Εκείνη την παραμονή σηκώθηκε ξανά νωρίς η μάνα. Ήταν χρόνια
πολλά πριν που δεν είχε σηκωθεί από τις τέσσερις το ξημέρωμα. "Περασμένα
μεγαλεία" σκεφτόταν κι έσερνε τον δεξί γοφό που την σούβλιζε τελευταία
ακόμα περισσότερο. Μα ήταν μέρα ξεχωριστή η αυριανή. Ξημέρωνε πρωτοχρονιά και
θα ερχόταν τα παιδιά απ' το Άμστερνταμ.
Να ετοιμάσει να γιορτάσουνε μαζί πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήτανε πια
πενηντάρης ο Ανέστης της. Ποιος να το έβαζε με το νου του. Σαν χτες δεν του
άλλαζε τις πάνες; Νερό τα χρόνια και κυλάνε τ' άτιμα.
Έπιασε να καθαρίζει τον φούρνο να τον ανάψει να καεί για να
φουρνίσει το ψωμί. Μετά να ετοιμάσει και την πίτα. Τι άργητα ήταν τούτη; Πότε
ήταν που σβέλτη κατρακύλαγε απ' την πλαγιά κι έφτανε στο χωριό πλιότερο γλήγορη
κι απ' τα κατσίκια. "Πάνε αυτά, Σμαραγδή. Σε πήραν τα χρόνια πια"
συλλογιζόταν και δούλευε.
Κι ο Γιάννης, ο άντρας της, μπήκε βαρύς απ’ έξω και τίναξε τα
χιόνια απ’ τα σκουτιά του. «Έχει καιρό. Θα περνά τ’ αμάξι απ΄ το Δίστομο;»
αναρωτήθηκε φωναχτά κι έβαλε να καθαρίζει το κοκόρι το πλουμιστό που έσφαξε
χτες για τα παιδιά που θα έρχονταν.
Πέρασε η ώρα κι η Σμαραγδή ανέβηκε στην τραπεζαρία να στρώσει το
τραπέζι το άσπρο το λινό τραπεζομάντηλο το υφασμένο από την προγιαγιά. Δεν ήταν
και πολλά τα υπάρχοντα τους μα τούτο το κομμάτι καθαρό λινό ήταν από τα πιο
πολύτιμα στολίδια του σπιτιού τους. Από τον γάμο της είχε να το στρώσει. Μα
σήμερα ήταν ξεχωριστή μέρα. Ο Ανέστης είχε φύγει απ’ τα δεκαοκτώ του και η ζωή
τον είχε πάει στα πέρατα της γης. Φέτος είχε αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα
να γιορτάσει με τους γονείς. Θα τους έφερνε και την Ανέτ την γυναίκα του και τα
δυο του τα παιδιά να δούνε επιτέλους τους παππούδες τους.
Μεγάλη χαρά είχαν πάρει οι γερόντοι σαν λάβανε το γράμμα με τα
νέα. Ήτανε χρόνια που οι γιορτάδες μέρες ήταν σαν καθημερινές. Και φέτος θα
‘χανε γιορτή μετά από τόσα χρόνια.
Πήγε η ώρα δύο. Ετοίμασαν το τραπέζι γιορτινό. Με τα καλά
σερβίτσια και τις πιατέλες έτοιμες, γεμάτες. Την σαλατιέρα την καλή ,
καταπράσινη με τα ζαρζαβατικά του κήπου και την πίτα αχνιστή, κομμένη σε μικρά
κυβάκια στην πλουμιστή την πήλινη πιατέλα.
……………………………………………………………………………
Ο Ανέστης πάρκαρε τ’ αμάξι έξω από την ξεχαρβαλωμένη αυλόπορτα.
Ο κήπος ήταν γεμάτος ζιζάνια. Που ήταν τα τριαντάφυλλα της μάνας; Και το
γιασεμί κρεμότανε ξερό κι αγριεμένο πάνω από την κουπαστή της σκάλας.
Είχε να έρθει στο πατρικό του από δεκαοκτώ χρονών. Σαράντα τόσα
χρόνια μετά κι όλα είχαν αλλάξει. Μια μυρωδιά από ψημένη πίτα και φουρνιστό
ψωμί του έφερε δάκρυα στα μάτια κι ένα τρέμουλο στην καρδιά. Έβαλε το κλειδί
στην ξεχαρβαλωμένη κλειδωνιά και σπρώχνοντας την πόρτα μπήκε μέσα στο
ερειπωμένο σπίτι. Παντού σκόνη κι αράχνες και φύλλα ξερά στο πάτωμα να σέρνει ο
αέρας που έμπαινε απ’ τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα.
Στην τραπεζαρία, μόνο, σαν έφτασε έμεινε με το στόμα ανοιχτό από
την έκπληξη του. Εκεί στη μέση στεκόταν το τραπέζι στρωμένο , γιορτινό. Με τα
καλά σερβίτσια και τις πιατέλες τις γεμάτες. Και την πλουμιστή την σαλατιέρα
στη μέση και την πήλινη την καλή πιατέλα της γιαγιάς με την πίτα κομμένη.
Όλα καταπώς τα είχε αφήσει η μάνα εκείνη την παραμονή της
πρωτοχρονιάς που τον περίμεναν να τους επισκεφθεί με την Ανέτ. Κι εκείνος είχε
μπλέξει σ’ ένα πάρτι με τον διευθυντή
και δεν είχε μπορέσει να έρθει στην Ελλάδα.
Τώρα, τόσα χρόνια μετά κι αφού είχαν περάσει δέκα χρόνια που
είχαν πεθάνει πια οι γονείς, ακόμα το τραπέζι ήταν στρωμένο……Ρ.Γ.