Κόπιασε. Γύρε σιμά μου κι αφουγκράσου:
« Εστ’ ήμαρ…».
Πολύβουες κάθε χειμώνα οι μέρες, μ’
ανάσες καλοκαιρινές δονούνται
Εδώ στης γης τον ομφαλό, μ’ ένα
κρεσέντο απάνεμο η πηγή σιωπές υψώνει: « Εστ’ ήμαρ ότε…»
Μην με ρωτάς τι να ήθελε να πει.
Ελεύθερη άσε την ψυχή σου, άκου.
Τούτον τον προπατορικό τον λυρισμό,
αιώνες με αποσπερίτες
τους φώτισε Απολλώνιος στέφανος. «… Φοίβος…»
Οι πέτρες ίδιες. Πάνω τους οι
ηλιαχτίδες ελπίδες προσκυνάνε κάθε αυγή.
Αγνότητα κι αλήθεια ο αέρας ες αεί
ομολογεί, καθώς ανάμεσα περνά.
Διδάσκεται, ωριμάζει «…πάλιν
ελεύσεται…»
Κάθε λογής πετούμενο και κάθε ον
τετράποδο τον απαράμιλλο βωμό
μ’ ευλάβεια προσκυνά.
Απ’ το μελίσσι που βουίζει θαλερά και
τον ανθό του θυμαριού και του έλατου ρουφά, μέχρι την γερακίνα που αγέρωχη ψηλά
εκεί τριγυρίζει.
Ο ήλιος λούζει κεχριμπάρι τα βουνά,
δανείζεται το φως του από τα βράχια τα ίδια.
Τ’ αηδόνι στου μαντείου την πηγή
βουτά κι ευθύς τραγούδι αρχινά με σθένος: « Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος…»
Η πλάση ολόγυρα σμιλεύεται αρμονία κι
ομορφιά.
Τι κι αν την αίγλη σου ζηλέψαν
πορθητές να την κουρσέψουν δεν κατάφεραν.
Ανθρώπων έργα τα λάφυρα τους, μόνο.
Χαμένο το σημάδι των ανομιών τους
μέσα στης κερήθρας την μοσχοβολιά.
Κι η θάλασσα ροδόσταμο ξεπλένει την
κακία απ’ τ’ ακρογιάλι.
Το χώμα Ελληνικό. Αέρας από ρίγανη, χαμόμηλο και δάφνη.
Διαβάτη άκου με την παιδική σου την
καρδιά. Μπορείς.
Η Πυθία δεν έπαψε ποτέ να προφητεύει:
« Εστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν
ελεύσεται
και ες αεί έσεται».
{Το ποίημα μου "Ο Χρησμός" διακρίθηκε στους 32ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης}