαλος κι ο αγρότης ήταν κι εργάτης κι απ' ούλα. Όπου υπήρχε ανάγκη τρέχαμε για το μεροκάματο. Τι θαρρείς; Τόσα στόματα πως να τα θρέψουμε; Και το φαΐ πάντα λιγοστό. Όχι σαν και τώρα που όλο τρώτε κι ανοίγετε το ψυγείο να βρείτε τι να φάτε κι απί τα ύστερα το ξανακλείνετε. Τότες μήτε ψυγείο είχαμι μήτε ρεύμα. 

-Τι δουλειά έκαμα; Και σαπουνάς στο Πέραμα και στις ελιές και παντού. Όπου προλάβαινα πήγαινα. Εφτά στόματα μ' είχε αφήσει η συχωρεμένη. Μοναχός τ' ανάστησα. Μεγαλώσαν. Τις προίκισα και τις πάντρεψα κατά πως ήταν το πρέπον μαθές. Α! Ούλα κι ούλα. Το χρέος μ' ως πατέρας το έκαμα και με το παραπάνω. Οι κόρες καλοπροικισμένες κι οι γιοί παλίκαροι και δουλευτήδες. Και στην ξενιτειά κι εκεί έφτασε η χάρη μας. Μα απ' τα σαπούνια , απ' αυτά μεγαλώσαν τα φιντάνια μου. 

Δύσκολη δουλειά. Σκληρή. Εργάτης ήμουν μαθές. Όσο μπορεί κανείς να δουλεύει τότε ήνταν καλά. Το χειμώνα στα κτήματα μαζεύαμ' ελιές και τα καλοκαίρια στα σαπούνια. Γλέπς μουρέλι μ τότε ήνταν ακόμα οι τουρκαλάδες στ Μυτιλήν' και θέλαν τα σαπούνια για τα χαμάμ. Ναι. Κι ήνταν ν απουρείς που μέσ' απ' τ' βρουμιά αυτή έβγαινε του σαπούν' του καθαρό του μυρουδάτου . Μες τν κάψα τ' καλουκαιριού ιγώ πάνου απ' τα καζάνια μες τ' μτζούρα ν' ανακατώνου του σαπούν'. Κι απί τα ύστερα με τ' πυρήνα φτιάχαμι του πράσνου του σαπούν'. 

Ήνταν μέρις δύσκουλες. Κι είχαμι του σουματείου μας. Πρώτ' ιμείς απ'ούλ' τν εργατιά. Κι απεργίες κάναμι κι ούλα όσα έπρεπε να γίνιν, γίναν να μερέψ' η αδικία. Και φέραν απ' όξου εργάτες να μην μπορούμι να γυρεύουμι το δίκιο μας.

Άκμαζι του νσι μας τότις. Εργουστάσια να δουν τα μάτια σ. Αλλά τι να βαστήξ'; Δύσκουλα χρόνια. Πολέμ'. Ξεριζουμοί. Προσφυγιά. Τι να βαστήξ'; Κλείσαν ούλα. Ρμάξαν. 

Γι' αυτό σ' λέγου μουρέλι μ . Δλέυγαμι να έχουμι να ζήσουμι. Τι προυκουπή να κάμς; Κι όσα κάναμι πουλλά ήνταν. Αδύνατα. Να γλέπς τα χέρια μ'; Χουντρά. Βασανισμένα. Αυτά μαρτυρούν τουν αγώνα. Κι εσείς μουρέλι μ'. Ισείς να ζήσετε καλύτερα."

Κι έγερνε ο παππούς στο μεντέρι να ξαποστάσει. Γιατί η διήγηση τον είχε εξαντλήσει. Πιο πολύ ψυχικά που αναθυμόνταν και ξαναζούσε τον αγώνα του στη ζωή. Κι εγώ το πρώτο δισέγγονο κρατούσα στην μικρή μου παλάμη το χοντρό και σκληρό χέρι του και το περιεργαζόμουν με απορία. Και πάντα τον ρωτούσα γιατί τα χέρια του ήταν τόσο σκληρά. Και πάντα ξεκινούσε την ιστορία του από τις πιο δύσκολες στιγμές. Κι ήταν τόσες που νομίζω δεν είχε καμιά χαρά να μου πει. Κι αν είχε ήταν τόσες λίγες που χανόταν μέσα στη θάλασσα τις δυσκολίας που είχε ζήσει. Ρ.Γ. 

Φωτογραφία από Πανδέκτης  http://pandektis.ekt.gr/pandektis/handle/10442/158521



Τετάρτη 19 Μαΐου 2021

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ


 

Ο λόφος μέστωσε αέρινες σιωπές
κι απόψε.
Το χάραμα πάντα μας βρίσκει χώρια
να μετράμε κύματα στις ατέλειωτες ξερολιθιές
ενός τοπίου αυταρχικού κι αγέραστου.
Κλώθονταν μαντινάδες στ' άναιμα χείλημικρών παιδιών κάθε δείλι
κι εσύ μύριζες φρεσκοστυμμένο λεμόνι.
Απέραντα γαλάζιο το βλέμμα σου μπλέχτηκε στα μαλλιά μου.
Απόψε ήθελα να ονειρευτώ χάρτινα πλοία
που αγκαλιά κρατούν μικρές Παναγιές
και ταξιδεύουν σε όνειρα παιδικά.
Μα με πρόλαβες.
Ανήμπορο το χάδι σου 
ξεχάστηκε στου χρόνου την αδύναμη ανάσα.
Κι απόρησα.
Ήθελα να άντεχε και να ήταν διαμαντένιο κι όχι από στάχτη.
Νικήθηκε η ψευδαίσθηση από την αλήθεια της ζωής.
Το ήξερες;
"Η ζωή πάντα κερδίζει" σου είχα θυμίσει όταν γονάτιζες.
Μα δεν με πίστεψες. 
Κοίτα τώρα πόση δύναμη. 
Τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουνε. Ρ.Γ. 

Από την συλλογή @Χρονικές Δευτερεύουσες εκδόσεις ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ 2021. 

https://christostsantis.com/2021/04/26/eirini-gerontara-chronikes-defterevouses/


.


 

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

ΛΕΞΕΙΣ

 

Ήταν θέμα εκπαίδευσης και ανατροφής, αυτή η προμελετημένη σιωπή. Κατά γενική ομολογία ήταν το καθώς πρέπει κι αξιοπρεπές να κάνεις σε κάθε περίπτωση.  «Το δύσκολο είναι να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μα το εύκολο να γίνεις αλήτης», πάντα το υπενθύμιζε στον εαυτό του.  Και σώπαινε. Είχανε πια μαζευτεί τόμοι ολόκληροι από σιωπές. Καταγεγραμμένες με γράμματα καλλιγραφικά και όμορφα. Καθαρά, ολοστρόγγυλα γράμματα που ακολουθούσαν το ένα το άλλο πάνω στις γαλάζιες γραμμές του τετραδίου.

Εκεί γύρω στα πενήντα αποφάσισε να τις κάνει βιβλίο. «Οι ωδές των σιωπών» μια ποιητική συλλογή. Περιείχε ψιθυριστά «σ’ αγαπώ» και φωναχτά «παράτα μας». Ετοιμόλογες απαντήσεις προς τα’ αφεντικά που δεν είχε τολμήσει να αρθρώσει καθώς και παθιασμένα και λάγνα λόγια για την Πέπη που από μαθητής λάτρευε και θαύμαζε και ποθούσε. Είχε αλαλαγμούς πόνου μα κυρίως πνιχτούς λυγμούς παραπόνου και θλίψης. Συναισθήματα μαζεμένα και στοιβαγμένα στα τετράδια του . Λέξεις φοβισμένες και πνιγμένες. Αδικημένες σαν εκείνον και φιμωμένες όπως άρμοζε σε λέξεις που δυσαρεστούν.

Μα είχε έρθει ο καιρός που δεν άντεχε άλλο. Τις έκανε ποιήματα και τις πήγε για έκδοση. Γίνανε βιβλία με ποίηση.  Κι εκείνος ησύχασε. Ηρέμησε. Επιτέλους χάρηκε που τα ανείπωτα είχαν βγει στη φόρα. Και οι σιωπές απέκτησαν φωνή. Ήταν η ώρα να ζήσει ή να πνιγεί . Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης. Ότι κι αν ήταν τον έσωσε.

Μα κυρίως διασώθηκαν εκείνες. Οι μικρούλες κόρες του. Τα παιδιά του. Που τις έκρυβε από φόβο μην πληγώσει, μην πληγωθεί. Από ανασφάλεια και  σεβασμό  στον συνάνθρωπο που εκείνον δεν τον είχε σεβαστεί ποτέ. Από επιθυμία να μην διαφέρει. Από δειλία να μην ξεχωρίσει. Από καταναγκασμό να είναι ευγενής . Από ανάγκη να επιβιώσει. Τώρα είχε τελειώσει με τις δικαιολογίες. Τώρα ήταν η στιγμή να ωριμάσει. Τώρα έπαιρνε την ζωή του πίσω. Απαγγέλοντας όλες τις καλά κρυμμένες λέξεις της ψυχής του.  Ρ.Γ.




 

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Η ΜΑΝΑ

 


Ήταν αυτή η ανεξέλεγκτη ξεγνοιασιά. Αυτή ακριβώς που ηχούσε ρυθμικά μέσα στο στήθος κάθε που ξεπόρτιζα. Σαν να με βάραινε αυτή η αυστηρότητα των «μη» που έπρεπε να υπομένω και να τηρώ  μέσα στο σπίτι, ώστε μόλις έκλεινα πίσω μου την εξώπορτα έφτανα σε χρόνο ρεκόρ στην πλατεία. Τόσο γρήγορα που ούτε η μάνα πρόφταινε να με δει. Πάντα με έψαχνε. Γυρνούσε στα σοκάκια να με φωνάζει. Κι εγώ κρυμμένη πότε σε μια ξένη αυλή, πότε πίσω από τη ρόδα ενός φορτηγού απ’ αυτά που ξεμπάρκαραν απ’ τα ποστάλια. Αγωνία η μάνα. Άκουγα τον τριγμό στη φωνή της. Έσπαζε ο ήχος καθώς φώναζε τ’ όνομα μου. Κι εγώ, η βάναυση, να μην απαντώ. Είχα έτοιμη την δικαιολογία. «Μα θα με έφτυνε ο Νικόλας»  μέσα σε αναφιλητά και δάκρυα, όταν με ξετρύπωνε η Μαρίκα  και απ’ τ’ αυτί με οδηγούσε στην συμμόρφωση.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Ξεπόρτιζα μόλις έτρωγα το πρωινό. Πάλι κρυφτό, κυνηγητό με την παπαλίνα της γειτονιάς. Ούτε να το πω, ούτε να ενημερώσω, ούτε να ζητήσω άδεια. Χαμένη στον κόσμο μου να προλάβω να παίξω. Αυτό την έφερνε στα όρια της τη Μάνα. Νόμιζε πως μ’ έχανε. Δεν καταλάβαινα. Τίποτα. Μόνο απορούσα που αντιδρούσε έτσι. Που θύμωνε και με τιμωρούσε. Κι όσο θύμωνε εκείνη, τόσο αντιδρούσα και πείσμωνα και έκανα χειρότερες ζαβολιές. Τόσο κακομαθημένο ήμουν. Τόσο την θεωρούσα δεδομένη. Τόσο απόλυτη και βέβαιη για την αγάπη αυτή. Την τεράστια κι ευρύχωρη. Γιατί όταν πέθανε κανείς δεν με γύρευε πια στις γειτονιές.  Ρ. Γ.


(ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ: Ηπειρώτισσα Μάνα» του χθες μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Κώστα Μπαλάφα)


Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ΜΗΔΕΙΑ


Πως να αντέξεις
Της προδοσίας το ποτό;
Κι ας είσαι μάγισσα, θεά
Του Ήλιου εγγονή
Της Κίρκης της ίδιας ανιψιά..
Αθάνατη , ξεχωριστή...
Σαν ερωτεύεσαι όλα μάταια.
Ανεπαρκή!
Να είναι της μοίρας το γραφτό;
Οι Ήρωες στο ύψος τους ελάχιστες φορές να στέκονται;
Πως να μην εξοργιστείς;
Να δράσεις; Ν' αντιδράσεις;
Πως ακόμα
κι εναντίον του ίδιου σου του εαυτού
να μην στραφείς για να τον τιμωρήσεις;
Βάρβαρη εκδίκηση να ζητήσεις και να λάβεις;
Χορτασμένη από "πολιτισμό", υπεκφυγές, υποχωρήσεις
και κατά κράτος ήττες τις αξιοπρέπειας.
Θα γίνω, λες, για μια φορά αυτή η φρίκη που καθείς φοβάται.
Κι εκείνος,
φονιάς της παλιάς του αγάπης
Αλώβητος να περάσει ήθελε μέσα απ' το στίβο του έρωτα;
Ο υβριστής.
Ποιος νόμιζε πως είναι;
{Ρ. Γέρου}


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΥΘΟ

 


Εκείνος το ήξερε πως την είχε ερωτευτεί
όπως καμιά άλλη πιο πριν
ίσως να έφταιγε εκείνο το δροσερό στεφάνι από παπαρούνες
που είχε φορέσει στα μαλλιά η Περσεφόνη κείνη τη μέρα
κι αυτός ήθελε τόσο να της χαρίσει τον κόσμο του
να την πάρει έτσι δροσερή κι ανέμελη
ακριβώς όπως ήταν
και να την βάλει μεμιάς στο σκοτεινό σπίτι του.
Ίσως και να φώτιζε λίγο τ' αρχοντικό του με τη λάμψη της
Ίσως και να δρόσιζε το στρώμα του που έκαιγε τόσο
Ίσως να μοσχομύριζε για πρώτη φορά η κάμαρη
μια μυρωδιά που δεν είχε νιώσει ποτέ του.
Τι ήταν η μυρωδιά;
Η αγκαλιά;
Η αγάπη; Μα πιότερο το μοίρασμα.
Να! Αυτά αγνοούσε. Κι ας ήταν Θεός.
Και ζωγράφισε. Ζωγράφισε ένα κόσμο σαν τον δικό της.
Και κρέμασε τη ζωγραφιά στο κρεβάτι από πάνω.
Να την κοιτά να μην βλέπει το απόλυτο σκοτάδι γύρω της.
Χάρηκε με την ιδέα του. Κρέμασε από την οροφή κάτι αστέρια.
Έπειτα σκέφτηκε πως ίσως όλα αυτά της θύμιζαν το σπίτι της.
Ίσως την έκαναν να το νοσταλγήσει.Μα έτσι θα την έχανε
Τα μάζεψε φοβισμένος.
Καλύτερα να μην της τα έδινε όλα αυτά που είχε συνηθίσει.
Ίσως ο θάνατος και το τίποτα να ήταν το τέλειο δώρο.
Στο σκοτάδι δεν θα φαινόταν καμιά πληγή
καμιά αδικία και τίποτα άσχημο-μα ούτε κι όμορφο.
Καμία σύγκριση.
Τότε, τίποτα δεν θα την πλήγωνε πια.
Και χαμογέλασε ικανοποιημένος στη σκέψη
πως στο παλάτι του θα έβρισκε, οριστικά και αμετάκλητα,
την ευτυχία.
Ρ.Γ.


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΩΤΟ

 


 

Κάθε χρόνο, παραμονή του Ευαγγελισμού, το παγωτατζίδικο Special απέναντι από το Lesvos market, είχε την τιμητική του. Ήταν, βλέπεις, το παιδικό μας έθιμο, μετά την παρέλαση να περνάμε από εκεί για να κεραστούμε με τις δυο δραχμές μας, ένα παγωτό από κείνα τα αφράτα, τα στριφογυριστά, με γεύση βανίλια ή σοκολάτα. Κρατούσε το χωνάκι κάτω από την «βρύση» του μηχανήματος, ο παγωτατζής, κι εκείνο έτρεχε παχύρευστο και νόστιμο πάνω στην κωνική βάφλα, που εκείνος κουνούσε επιδέξια και το γέμιζε με το πολυπόθητο γλυκό. Μετά την παρέλαση το μικροσκοπικό μαγαζάκι του γέμιζε με «ευζωνάκια» και «Αμαλίες» που στριμώχνονταν χαριτωμένα για να φάνε συνήθως στα κρυφά από τις μανάδες, το παγωτό. Ήταν το πρώτο παγωτό της χρονιάς και ο διαγωνισμός ανάμεσα σ’ όλους εμάς, την «παπαλίνα» ξεκινούσε από την 25η Μαρτίου μέχρι το πρώτο κουδούνι του Σεπτέμβρη, όταν, έχοντας μετρήσει κάθε παγωτό δηλώναμε ευτυχισμένοι τον αριθμό που είχαμε κατακτήσει καταναλώνοντας λογής παγωτά στην διάρκεια του καλοκαιριού.  Νικητής πάντα ήταν ο  Αποστόλης, που  έβγαζε ένα τεράστιο τριψήφιο νούμερο κοντά στο πεντακοσάρι.

Ήταν εκείνη η μέρα, η συνήθως ηλιόλουστη, που σήμαινε την αρχή σχεδόν της υπέροχης αναμονής για το κλείσιμο του σχολείου και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού. Από εκεί και μετά ο χρόνος άρχιζε να μετρά αντίστροφα και οι διακοπές και τα παιχνίδια στα «Τσαμάκια» και στ’ «Απελή» όλο και πλησίαζαν. Μαζί με εμάς που ξαμολιόμασταν ανέμελοι στα στενά της Μυτιλήνης ακόμα ντυμένοι με τις φορεσιές μας και χαχανίζοντας δυνατά και μιλώντας με τις κελαρυστές φωνές μας γεμάτοι σχέδια και φαντασία για νέα παιχνίδια και διασκέδαση σε αλάνες και οικόπεδα άχτιστα τότε ακόμα, ήταν και τα χελιδόνια, άρτι αφιχθέντα από τις ακτές της Αφρικής και γεμάτα ευτυχία, σαν εμάς ακριβώς, για την καινούρια χρονιά που ξεκινούσε. Πετούσαν ανέμελα σε χαμηλές πτήσεις μετέχοντας κι αυτά στο αυτοσχέδιο γλέντι μας.

Γιατί, ναι, του Ευαγγελισμού ήταν για τα παιδιά και τα χελιδόνια, μια Πρωτοχρονιά μέσα στην μέση της χρονιάς που είχε ξεκινήσει τον Γενάρη. Μα πάνω απ’ όλα γιόρταζε η Πατρίδα τον ξεσηκωμό της και την Ελευθερία. Πιο συμβολικό και μεγαλύτερη ταύτιση δεν μπορούσες να βρεις. Όλα άρχιζαν εκείνη την ημέρα. Όλοι κι όλα απελευθερώνονταν. Οι Έλληνες από τους Τούρκους. Η φύση από τον χειμώνα. Τα παιδιά από τα διαβάσματα. Και τα χελιδόνια. Κυρίως αυτά, από το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Όλα έφταναν στον προορισμό τους. Όλες οι δυσκολίες, οι θυσίες κι οι αγώνες έμοιαζαν εκείνη την ημέρα, απόλυτα δικαιωμένα. Κι αυτή η  γεύση του παγωτού βανίλια, ερχόταν να δώσει  γλύκα στην όλη διαδικασία. Σαν επιστέγασμα κι επιβράβευση για τα όσα κατακτήθηκαν με δυσκολία. Θαρρώ ακριβώς εκείνη την στιγμή, μπορούσα να δω του ήρωες του ’21, όπως τους έδειχναν τα κάδρα στις σχολικές μας αίθουσες, να χαμογελάνε ικανοποιημένοι. Να, για κάτι τέτοιες στιγμές είχαν θυσιαστεί και εκείνοι. Να μπορούμε εμείς οι πιτσιρικάδες απόγονοι, να τρέχουμε ξέγνοιαστοι στα στενά της «Κουμιδιάς» και να γευόμαστε την γεύση της Ελευθερίας στο πρώτο  παγωτό.  Ρ,Γ.



Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΠΕΡΙΠΟΙΗΣΙΣ

 

Το καφενείο του παππού, έγραφε απ' έξω με τεράστια μπλε γράμματα, "Καφενείον η Περιποίησις". Στην μέση του ορθογώνιου δωματίου έκαιγε μια ξυλόσομπα μαντεμένια, ξύλα ελιάς, μαζεμένα από τα κλαδέματα που γίνονταν κάθε χρόνο στα χωράφια. Στο βάθος ήταν ένας γαλάζιος ξύλινος πάγκος και η εστία που έψηναν τους καφέδες στην χόβολη αλλά κι ετοίμαζαν τα μεζεδάκια για το ρακί. Είχε τρεις μεγάλες γυάλες γεμάτες γλυκά κουταλιού. Το κερασάκι ήταν πάντα μισογεμάτο και το νεράντζι και το περγαμόντο σχεδόν ως πάνω. Η γιαγιά αγαπούσε και το τριαντάφυλλο αλλά οι θαμώνες δεν το πολυπροτιμούσαν. Στους τοίχους υπήρχαν εικόνες από το Αϊβαλί που βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι στεριά των παραλίων της Μικράς Ασίας. Ο παππούς είχε έρθει πρόσφυγας από εκεί ετών δεκαεπτά και τα θυμόταν όλα. Φορές κρατούσε κάτι κιάλια στρατιωτικά που του είχε αφήσει ένας Άγγλος στην κατοχή και προσπαθούσε με τις ώρες να διακρίνει την απέναντι στεριά. Καμιά φορά στεκόμουν πλάι του και του ζητούσα να μ' αφήσει να δω κι εγώ. Μου έδινε τα κιάλια κι άρχιζε να μου περιγράφει με τα μάτια των αναμνήσεων του όσα είχε δει και ακόμα θυμόταν με την παραμικρή λεπτομέρεια.
"Εκεί στο τέλος του δρόμου είναι το σπίτι μας, διώροφο με κόκκινα κεραμίδια στην στέγη και με το ξύλινο "σαχίνι" μπροστά. Από πίσω είν' η αυλή. Δεν μπορείς να την δεις, δεν φαίνεται από δω. Έχει νεραντζιές και λεμονιές και μια ελιά στην μέση. Στην ελιά είναι η κούνια από σκοινί και η τάβλα για να καθόμαστε ήταν από το σκαλοπάτι του υπογείου που είχε σπάσει κι ο πατέρας μου δεν ήθελε να το πετάξει και το έφτιαξε κούνια. Μια μέρα θα πάμε να στα δείξω από κοντά. Τώρα θα ζουν άλλοι στο σπίτι μας μέσα," εκεί πάντα η φωνή του βράχνιαζε και με το αιώνιο μαντήλι του από την τσέπη του παντελονιού του, σκούπιζε γρήγορα ένα δάκρυ από το δεξί μάτι. Πάντα τα μάτια του ήταν υγρά και θολά λες κι έκλαιγε τα βράδια στα κρυφά από όλους. Γενικά δεν μιλούσε πολύ. Ούτε παραμύθια ήξερε να λέει. Όταν τον ρωτούσα για την ζωή του στο Αϊβαλί, δεν ήθελε να μου απαντήσει κι άλλαζε διαρκώς την κουβέντα. Ή απλά σώπαινε με μια σιωπή βαριά και λυγισμένη. Τότε ήταν που πάντα του ζητούσα να πάμε μια βόλτα με τη "φλόκα" το μουλάρι. Και δεν μου χαλούσε χατίρι. Πρώτα όμως έκανε αυτήν την χαρακτηριστική κίνηση περνώντας την παλάμη του και πιέζοντας με τον αντίχειρα και τον μέσο το μέτωπο του από κάτω προς τα πάνω να διώξει το βάρος. Πάντα στεκόταν με τους ώμους κάπως γυρτούς σαν να είχε κουβαλήσει ολάκερο το βουνό στην πλάτη του.
Δεν έμαθα ποτέ την ιστορία του. Τον αγώνα να ζήσει και να σωθεί. Ούτε την βιοπάλη να επιβιώσει στη κατοχή. Ούτε πως κουβαλούσε τους τενεκέδες με το λάδι στους ώμους για να τους πάει μέσα από τα βουνά στην άλλη άκρη του νησιού να τους ανταλλάξει με αλεύρι. Ούτε πως γλύτωσε εκείνη την φορά από το μπλόκο των Γερμανών στο Καρά Τεπέ (γιατί ο τόπος μου είναι τόσο πολύ βασανισμένος που από τότε μέχρι τα σήμερα οι ίδιες τοποθεσίες πρωταγωνιστούν). Τίποτα δεν έλεγε ο παππούς. Μονάχα καθόταν κι έψηνε καφέ για κείνον και τους άλλους σιωπηλούς, μουστακαλήδες, γέρους, συχωριανούς του που όλοι είχαν ακριβώς το ίδιο παρελθόν με εκείνον και απλά κάπνιζαν κι έπιναν καφέ χωρίς να μιλάνε. Μονάχα κοιτούσαν από τα τζάμια του καφενείου "η Περιποίησις" τα απέναντι παράλια με μάτια θολά. Ρ.Γ
(Από την συλλογή αναμνήσεων Η ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑ ανέκδοτη συλλογή)


Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

 

Είχαν κάτι τυπικό οι Κυριακάδες μας στα χρόνια εκείνα τα εφηβικά. Από το 1976 μέχρι και μια δεκαετία αργότερα, όλοι περνούσαμε όμορφα τις Κυριακές που ο καιρός ήταν καλός. Αγαπημένοι μας προορισμοί η Καρύνη πριν την Αγιάσο και τα χωράφια μας ο «Χάλικας» , η «Αλχνή» και τα «Φτέλια». Κι ο καθένας με ότι μέσο διέθετε ξεχυνόταν με παιδιά πεθερικά και φίλους, γείτονες και γνωστούς ή και με το αμόρε του, σε εξοχές γεμάτες «λαλέδες» (Ανεμώνες), πολύχρωμους και γιορταστικούς που φύτρωναν στα Μυτιληνιά λιοχώραφα, όλο αναίδεια κι ανεμελιά.

Με πλαστικά μπουκάλια για νερό που τα γεμίζαμε από δροσερές βρύσες στην άκρη ενός δρόμου κι ένα καλάθι με καλούδια που είχε ετοιμάσει η μάνα αποβραδίς.  Κονσέρβες zwan με χοιρινό και φέτες μορταδέλα από τον «Αλμπάνη» αγορασμένες, απόγευμα Σαββάτου που η αγορά ήταν ακόμα ανοιχτή. Λαδοτύρι και ελιές «αρπάδες» μαύρες, ζαρωμένες και γλυκές. Μια καράφα ούζο κι αυγά βραστά. Μα πιότερο ψωμί ζυμωτό σε μια πινακωτή ανεβασμένο και ψημένο με αγάπη από την μάνα.  Καμιά φορά είχε και κεφτέδες το μενού κι ήταν γιορτινές εκείνες οι εκδρομές.

Φορτώναμε το zastava το άσπρο με κουβέρτες και χράμια πολύχρωμα, φτιαγμένα από απομεινάρια παλιών ρούχων στον αργαλειό της γιαγιάς μου, σε χρόνια παλιά και δύσκολα γεμάτα φτώχεια και δυστυχία. Κάθε κουρέλι να της φέρνει αναμνήσεις και δάκρυα στα μάτια. «Τούτο το τσίτι το φορούσε η αδερφή μ στον αρρεβώνα» και να μια γλυκιά και πικρή αντάμα ανάμνηση έτρεχε από το θολό πια μάτι της γιαγιάς της Ρηνιώς. «Έλα βρε πεθερά τώρα Κυριακάτικα. Πάνε μάζεψε κανα ραδίκ» της φώναζε ο πατέρας να την αποτρέψει από τις αναμνήσεις και να προσπεράσει όποια πίκρα τυχόν θα μόλυνε τις ευτυχισμένες στιγμές μας.

Και δωσ’ του τα μαχαίρια δούλευαν και ξεκοίλιαζαν το χώμα να βγει το ραδίκι και η «λουλουδιά» και ο «ζόχος». Κι εμείς τα παιδιά να τρέχουμε ανέμελα να μαζεύουμε ανεμώνες χρωματιστές όπως αυτές που βγαίνουν στην εξοχή της Μυτιλήνης κάθε Φλεβάρη. Και να τραγουδάμε τα τραγούδια του Πασχάλη και των Κατσάμπα αλλά και της Δούκισσας και της Μοσχολιού, που ακούγαμε σ’ όλη την διαδρομή από το ραδιοκασετόφωνο μέσα στ’ αμάξι.

Πως πέρναγε η ώρα τόσο γρήγορα δεν το θυμάμαι. Μα ξαφνικά πήγαινε τρεις και καθόμασταν να φάμε καταγής. Στρώναμε τα στρωσίδια μας κι ανακούρκουδα όλοι μαζί τσιμπολογούσαμε το γεύμα το λουκούλλειο. Και χορταίναμε με τα ψέματα πιότερο από χαρά και ευτυχία για τούτο το μοίρασμα και την εκδρομή παρά από την ποικιλία των εδεσμάτων. Κι έπειτα βγάζαμε την Kodak να τραβήξουμε φωτογραφίες να έχουμε να θυμόμαστε μια ευτυχία απαράμιλλη.

Τώρα ψάχνουμε για ταβέρνα να χορτάσουμε την πείνα μας σαν βγούμε στην εξοχή. Και γεμίζουμε το τραπέζι φαγητά που δεν μπορούμε να τα φάμε όλα.  Κι αποζητάμε το γέλιο και την χαρά εκείνη την παλιά που με φτώχεια και απλότητα ντυμένη μας γέμισε θύμισες ευτυχίας κι ευλογίας να κρατήσουν για όλη μας τη ζωή.Ρ.Γ.